«Θέλουν να σας κάνουν καλά. Αλλοίμονο, εκεί φτάνει ο παραλογισμός των λογικών. Καλά, δηλαδή να γυρίσετε πίσω, έξω στην τέφρινη πραγματικότητα, να ξαναδήτε πίσω με την κρίσι του ακέραιου μυαλού την πιο αβάσταχτη, την πιο αρμολογημένη αλλόφρονη λογική της ζωής που σκοτώνει την ανθρώπινη καρδιά. [...] Μα τι θα βάλετε στη θέση του οράματος εσείς οι λογικοί; [...] Καλοπροαίρετοι γιατροί μου, αν επιμένετε να με γιατρέψετε από κάτι, γιατρέψτε με από την λογική».

Ρώμος Φιλύρας από το δρομοκαΐτειο

Ω πατρίδα γλυκιά !


Ω  πατρίδα γλυκιά !
Βίο θανάτου διάγει
της κατάρας συκιά
που καρπό δεν παράγει.

Των αρχαίων καιρών
καύχηση, των συμβόλων...
Υπηκόους θεωρών
εν τω μέσω εμβόλων.

Λόγω επιταγής...
Μία μάζα από χρέη !
Βύθιση υποταγής
σώμα που καταρρέει.

Πεθαμένων θεών
τόπος, τάφοι μουσεία...
Χάρτινος ο Αιών !
Πλήρης η απουσία.

Τη φωτιά πονηροί
θεοί του κόσμου έχουν στείλει
με το βλέμμα εν πυρί
γίνεται άλατος στήλη...

Ω  πατρίδα φωτιά !
Στης οργής το γινάτι
η στερνή της ματιά...
Των ποινών η εσχάτη !


Κώστας Σφενδουράκης

Κοκορέτσι

Έφτασε κι η σειρά μου
να πω... Με είχαν πρήξει...
Ήρθα σ' ευθεία ρήξη
με τα ίδια τ' άντερά μου.

" Τι είμαστε επιτέλους ;
Μέλη μιας κοινωνίας
υψίστης ειρωνίας
μ' ευθύνη κάθε μέλους...

Φτάνουμε τελευταίοι
και καταϊδρωμένοι.
Τίποτα δεν μας μένει
τίποτα δεν μας φταίει !

Είμαστε πάντα κάτω,
μέσα σ' ένα βαρέλι...
Τα ρούχα μας κουρέλι
το σώμα μας για πάτο.

Αρνούμαι οριζοντίως !
Θα φύγω από κοντά σας
σας λέω εν μιας ανάσας :
Αμίγκος μου αντίος ! "


Κώστας Σφενδουράκης

Μπαλάντα του λαού της Νέας Ελλάδας

Ο Τέως νοσταλγώντας το παλάτι
τους ένδοξους καιρούς αναπολεί
γυμνός ενώ του τρίβουνε την πλάτη
κι ηδονικά χαϊδεύει την ψωλή
σκεπτόμενος έναν λαό αφελή
να φτιάχνει φυλακές, να χτίζει τείχη.
Στην κεφαλή οι σάπιοι – κι οι πολλοί
στους σάπιους αφημένοι δίχως τύχη.


Κράτος, ο Σούπερ-Άγιος, εν κράτει !
Ο Μάγος που επιβάλλει στη φυλή
φόβο Θεού να δέχεται, να πράττει
του Κράτους όλα εκείνα τα ‘’ασφαλή’’...
Κρυφά τον ηδονίζουν οι φαλλοί
και των ταμάτων, όταν πέφτουν, οι ήχοι.
 Στην κεφαλή οι σάπιοι – κι οι πολλοί
στους σάπιους αφημένοι δίχως τύχη.

Ο Αρχίμπατσος ντυμένος στο κρεβάτι
ποτέ του δεν θα βγάλει τη στολή
θυμάται ότι τον είχαν για χωριάτη
‘’Καράβλαχο’’ τον ‘λέγαν στη Σχολή
μα τώρα κάθε φράση του εντολή
ρομφαία, στο δαχτυλάκι του, το νύχι.
Στην κεφαλή οι σάπιοι – κι οι πολλοί
στους σάπιους αφημένοι δίχως τύχη.

Ο Μπλε πρωθυπουργός με το ‘να μάτι
επί τω έργω - εσχάτη προβολή
στο παζλ θα βάλει άλλο ένα κομμάτι
να φτιάξει την εικόνα τη θολή
στα πόδια του αυτόχειρων χαλί
στο στόμα ατάκες – του Ελύτη στίχοι...
Στην κεφαλή οι σάπιοι – κι οι πολλοί
στους σάπιους αφημένοι δίχως τύχη.

Ο λαός αυτός ξερνάει τη χολή
κάθε φορά που η εξουσία βήχει.
Στην κεφαλή οι σάπιοι – κι οι πολλοί
στους σάπιους αφημένοι δίχως τύχη.


Κώστας Σφενδουράκης

Αναβίωση

Με σβάστικες, καλάσνικοφ, αίμα νωπό, κρανία
σε λίγο θα γεμίσει κάθε χώρα.
Το εναρκτήριο λάκτισμα το δίνει η Ουκρανία
στων ηγετών τα χέρια είναι η ώρα.

Παρόμοια τα κίνητρα ίδιοι σχεδόν οι τρόποι
δασκάλεψε και πάλι η ιστορία.
''Το Ράιχ αναβίωσε στην Ενωμένη Ευρώπη ! ''
κακόβουλοι διαδίδουν με υστερία...

Κι εμείς βαυκαλιζόμαστε πως στο κωλοχανείο
θα μπει επιτέλους κάποτε μια τάξη''...
Αγόρευε, μα ξαφνικά, κοιτά στο καφενείο,
παρατηρεί πως όλοι είχαν νυστάξει

και συνεχίζει... ''Σκέφτομαι ρε τι σε νοιάζει, χέστα !
Ή πιες για να καλμάρεις λίγο τίλιο...
Άλλωστε μεσημέριασε είναι ώρα για τη σιέστα
Τουλάχιστον όσο έχει ακόμα ήλιο''.


Κώστας Σφενδουράκης

ΚΩΣΤΑΣ ΣΦΕΝδουράκης - Σατυρικά ΓΥΜΝαάσματα





































Διαβάστε το εδώ


Λαμπρινή Τζιτζιφιές (αντί προλόγου).

Από την αφετηρία ή το τέρμα της γραμμής 5 του τρόλεϊ στη Λαμπρινή μέχρι το τέρμα ή την αφετηρία του στις Τζιτζιφιές είναι περίπου 17 χιλιόμετρα. Μες στην κάθε διαδρομή θα ανέβουν και θα κατέβουν συμπολίτες μας απ’ όλους τους πολιτικούς χώρους που χρόνια τώρα άμεσα ή έμμεσα ανεβάζουν στην εξουσία ή και επέτρεψαν τον υπερπλουτισμό σε εκείνους που δεν μπαίνουν στο τρόλεϊ ή σε κάποιο άλλο μέσο μαζικής μεταφοράς και γενικότερα αποφεύγουν να βρεθούν σε χώρους που συχνάζουν οι πρώτοι τους οποίους (υποτίθεται) εκπροσωπούν ή και αφαιμάσσουν.
Η γραμμή 5 του τρόλεϊ συνδέει δυο λαϊκές περιοχές, εξυπηρετώντας κυρίως του κατοίκους τους, μέσω μιας διαδρομής που διασχίζει όλο το κέντρο της Αθήνας. Ένα κέντρο που, στις αρχές της δεύτερης δεκαετίας του 21ου αιώνα, σβήνει οικονομικά από την οικονομική κρίση που σχεδίασαν οι ελάχιστοι για να κλέψουν τους πολλούς και σχεδόν όλους σε αυτή την πόλη, σε αυτό το κράτος, σε αυτή την ήπειρο, σε αυτό τον πλανήτη. Και αυτό δεν είναι λαϊκισμός, είναι το συμπέρασμα οικονο-μικής έκθεσης της περίφημης ελβετικής τράπεζας UBS, σύμφωνα την οποία, μόνο μες στο 2012 στην Ελλάδα, γύρω στους πεντακόσιους «συμπολίτες μας» αύξησαν τον πλούτο τους κατά 10 δις δολάρια. Και τον αύξησαν τη στιγμή που πλέον ο ένας στους τρεις κατοίκους αυτής της χώρας αντιμετωπίζει σοβαρό πρόβλημα επιβίωσης και οι νέοι μεταναστεύουν στο εξωτερικό όπου μόνο εκεί ελπίζουν σε κάτι.
Τα τρόλεϊ της γραμμής 5 περνούν και μπροστά από τη Βουλή όπου πολλοί απευθυνόμενοι προς τα εκεί θα βρίσουν για αυτά που συμβαίνουν, οι περισσότεροι θα επικροτήσουν, αλλά όλοι αυτοί τελικά αυτούς και πάλι  θα πάνε να ψηφίσουν. Κατά μήκος βέβαια της διαδρομής θα θυμηθούν να κατηγο-ρήσουν και όλους αυτούς που μαζεύτηκαν εδώ και να επιβραβεύσουν φονιάδες ακόμα, και ενίοτε και τον οδηγό του τρόλεϊ (αισθανόμενοι μία εξουσία από το ότι αυτός δεν μπορεί να αντιδράσει), διότι φυσικά και αυτός φταίει για την κρίση, ενώ αφήνουν στο απυρόβλητο τον εκτός φορολογικού συστήματος κάτοχο: υπερπολυτελών τετράτροχων, εξωχώριων (offshore) επιχειρήσεων και βιλών εμβαδού στρεμμάτων, ο οποίος εκείνη τη στιγμή στρίβει προς το Κολωνάκι.
Ένας (πιθανόν και άλλοι) λοιπόν από τους οδηγούς της γραμμής 5, ο Κώστας Σφενδουράκης, μετά τη βάρδια του ή υποθέτω και στα λίγα λεπτά του κενού, όταν αυτό υπάρχει, μεταξύ της μιας διαδρομής και της προς την αντίθετη κατεύθυνση, με το άλλο τρόλεϊ: το μέσα του, την εξαιρετική του ικανότητα να εκφράζεται με ρίμα και μέτρο, το τάλαντο με το οποίο γεννήθηκε και το οποίο καλλιέργησε στην πορεία του, ξεβράζει όλα αυτά και όχι μόνο σε Ποίηση.   

Γιώργος Πρίμπας.


------------------------------------------------------------


ΟΡΘΟΓΡΑΦΙΚΑ 
«Το δέρμα τους ν’ ανανεώνουν
Στην καθημερινή τρυφή


Είχαν κατακλύσει την πλατεία. Χόρευαν μ’ όλη τους την καρδιά. Μισοί κτήνη, κρατούσαν μ’ αυλούς το σκοπό. Ιδρωμένοι γυρόφερναν τα παιδιά μας, χτυπούσαν χάμω τις οπλές τους και έλεγες γίνηκε σεισμός στον κόσμο. Κοντά στις στέγες ήταν άλλοι που σπάραζαν ανθρώπους και οι αργυραμοιβοί. Κάτι ελληνικές γυναίκες και άνδρες σ’ ανάκλιντρα και καναπέδες τουρκικούς, παζάρευαν τα ρολόγια και τ’ ασήμι, μιλούσαν μια άσχημη γλώσσα και είχαν έννοια τους τον έρωτα. 
Σπάραζαν ανθρώπους. Ζητούσαν τους ποιητές, όσους αναγνώρισαν το σημάδι και πρέπει τώρα να πληρώσουν. Ακόμα γύρευαν τα σώματα εκείνων που γνώριζαν με ακρίβεια τους άτλαντες των νεφών, τα σχήματά τους και άλλα παράδοξα που κρατούν περισσότερο από τη ζωή μας. Έσερναν στην πλατεία τους ανυποψίαστους, παίρναν τις γυναίκες και σήκωναν σκόνη σαν μεσημέρια. Έλεγες τέτοιος κουρνιαχτός είναι πόλεμος ή στρόβιλος και κανείς δεν θα σωθεί. Άλλοι γυμνοί, άλλοι με τα πάθη τους έκθετα, γδέρναν τον ουρανό, ήταν ως μέσα στα χωράφια, τρώγαν τους καρπούς και τα γεννήματα. 
Και ένας ένας οι ποιητές ή όσοι νιώθουν μυστικά τον αδιόρατο πια σφυγμό του κόσμου, όσοι θυμούνται τους παλμούς και τις ευεργεσίες με σπασμένα σώματα περιφέρονται, αυτόχειρες στους δρόμους της πολίχνης. Λεν πως κάποιοι μ’ όνομα δρεπάνι, κλέψαν για πάντα εκείνα τα πλοία και πως ποτέ δεν θα βρούμε τις γυναίκες, τα παιδιά, τις μέρες του μέλλοντος. Γελούν τρανταχτά, όλα πλαστά πάνω στα φορέματά τους. Και οι λίθοι και η πίστη και οι φιλοφρονήσεις, πλαστές, πώς σωριάζονται στ’ αρχαία χνάρια τα πολιτεύματα και ο κόσμος που ξοδεύτηκε τόσα χρόνια σ’ ερμηνείες. Οι καιροί που όλο αλλάζουν. Μόνον οι ποιητές, όσοι επιζήσουν βεβαίως, κατέχουν τον τρόπο, τη μέθοδο ας πούμε του ωραίου. Την υγεία του έρωτα, την ευλογία της μέρας και τα πάθη μας ακόμα εκείνοι τα γνωρίζουν. Έχουν δει κάτι από τα μεγάλα βιβλία των εξομολογήσεων, τα ίδια εκείνα που κρύβουν σε κρύπτες πλάι στα ποτάμια ή στα πολύ ορεινά. Οι ποιητές, οι επιζήσαντες, κηρύττουν στην πόλη, πύρινος ο λόγος τους. Ακόμη το πλήθος  που κάποτε θα διαψεύσει τους φιλοσόφους. Ιδού λοιπόν η  πόλη του μέλλοντος. Των ποιητών και του μέλλοντος. Στάχτη οι αργυραμοιβοί, οι σωματέμποροι, όλοι οι αγύρτες στους σταθμούς των τραίνων και τους πομπούς. Στάχτη ακόμη τα γένη των κηφήνων, όσοι φέρουν τα ονόματα δρεπάνια και οι ακολουθίες. Μόνον οι ποιητές, μόνον εκείνοι, όσοι βεβαίως σωθούν μπορούν να ιστορήσουν το μύθο του Σάτυρου, μπορούν ακόμα να εννοήσουν τον τρόπο με τον οποίο αυτός προσδιορίζεται, τη διάδοσή του. Μόνον ποιητές γνωρίζουν πως είναι ένας έφηβος, ένας που αναπολεί όσα η ψυχή ζήτησε. Ένας που κρατιέται από τη φύση και την καρδιά. Η ερημιά του κοιμισμένου Λυγκός είναι η αιτία της λύπης του ή πάλι που λησμόνησαν τ’ όνομα και τη γραφή του. Μοιάζει λένε οι ποιητές με τον Μύρωνα. Έτσι λένε. Πως θυμίζει κάποιον που γράφει σονέτα και πως ο κόσμος φλέγεται μονίμως στο ρυθμό του. Τα τραγούδια και τα ποιήματα είναι πάντα θεραπείες. Δεν έχουν δίκιο.
Οι ποιητές, λοιπόν, όσοι επιζούν, με την αντοχή τους μετρημένη, κρατούν αναλλοίωτο το αίσθημα μιας ελεύθερης ζωής. Κόντρα στους καιρούς γράφουν τα ονόματά και την καταγωγή τους, πέφτουν στο φως και απελπίζονται. Τα γυμνάσματά τους δραματικά, με την ιδιότητα της αφορμής. Τα ονόματά τους αιρετικά, βγαλμένα από θανάτους ετρουσκικούς. Η ορθογραφία τους διαρρηγμένη, λησμο-νημένη εδώ και αιώνες. Η αντοχή τους μετρημένη. Και να γελούν σαν τους γενναίους. 
Σας είπα. Μιλούσε μ’ όλο του το δέρμα, σαν από θυμό.

Απόστολος Θηβαίος.