«Θέλουν να σας κάνουν καλά. Αλλοίμονο, εκεί φτάνει ο παραλογισμός των λογικών. Καλά, δηλαδή να γυρίσετε πίσω, έξω στην τέφρινη πραγματικότητα, να ξαναδήτε πίσω με την κρίσι του ακέραιου μυαλού την πιο αβάσταχτη, την πιο αρμολογημένη αλλόφρονη λογική της ζωής που σκοτώνει την ανθρώπινη καρδιά. [...] Μα τι θα βάλετε στη θέση του οράματος εσείς οι λογικοί; [...] Καλοπροαίρετοι γιατροί μου, αν επιμένετε να με γιατρέψετε από κάτι, γιατρέψτε με από την λογική».

Ρώμος Φιλύρας από το δρομοκαΐτειο

Πέρα βρέχει

 
 
Τα θερμοκήπια
Ανθίσανε
Μετά το 70.
Κηπουροί ειδήμονες
Είπαν
Εξ ανάγκης αστικής.
Λογοτεχνικολόγοι, κριτικοί
Και συνάμα λογιστές
Και συνάμα υβριστές
Των περιχαρακωμένων.
Στο μεταβολισμό τους
Αναπόσπαστων.
 
Πέρα βρέχει…
Για τ’ αγριόχορτα.
 
 
Γιώργος Πρίμπας.

Είδα

   Μέσα στο φως της Ορεστιάδας


Το λευκό λουλούδι της αγριοκαροτιάς
Ένα έργο τόσο φυσικό τόσο ολοκληρωμένο
Μέσα στο φως της Ορεστιάδας
Όσο κι αυτό το γινωμένο φιλί
Σέρνεται, αλλά ποτέ δεν φθείρεται
Στην άκρη του λυγμού
Εκεί ακριβώς που οι κνήμες
Έχουν αρχίσει να λιώνουν από το τρέξιμο
Από τις απορίες, τις φασαρίες
Ένα πέλμα, δύο πέλματα ιερά και τρύπια
Στους πέντε δρόμους

                           *

                   Με τρομερή φόρα


Τα κομπάκια του πυράκανθου
Ένα ελάχιστο δείγμα αρετής και σύνεσης
Μέσα στο χάος της γέννησης
Της απώλειας και της ενοχής
Ίσως των θεών τα δώρα ίχνη
Στα ράμφη των πουλιών
Που τα καταπίνουν τώρα και πάντα
Με τρομερή φόρα
Τι να προλάβει το μάτι
Πείνα του όρθρου και της Πούλιας είναι αυτή.


                      *
                         Απόσπασμα εγκωμίου


...κουφάγκαθα, παντού
Σαν αποτυχημένες εκκλήσεις βοήθειας,
Εξόριστοι στις στέπες
Υποσχέσεις αμεροληψίας του θανάτου
Εξόριστοι μετανοιωμένοι κι άδολοι πλέον
Στις ερήμους των σωμάτων
Η μονοτονία της έλλειψης
Οι χάρτες των ελλειμμάτων
Ό,  τι κι αν αγγίξουμε όμως θα στάζει
Πόθο...

                               *

                    Το χαμηλότερο μεροκάματο

Συμπυκνώνουν την πείρα των βροχών
Καθώς γονατίζουν στον κάμπο
Τα όνειρά μας αυτή την ώρα
Η έλευση είναι ;
Το μυστήριο της φωτοσύνθεσης;

Μέσα στα αυλάκια
Στις χαράδρες του Νου
Ένα πανωσήκωμα κουράγιο
  
                                           *

                                  Η καλή σοδειά
       
Είναι τα κοτσύφια
Αποτρελαμένα  πλέον για τα μυστικά των καρπών
Τρέμουν από έξαψη τρύγου
Δεν λογαριάζουν τίποτε άλλο πάρεξ
Δόσιμο φτερών
                                                   
                                                                 *

                                                Το μισητό σύμπαν

Καταλαβαίνεις, ως εδώ ήταν
Το ταξίδι σου, σφαίρα.
Η υστερία της φωτιάς στα μάτια.
Κοτσινοπούπουφο ή κοτσινολαίμη
Του Κωστάκη του Καρυωτάκη
Να σε λέω στο κενοτάφιο της σελίδας;
Ένα λαμπρό παρόν
Σκοτοδίνη ανίατη
Κι έρχονται κι άλλα πολλά σύννεφα
Βαριοπούλες να μας πάρουν και να μας σηκώσουν
Σε υδρατμούς κι αιθάλη της επαρχίας
Της πρωτεύουσας  λαβύρινθος καμάρι
Υπερηφάνεια των παγωμένων μας χαδιών
                                                         




                                                               *
                                                  Το διάδημα

καθώς γύρισε σελίδα στη ζωή του
αντίκρισε τα σφαγμένα κριάρια
άλλο ένα φλογισμένο πανηγύρι των μουσουλμάνων
πίστεψε για μια στιγμή ότι είχε βρεθεί σε λάθος επεισόδιο
αναζήτησε την έξοδο κινδύνου
αλλά απλώς στεκόταν εκεί
ένα δευτερόλεπτο προτού αρχίσει η πτώση
χωρίς φρένα,
χωρίς αέρα και νοσταλγία
μόνο χολή
                                                                 *

  Γιώργος Βέης
  Μέσα Δεκεμβρίου 2012

Νυχτερινό δρομολόγιο

                                             Στη Σοφία Σεραφειμίδη

Μπροστά μου ξεδιπλώνεται σαν μοίρα ή προφητεία
το σκηνικό: Το τρόλεϊ μ΄ανθρώπους διχασμένους,
γεμάτη ανθρωπομηχανές βουλιάζει η πλατεία,
παγκάκια που υποφέρουνε τους μισοπεθαμένους.

Βλέπω απ' τον καθρέφτη μου τα φώτα σαν θηρία,
τους σκοτεινούς, αμίλητους με το κορμί στην πλάτη.
''Πόσο άραγε από ψυχή μας παίρνει η εφορία;
Ποιός δεν απέκτησε ποτέ το ρόλο του πελάτη;

Που ΄ναι γραμμένο ο άνθρωπος θα πρέπει να ΄ναι δούλος;
Σε ποιού Θεού επίσημο και ιερό κιτάπι;
Που 'ναι γραμμένος άπατρις, φτωχός, ανάξιος μούλος;''...
Έκλεισε κι άλλο μαγαζί με τ' όνομα ''Η αγάπη''.

Πιο παραπέρα στάθηκα για λίγο στο φανάρι,
ψύχος η κλούβα δίπλα μου και οι πεντέξι μπάτσοι.
Πάλι επάνω κοίταξα... δεν είδα το φεγγάρι!
''Πού θα μου πάει;'' σκέφτομαι ''Μια νύχτα θα μου κάτσει''.


Κώστας Σφενδουράκης

Σφαίρα

Εκούσια ταγμένοι
Στους ορισμούς
Που μας πληγώνουν.

Φθαρτές λεπτομέρειες
Στην υπηρεσία των κερμάτων.

Επί του ανάγλυφου
Φαινόμενα:
Εμείς,
Τα της νύχτας, τα της μέρας
της αυγής και της εσπέρας.

Το πρόθεμα ευχή
Το κοινό
Απεμπολήθηκε.

Εκ των ηθών
Στα ηλεκτρομαγνητικά πεδία
Στα ωράρια
Στις πληναντήσεις
Α-σημαινόμενο.


Γιώργος Πρίμπας



Το ερημονήσι


Γεια σου Απρίλη γεια σου Μάρτη
και πικρή Σαρακοστή

Βάζω πλώρη και κατάρτι
και γυρεύω ένα νησί
που δε βρίσκεται στο χάρτη


Το κρατάνε στον αέρα

τέσσερα χρυσά πουλιά
Δε γνωρίζεις εκεί πέρα

ούτε κλέφτη ούτε φονιά
ούτε μάνα και πατέρα


Τα λουλούδια μεγαλώνουν
κάθε νύχτα τρεις οργιές

Τις ακρογιαλιές ισκιώνουν

και τα δέντρα στις πλαγιές
σαν καβούρια σκαρφαλώνουν


Μες στης ερημιάς τ' αγέρι

όλ' αγιάζουνε μεμιάς
Πιάνεις του Θεού το χέρι

και στα κύματα ακουμπάς

σαν αγριοπεριστέρι


Γεια σας έχτρες γεια σας μίση

και γινάτι καθενός
Άμα βρεις το ερημονήσι

όλα τ' άλλα είναι καπνός
Μια φορά να το 'χεις ζήσει.


Οδυσσέας Ελύτης

Στον φάρο

                               Απ' το "Εγχειρίδιο για Ερωτευμένους"



Και να, πού μ' έφερε η εσχάτη απελπισία!
Τα σαλεμένα φρένα μού είπαν να σε πάρω
-- πάντα της πράξης προηγείται η φαντασία --
μαζί μου απόψε -- ερημιά, νύχτα -- στον φάρο.

Σε βλέπω μπρος μου μες στο μαύρο φόρεμά σου
ψυχρή σαν μέταλλο, αγέρωχη, κι απλώνω
γυμνό τον πόνο να ντυθεί τ' αγκάλιασμά σου,
λες κι έχω απλώσει τα δυο χέρια μου για φόνο!
Σ' αγγίζω, τρέμεις, τρέμω, τρέμουμε απ' τον πόθο
δειλά, όπως γέρνουν τα καλάμια όταν φυσάει
πάνω απ' την λίμνη, τα ματόκλαδά σου νιώθω
στο πρόσωπό μου σαν μετάξι που μεθάει.
Σκίζω τα χείλη σου, η γλώσσα μου άγριο χέλι
μες απ' τα δόντια σου ρουφάει την ψυχή σου.
( Πάνω απ' το κάστρο το φεγγάρι ανατέλλει. . . )
Σκάβω τα σπλάχνα σου και λες: «Είμαι δική σου...
κράτα με... σφίξε με...». Βογκάς κι εγώ σπαράζω...
Πονάς... συστρέφεσαι... Τα νύχια σου στην πλάτη
μου μπήγεις... Ξέσπασε ο αφρός -- αίματα στάζω --
σπέρμα φωτιά, που καίει τα φύκια, σπάει τ' αλάτι!
Γέρνεις στο στήθος μου μετά λαχανιασμένη,
κλαις τρυφερά και ψιθυρίζεις τ' όνομά μου.
Σαν μια θηλιά απ' τον λαιμό μου κρεμασμένη
το στόμα ανοίγεις για να πιεις το φίλημά μου.
Και πίνεις... πίνεις τα φιλιά... Τα δάκρυα πίνεις...
«Κράτα με... σφίξε με ξανά ...» μου λες. Αχ, μίλα...
Μέσα σου μπαίνω... Κι όλη νύχτα ανάβεις... σβήνεις...
γιομάτη γλύκα... φως... σκοτάδι... ανατριχίλα!

Κι εκεί, στην τέλεια ηδονή -- στον οργασμό σου --
«Πεθαίνω... χάνομαι...» μου λες «κι εσύ μαζί μου...»
Μαζί σου, αγάπη μου... ( Βυθίζω στο λαιμό σου
μια το μαχαίρι κι άλλη μια μες στο κορμί μου! )

Τ' άλλο πρωί, κάτι ψαράδες θα μας βρούνε
αγκαλιασμένους να φιλιόμαστε στο στόμα...
«Είναι νεκροί εδώ και ώρα...» έτσι θα πούνε,
αντί να πουν πως αγαπιόμαστε ακόμα!

Πάντα της πράξης προηγείται η φαντασία!
Τα σαλεμένα φρένα μού είπαν να σε πάρω
μαζί μου απόψε -- ερημιά, νύχτα -- στον φάρο.
Να, πού με έφερε η εσχάτη απελπισία!


Δημήτρης Ε. Σολδάτος

Χημεία

 Εντός των συστατικών στοιχείων μας ,
- μονάδα και πλήθος!
είδα το σύμπλεγμα των σκυλάδικων χαρακτήρων να ανυψώνονται
όπως σαμοθρακιώτισσες Νίκες,
πολύ εκλεπτυσμένες , πολύ αισθητικές.
Στεφανωμένες με ριπές γαρυφάλλων ,
το μικρό ξύλο της κανέλας ,ένα κλαδί μπαχαρικής ειρήνης
σαν στέμμα στην κεφαλή μίας φοβερής έκπτωσης στρεβλού ήθους.
Η ηθική είναι ένα στοιχείο συστατικό που παρασιτεί επάνω στα ικριώματα
του προσωπικού κτίσματος ως σωφροσύνη και ως αγία ορθότητα.
Αφήνει φολίδες δειλίας ,λεκέδες τρόμου,
 κάτι ζιζάνια αφλογιστίας που ορίζουν κιγκλιδώματα
και βαπτίζουν ευνούχους εαυτούς.

Σ' είδα σατράπισσα να λιώνεις όπως ένας δανδής σε πλήρη αντίφαση με το monocle του
ανάμεσα σε χαμίνια των δρόμων , που ήταν ολόλαμπροι κολοσσοί υγιούς θράσους,
με μία γνώση κι ένα κηρύκειο , με μία σοφία ζέουσα που δεν καταχωρείται σε κιτάπια.
Σ' είδα να λιώνεις μέσα στους ναούς ως Κυρία , ως Νόμος.
Σ' είδα να φτιασιδώνεσαι μαζί με τους αυλικούς σου ,
κάτω απ' τις σαλιάρες αζαλέες και να στάζουν στην ποδιά σου
τα πτύελα όλο χολή.

Το ευαγγέλιο σου που ξεπάστρεψε τις γενιές,
 συφιλιδικό καθώς είναι ,
χάνει την τελευταία ρανίδα σάπιου κρέατος του ,
την ώρα που στα πιο άδηλα βάθη των συστατικών στοιχείων
της μονάδος και του πλήθους,
συμβαίνουν τα αποκαλυπτήρια των πόθων χωρίς φόβο κι όλο πάθος.

Μπασκίνες αυτής της ξερακιανής πολιτείας ,
βδέλλες σε τηλεγραφόξυλο πτώμα,
οι λαχτάρες των θεμελιωδών στοιχείων για Υγεία
θα σας αποβάλλουν ως περιττώματα αμέμπτου ασφαλώς ηθικής
ήτοι εκφυλισμένης συνθήκης υγιεινής.


Ντόρα Βλάσση

Συνταγή της εξουσίας

Μετρώντας ψήφους αραχτοί,
η εξουσία μια αρπαχτή,
με τρόπο πονηρό και ρέκλα...
Δεν θέλει κόπο η καρέκλα.

Καθένας απ' αυτούς λακές
αν και δεν είναι επαρκές
με το ταλέντο του ετούτο
να κατακτά δόξα και πλούτο.

Θέλει ακριβό βιογραφικό,
ύφος οικείο, αδελφικό,
θέλει καταγωγή από τζάκι
χρήμα να τρέχει απ' το μπατζάκι.

Θέλει να βάζει στο μπλα μπλα
λόγια δυσνόητα μα απλά,
να πείθονται κάτω τα πλήθη
και να βυθίζονται στη λήθη.

Να' χει τη λύση στα σκαριά
παθιάρικα με σιγουριά
κι όταν δεν πιάνονται οι στόχοι
να πείθει "ναι" πως είναι το "όχι" .

Μα πάνω απ' όλα πρέπει να
έχει θεό το Μαμωνά
υπηρετώντας του το χόμπι
να κάνει τους ανθρώπους ζόμπι...


Κώστας Σφενδουράκης

Στης βουλής το καφενείο.

Ρήξη ετοιμάζει ο Λοβέρδος
και σωτηρία ο Σαμαράς.
με τον Αλέξη μέγα κέρδος
θα αποκομίσει ο φουκαράς.

Λαού φωνή είν’ η Αλέκα
Έθνους πυγμή η Χρυσή Αυγή...
Ο Μπένι πριν από τον Πρέκα
σε ένα παράθυρο θα βγει.

«Το πνεύμα του Έλληνα δαιμόνιο
Είν’ αλεπού, καταφερτζής
και θα την κάνει απ’ το μνημόνιο

με υπομονή δουλειά και ρίσκο…»
Λέει της βουλής ο καφετζής
στον θείο του τον υπουργίσκο.

Στα μάτια του Έλληνα είναι σέξι
σαν περιζήτητος γαμπρός
με τους μισθούς τους δεκαέξι…

Κι αυτός κι εκείνοι και οι άλλοι
κι όσοι του λένε τράβα εμπρός
ενώ του παίρνουν το κεφάλι.


Κώστας Σφενδουράκης