«Θέλουν να σας κάνουν καλά. Αλλοίμονο, εκεί φτάνει ο παραλογισμός των λογικών. Καλά, δηλαδή να γυρίσετε πίσω, έξω στην τέφρινη πραγματικότητα, να ξαναδήτε πίσω με την κρίσι του ακέραιου μυαλού την πιο αβάσταχτη, την πιο αρμολογημένη αλλόφρονη λογική της ζωής που σκοτώνει την ανθρώπινη καρδιά. [...] Μα τι θα βάλετε στη θέση του οράματος εσείς οι λογικοί; [...] Καλοπροαίρετοι γιατροί μου, αν επιμένετε να με γιατρέψετε από κάτι, γιατρέψτε με από την λογική».

Ρώμος Φιλύρας από το δρομοκαΐτειο

Άτιτλο του Βαλάντη Βορδού

Σπασμένα ποτά,σπασμένα μπουκάλια

στις άκρες των ματιών μου ακροβατούν

σπασμένη η πρέζα των ονείρων,μου

'χει κάνει τις φλέβες μπουρδέλο

που μπαινοβγαίνουν φτηνές γυναίκες

όλο απόγνωση γιατί ίσως έχασαν αυτό

που ποτέ δεν τους δόθηκε,γιατί

ίσως πέρασε πολύς καιρός που

κάποτε αγαπήθηκαν,που είχαν κάτι

να κρατηθούν και ας ήταν ένα σύννεφο

με παντελόνια ή χωρίς.

Σπασμένα ποιήματα

μέσα σ'άλλα ποιήματα,σκόρπιες λέξεις

χωρίς συνοχή

έχω τελειώσει ήδη,απ'το βρεγμένο ταβάνι

χαζεύω την αράχνη,υπάρχει μια διαφορά μεταξύ μας

εγώ δεν υφαίνω τίποτα εδώ και καιρό,

η έλξη των ετερωνύμων μ'έχει κάνει

να την συμπαθώ

έτσι που αν δεν την δω μια μέρα

νιώθω ένα σφίξιμο στο στομάχι,

οι λέξεις σκέφτομαι,τα παιδιά

με τα κάρβουνα στα μάτια,τα λόγια,

τα άλογα,τα μαύρα κατσίκια του μυαλού μου,

τα λογάκια τα χαριτωμένα

και τ'άλλα τα βαρύγδουπα σαν πόρτα κάστρου

των ποιητών

εγώ θα επιμένω να μπαίνω απ'το παράθυρο

για να σας στη σπάω

γιατί δεν είμαι ποιητής.

Στο άγονο τοπίο του 11 σωτηρίου εν χριστώ έτους

σαν δορυφόρος που έσπασε και έπεσε

ριγμένος στην αχαρτογράφητη έρημο της οδύνης είμαι

φωτογραφίζοντας το κενό στη λεωφόρο των ποιητών

που αγάπησα.

Γιατί γυρίζοντας μια στιγμή το βλέμμα πίσω

από 'κει που επιστρέφω

βλέπω αστέρια πεταμένα

πάνω σε σκουριασμένες λαμαρίνες...


Βαλάντης Βορδός

Στην γυάλα

Ποιες προσδοκίες ποια σχέδια μεγάλα;
είσαστε ψάρια απλώς κολυμπήστε...
έτσι κι αλλιώς δεν θα βγείτε απ' την γυάλα
μέσα ασφαλείς, σε μικρόκοσμο είστε.

Λίγη τροφή και αλλάζει η πορεία
στην κορυφή με ορθάνοιχτο στόμα
από την πείνα, από την απορία
αν είστε άξιοι να τρώτε ακόμα.

Πάνω απ' την γυάλα του αφέντη το μάτι
τον διασκεδάζετε, σας επιβλέπει
γύρω απ' την γυάλα λιγούρια, οι γάτοι
να τους πετάξει από σας κάνα λέπι.

Ποιος θα αρνηθεί, θα προτάξει το "όχι" ;
ψαράκι είναι δεν είναι χαϊβάνι
ξέρει μετά θα τον πιάσει η απόχη
για να τον ρίξει γυμνό στο τηγάνι.

Ποιος από σας την κατάντια του κλαίει;
κανείς δεν είδε να κλαίει ένα ψάρι...
πως είναι δόλωμα ό,τι επιπλέει
ποιος από σας το 'χει πάρει χαμπάρι;


(στον σύντροφο ημεδαπό εξόριστο Δημήτρη Τριανταφυλλίδη)

Κώστας Σφενδουράκης

Πορτρέτο

Το κρανίο αδειανό
οι οφθαλμοί είναι μεστοί
απληστία κενό
μια εικόνα πλαστή.

Στο κορμί το γυμνό
που κινεί μια κλωστή
υλικό ταπεινό
μαριονέτα σωστή.

Σάπιου κόσμου πιστός
προσκυνάει μα δεν
κι ας νομίζει ότι ζει...

Δεν το ξέρει, φτυστός
είναι με το μηδέν
κι η ψυχή του μαζί.


Κώστας Σφενδουράκης

Ακινησία

Ακούνητοι εδώ προσδοκώντας τη μοίρα
η σκέψη πως ζουν είναι μια αυταπάτη
μια θάλασσα ο κόσμος γεμάτη αλμύρα
και σκλάβοι αυτοί να μαζεύουν αλάτι.

Ακούνητοι ναι, της ζωής οι προδότες
εντάξανε μες στον ιερό της αγώνα
παιδιά να μετέχουν οιονεί αιμοδότες
να κλαίνε μονάχα από τα δακρυγόνα.

Ακούνητα δίχως φωνή ανθρωπάκια
και πέρα μακριά σταματάει το βλέμμα
σ' ορίζοντα που 'ναι θολός απ' το ψέμα.

Θολός από ισχνά σκονισμένα φωτάκια
ζωής που αργοσβήνει στο τώρα σημάδια
ακούνητοι, ακούνητα όλα και άδεια...



Κώστας Σφενδουράκης

Αέναη μαθητεία

Ανοίγουν στόματα πατέρων
να εμφυσήσουν στα παιδιά
πνεύμα ζωής, λέξεις κλειδιά
"τρύπωσε", "λάδωσε", "συμφέρον".

Η Αδελφότητα των γέρων
την παιδική τους την καρδιά
τη νανουρίζει στη ποδιά
υπό την λάμψη fake αστέρων.

Ανυποψίαστες μητέρες
έχουνε θρέψει τις γενιές
να υποδεχτούν αυτές τις μέρες...

Κρούση προγόνων απογόνων
σε ένα σμίλευμα διαρκές
για τον αιώνα των αιώνων.


Κώστας Σφενδουράκης

Εξομολόγηση στη σκιά μου

Κάθομαι κάτω από μια γυαλιστερή παρέα από σύννεφα ενώ

το μετρό περνά αφήνοντας από το στόμα του εκατοντάδες ανθρώπους.

Περιμένω την βροχή.

Μαζί με την αναμονή της έρχονται συναισθήματα κορυφωτικά

με μια φυσική αναδίπλωση στην ανθρώπινη μου αντίληψη.

Έρχονται στιγμές που νοιάζομαι για τον άνθρωπο με διάθεση απόλυτη

με νοιάζει το άγνωστο παιδί σε ένα υπόγειο

ή κείνο που παίζει απορημένα με ένα νεο παιχνίδι.

Εγώ είχα παιχνίδια δανεικά, καμμία σημασία όμως δεν έχει γιατί φριχτά τα αγάπησα.

Πάντα διέθετα αισθητήρες στα κόκκινα μπαλόνια.

Μπορούσα εύκολα δηλαδή να διώξω την φριχτή πραγματικότητα και να μπώ σε αυτήν που ήθελα εγώ.

Με ένοιαζε που για όλα τα κακά έφταιγα εγώ, συνέπεια ενός περιβάλλοντος ανώριμου.

Έφταιγε κι η γκρίνια που φέρνει η φτώχια, τα νιάτα των γονιών που πάλευαν να μην ξοδιαστούν.

Είχα όμως τύχη καλή. Γενναίοι φίλοι μου στην φτωχογειτονιά μου φόρεσαν ασπίδα της αγάπης.

Πόσο θολό είναι το τοπίο σαν αυτή δεν την έχεις ή νομίζεις δεν σου χρειάζεται...

Το σχολείο ήταν το κοιμητήριο των αισθήσεων, έτσι το βλεπα από τον χάρακα μιας δασκάλας.

Αυτός ο χάρακας μου έμαθε πως ή θα κλάψω ή θα κρατήσω μια περηφάνεια.

Κι έκλαιγα μόνο στο σπίτι.

Με λύσσα κράτησα την περηφάνεια. Αυτή δεν είναι μια περσόνα που κρατά βεντάλια και ζητά να την προσέξεις.

Είναι το ακέραιο καταφύγιο της κατοίκησης στα ψηλά κλαδιά.

Και να μένεις ίδιος κι ακλόνητος στην ομορφιά που θες να ορίσεις για κατοικία...

Η μητέρα μου με πήγαινε σε σπίτια πλούσια.

Δούλευε με τα παιδιά τους κρατώντας τα.

Σαν λίγο μεγαλύτερη τους έπαιζα κουκλοθέατρο.

Έφτιαχνα ρόλους και λέξεις να τους παρασύρω μακριά από την παιδική πλήξη.

Λάτρευα τα βιβλία και το θέατρο.

Από εκεί έφτιαχνα τα δικά μου πειρατικά ορμητήρια βρίσκοντας εμπνεύσεις.

Ξαπόστελνα την κακία και την ζήλια δίνοντας την σε ρόλους καθαρίζοντας το χώμα μου.

Ανέβαινα σε μια καρέκλα και έπαιζα φορώντας ρούχα της μαμάς μου.

Σάλιωνα τα κραγιόνια τα ξύλινα και με έβαφα.

Κόκκινο του πολέμου ή του ηλιοβασιλέματος..

Από τότε έχω μια ευγνωμοσύνη μέσα μου για τα πράγματα.

Τους ανθρώπους. Κι ας παραπονιέμαι πολλές φορές δίχως συστολή.

Ότι συμβαίνει είναι το μπόλιασμα. Η ανακάλυψη. Η μάθηση. Η κοινωνική παιδεία.

Εντάξει δεν έχει πάντα γέλια και χαρές, μάλλον περισσότερα τα δάκρυα.

όμως κάπως έτσι αφυπνίζεσαι.

Μαθαίνεις όχι άκοπα με ποιους θα πας και ποιούς θα αφήσεις...

Αυτό που δεν θέλω να χάσω είναι αυτή η ευγνωμοσύνη μου στα πράγματα.

Την θέα της αρμονίας και της δικαιοσύνης..

Στα πάντα.

Κι ότι βλέπω τώρα στα παιδικά μάτια είναι λύπη και αγωνία.

Γιατί ξέρουν να διαβάζουν τον γονιό και τις κοινωνίες.

Πιο πολύ από τον σοφό ή τον ποιητή, είναι που δεν έχουν δεύτερες σκέψεις..

Κι αυτό τρέμω, την ύπαρξη της δεύτερης σκέψης. Που φυσικά γίνεται, απλά δεν υπάρχει μεγάλη διάρκεια..

Είμαι εδώ, πάνω από το στόμιο της αβύσσου που λέγεται άγνωστο.

Πάνω από κρατήρες θανάτου που κάποτε με αγγίζει σαν σκέψη..

Φοβάμαι. Ότι παραμύθια να σκεφτώ τον φοβάμαι.

Να προλάβω θέλω ακόμη κι άλλα.

Ανεξόφλητα όνειρα.

Πιο πολύ όμως φοβάμαι μην σταματήσω να αισθάνομαι.

Να σκέφτομαι.

Να αγαπάω.

Το μετρό συνεχίζει να ξερνάει κόσμο από το στόμα του.

Φιγούρες τρομαγμένες, σκεφτικές.

Υπομονετικοί ήρωες, ξεκάθαρο.

Ας έχουμε τουλάχιστον ό ένας τον άλλο.

Όπως τα ζώα στις αγέλες.

Κι ας μυρίζουνε το αίμα. Υπάρχει η στιγμή που το ένα γλύφει ευχαριστημένο το άλλο τιθασεύοντας το άγριο ένστικτο.

Ας χαϊδέψουμε τους φόβους μας κρατώντας τις βελουδένιες πατουσιές των γατιών.

Ένα δάκρυ όταν σμίγει με το άλλο γίνεται ποτάμι.

Το ποτάμι κάποτε έχει δύναμη να καθαρίσει το άδικο.

Και κάποτε έχει και ένα μέγιστο αποτέλεσμα στα πράγματα...

Σύννεφα από πάνω μου, ρίξε βροχή το δάκρυ σου να πλύνεις την βρώμικη μου πόλη

Η πόλη μου γέρασε πια. Κι όμως! Δεν ξέχασε πως υπήρξε και σαν έφηβος...


Πόπη Συνοδινού

Φύγε ρε...

Φύγε ρε πούστη απ' την ζωή μου
με κυνηγάς εδώ και χρόνια
πας να ρουφήξεις την πνοή μου,
δέσε μου πρώτα τα κορδόνια...

Δεν είσαι άξιος να το κάνεις
μα μου την φέρνεις από πίσω
στο στόμα μου μιαν άκρη κάννης
να μη μπορώ ούτε να μιλήσω.

Φύγε ρε πούστη απ' την παράγκα
θησαύρισες νταβατζιλίκι
βάλε στον κώλο σου τα φράγκα
να κι από μένα χαρτζιλίκι.

Φύγε ρε πούστη δε σε θέλω...
κυκλοφορείς έξω στα πάρκα,
μαύρα γυαλιά γυρτό καπέλο
δίχως ψυχή μονάχα σάρκα.

Φύγε ρε πούστη! μα εσύ μένεις
μέσα στα κύτταρα του κόσμου
καρκίνωμα της οικουμένης...
είσαι ο αργός ο θάνατός μου!


Κώστας Σφενδουράκης

Καθὼς

Πορεύεται
ἡ ἀκινησία στὴ δύση της
Ἡ σελήνη καθώς, σ’ ἀνατολή,
πορεύεται.

Γεννιέται
ἡ σύζευξη στὸ στίχο της
Τὸ πόνημα καθώς, μ’ ὠδίνες,
γεννιέται.

Πίνεται
ἡ μέθη στὴν ὑγειά της
Ὁ οἶνος καθώς, ἐν εὐθυμίᾳ,
πίνεται.

Πάλλεται
ἡ ψυχὴ στὴ λύτρωσή της
Τὸ κορμὶ καθώς, ἀπὸ ἔρωτα,
πάλλεται.

Φύεται
ἡ ζωὴ στὸν κύκλο της
Ὁ σπόρος καθώς, στὸν ὑφήλιο κόσμο,
φύεται.

Καίγεται
ἡ μετάβασή μας στὸ ἐπερχόμενο
Τὸ κυπαρίσσι καθώς, μὲ πρόθεση,
καίγεται.

Μετουσιώνεται
ἡ γραφὴ σὲ ἄκουσμα
Ὁ πιανίστας καθώς, σὲ δημιουργό,
μετουσιώνεται.

Δίνεται
χῶρος στὴν ἐλπίδα
Ἡ ἀγάπη καθώς, ἀν-ανερμάτιστα
δίνεται.

Προτάσσεται
ἡ ἀντίθεση στὴν ἐξ-ουσία
Ὁ πόθος καθώς, γιὰ ζωή,
προτάσσεται.

Φυλάσσεται
ἀπέθαντη ἡ μνήμη τῶν στιγμῶν
Ἕνα γράμμα καθώς, μὲ ἱερότητα,
φυλάσσεται.

Διαμορφώνεται
στὸ νοῦ τὸ ποίημα
Ἡ ἐντύπωσή του καθώς, ἀπὸ τὴ φαντασία,
διαμορφώνεται.

Ἀποδομεῖται
τὸ ἀν-αυθύπαρκτο τοῦ κόσμου
Τὸ σκοπούμενο καθώς, ἐντός μου,
ἀποδομεῖται.

Κρούεται
τὸ χοροστάσι ἐν χορῷ
Τὸ ταμποῦρο καθώς, μὲ ρυθμὸ καὶ πάθος,
κρούεται.

Ξεβράζεται
τὸ ποίημα στὸ χαρτὶ
Τὸ ἐκτὸς καθώς, ἀπὸ ἐντός,
ξεβράζεται.

Τρέφεται
ὁ λύκος ἀπὸ τὸ ζαρκάδι
Ἕνα ὄρνιο καθώς, ἀπὸ πτῶμα λύκου,
τρέφεται.

Παίζεται
τὸ παιχνίδι στὶς ματιὲς
Τοῦ ἔρωτα καθώς, τὸ ποθούμενο,
παίζεται.

Ἐκλέγεται
τῶν ἀποφάσεων ἡ ἐλεημοσύνη
Τῶν κοινῶν καθώς, ἡ ἀντιπροσώπευση,
ἐκλέγεται.

Χάνεται
τῶν ἐπιμέρους ἡ ζωὴ
Στὴν οἴησή του καθώς, ὁ ἄνθρωπος,
χάνεται.

Προσεγγίζεται
τὸ γίγνεσθαι τοῦ κόσμου
Ἀπὸ τὴ φαντασία καθώς, ὁ λόγος,
προσεγγίζεται.

Διαβρέχεται
τοῦ ἀγρότη τὸ μειδίαμα
Τῆς γῆς καθώς, τὸ χῶμα,
διαβρέχεται.

Ὑποδύεται
ἑαυτοὺς κι ἑαυτὸν
Τὸ ρόλο του καθώς, ὁ ἠθοποιός,
ὑποδύεται.

Διασχίζεται
ἀπὸ μιὰ ἔξαρση ζωῆς
Ἡ ἔρημος καθώς, ἀπὸ τὸν ποταμό,
διασχίζεται.

Ἀγγίζεται
τῶν αἰσθήσεων τὸ ξύπνημα
Τῆς ἐρωμένης καθώς, τὸ κορμί,
ἀγγίζεται.

Ἀκούγεται
μιᾶς κιθάρας ἡ μελωδία
Μιᾶς μπαλάντας καθώς, τὸ ἱστόρημα,
ἀκούγεται.


Γιώργος Πρίμπας

Η ύλη μόνη

Παίρνω ένα πράγμα και του αλλάζω θέση.
Δεν ξέρω γιατί, ίσως κάτι δεν μ’ αρέσει.
Δευτερόλεπτα μετά
το ύφασμα, το χαρτί
βγάζει έναν ψίθυρο-κραυγή
καθώς αλλάζει στάση η ύλη.
Ο ανεπαίσθητος θόρυβος αυτός
άραγε να εκφράζει δυσφορία
ή ανακούφιση για τη νέα τούτη σχέση
του άψυχου με το άπειρο;
Ή μήπως τον δικό του τόπο
το αντικείμενο νοσταλγεί;
Μια κίνηση μικρούλα τόση δα
μια ματιά, ένας σπινθήρας φως
και νά π’ αναπηδάει ένας μέσα εαυτός
που ελεύθερος κινείται
σ’ ένα αφηρημένο τώρα.
Ακούγεται τότε κάτι σαν ερωτικό μουρμουρητό
ή σαν κλαψούρισμα σκύλου νηστικού...
Έτσι θα κάνει η ύλη μόνη λέω
πριν με βουτήξει μια άλλη η δική μου σιωπή.


Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ

Περσόνα

Ετούτη η περσόνα με το ρούχο το πρόστυχο με φοβίζει

έχει λεκέδες επικίνδυνους, φυλάξου,διαχέονται με σκοπιμότητα,

θέλει με τούτο το προσωπείο το δήθεν διστακτικό να αλλάξει την ροή στα πράγματα,

η ζωή τρέχει έξω απ το σπίτι

ψάχνει στα σκουπίδια να βρεί για σύντροφο,

ψάχνει να βρεί ένα τρυφερό λιβάδι να βοσκήσει.

Κι εσύ ξέχασες τα σανατόρια,

τα ιδρύματα που έκρυβαν πόνο και αγωνία,

τώρα αντίκρυ στέκεις από τον θάνατο των απολαύσεων της σκέψης,

στο μυαλό σου μόνο η επιβίωση, μοιάζει σαν αγέλη παρασυρμένη από το αίμα,

διψασμένη και ανήλιαγη,

πιό άγρια στην όψη από τους δράκους,

μείνε δίπλα μου,

μίλα μου μια γλώσσα που χορεύουν τα ανθρώπινα όντα,

παρέσυρε με πάλι στο ξέφωτο,

δεν ζητώ τίποτε άλλο από το να μην ξεχάσουμε να μιλάμε

να νοιώθουμε τα πράγματα πέραν του φυσικού τέλους.

Η περσόνα φορά βρακί μεταξένιο μαύρο

ίπταται με γενναίες δόσεις σε ιντερλούδιο παρανοικό,

στο ιππευτήριο της εκπαιδεύονται ερπετά αλαζονικά και πομπώδη.

Ιόχρους ο λοφίσκος τρέμει από τα δηλητήρια

σκαλίζει τις ήττες μας τις παλιές και ξύνει τις επιφάνειες,

μην χάσουμε την ευγένεια που βλέπουμε τον βίο μας

την αίσθηση που χρειάζεται να υπάρχει για να ακούμε τον κόσμο γύρω μας,

μικρόκοσμοι ανιχνεύουν τον ένα.

Ο ομηρικός ιππέας τώρα ας φωνάξει,

πρώτος να μπει με κρεσέντο πλάγιο, ο απολιθωμένος κήπος ξυπνάει και φοράει άλλα μάτια,

μην ξεχνάς να μιλάς,

μίλα μου να κάνουμε τον φόβο μας ορμητήριο όπου μαύρα πουλιά θα τον καταπιούν αμάσητο...

Σε περιμένω στην άκρη ενός γυαλισμένου δρόμου,

λάμπει από ασπίδες ασημένιες έτοιμες,

οι δικές σου δαγκάνες μέσα στις δικές μου όμορφα πιασμένες...


Πόπη Συνοδινού

Νιρβάνα

Βγήκα έξω στο μπαλκόνι και κοιτούσα
στο δρόμο πέρα δώθε το μαράζι
ο κόσμος μια σαρανταποδαρούσα
"που πάει αυτή η ζωή και που μας βγάζει;"

τον άλλο μου εαυτό σαν να ρωτούσα
κι εκείνος μου απάντησε όλο νάζι
(με εκείνον χρόνια ερωτοτροπούσα)
"αγάπη μου εσένα τι σε νοιάζει;"

Τον άκουσα και μπήκα πάλι μέσα
μα αντί να καταλάβω το κωθώνι
η σκέψη μου μ' οδήγησε η μπαμπέσα
πιο μέσα, στης νιρβάνας την οθόνη.

"Αχ πόσο ειν' όλα τέλεια! μια μαγεία
τυλίγει εκεί τ' ανθρώπινα εκμαγεία"...


Κώστας Σφενδουράκης

Σονέτο για τον Αντρέα

Παλεύοντας στα κύματα Αντρέα
ρωτούσες ο μικρός τι θ' απογίνει
μοιραία η σκέψη, η στιγμή μοιραία
της μοίρας το μυστήριο, σαγήνη.

Παλεύοντας και στη ζωή πνιγόσουν
εκείνος που αγαπούσες οξυγόνο
μου είχες πει πως όσα ονειρευόσουν
για εκείνον τα ονειρεύτηκες και μόνο.

Μα τώρα μοναχό θα τον αφήσεις
στο όμορφο σπιτάκι, στο μπαλκόνι
τα μάτια του ψηλά για να σηκώνει

και μέσα στο αγκάλιασμα της φύσης
να σκέφτεται πως έχει έναν πατέρα
που στέλνει την αγάπη του απ' το πέρα.

(στον Αλέξη που έχασε τον καλύτερο μπαμπά του κόσμου)


Κώστας Σφενδουράκης

Όνειρο μιας κάποιας Κυριακής

Ήρθε μειλίχιος και προσηνής ο τεφρώδης αυτός σκελετός
με μιαν αόριστη υποψία ύπαρξης και ανυπαρξίας,
με κορδέλες μεταξωτές κιτρινοκόκκινες τυλιγμένος
κατεβαίνοντας από βίαια ύψη μέσα σε ολοπράσινους καπνούς
τυλιγμένος θαρρείς το σάβανο του απείρου.
Με τα χέρια του τ' άσαρκα,τα διάφανα,τα σταυρωμένα
άνοιξε την πόρτα και κάθισε δίπλα μου στο κρεβάτι.
Με μιλιά τρεμάμενη σιγοψιθυριστή
-θυμιάζω το άπειρο-μου λέει-
έφυγα απ' το σώμα και το μυαλό
στην σιγή περπατώ εξυψωμένος.
Τότε αιωρήθηκε σαν φωτοβολίδα γελώντας
και τρίζοντας ανυπόφορα.
-με τρομάζεις του είπα
-ποιος είσαι εσύ ο ασώματος;
μήπως ο διάβολος ή κανένας άγγελος;
-εμπεριέχω και τα δυο και γέλασε στενεύοντας
το άδειο του το στήθος.
πές μου του λέω τι έχασες στην ύπαρξη, τι κέρδισες
στο άπειρο βαθιά αγκιστρωμένος;
Σηκώθηκε τότε και η τέφρα του γέμισε το δωμάτιο
με καπνούς έξαλλου τίποτα.
-θέλω τσιγάρο λέει,
δεν εγκαταλείπονται οι συνήθειες,ωστόσο
όσο ήμουνα έλειπα και τώρα που λείπω είμαι
και μου τεινε το χέρι σε φιλική χειραψία
μα τραβήχτηκα και ανακάθισε.
-τι λες του λέω άνθρωπε και τι μονολογείς; τι μαυρίλα προμηνύεις
και τι σκέψεις ξερόκλαδα συνάζεις που δεν τα εννοώ;
Μην ήρθε η ώρα μου να λύσω την εξίσωση
και να αποσπαστώ απ την τροχιά της ύλης;
η είσαι μια αναλαμπή κι οράματα του άγχους;
-τίποτα απ' όλα τούτα που μου λες μα λίγο από τα πάντα
ξεπήδησε η φωνή του σαν περιστεριού άγριο φτεροκόπημα
μέσα από τα στήθη.
-μαυρίλα προμηνύω ωστόσο μα όχι σαν αυτή του τάφου.
Τότε στρέφοντας το βλέμμα δεξιά είδα χιλιάδες άλογα
με αίματα στα λάμποντα πλευρά να καλπάζουν ξέφρενα
υπερπηδώντας κόκκινα σύννεφα,
πιο πέρα ένα κριάρι χτυπιόταν με τον ήλιο
και ένα κοριτσάκι με μισό χαμόγελο μάζευε χαμομήλι.
-Τι είναι κόλαση και τι παράδεισος κύριε;
ρωτάω επί της ευκαιρίας.
-τίποτα και τα πάντα δύστυχε-
ξερόκλαδα, χαμόκλαδα, πουλάκια, περιστέρια,
δράκοι με χίλια πρόσωπα και θηλυκά ωραία.
Μα είσαι τόσο ασαφής ευλαβέστατε
πώς να σε εννοήσω;
-δέντρα απ' την ανάποδη και χέρια ανυψωμένα,
γλώσσα σαν τη σιγή την τρυφερή και λαίμαργο νεράκι.
κάτι θαρρώ να εννοώ και κάπως να σε ξέρω
κι άμα θα σταυροκοπηθώ εδώ θα παραμείνεις;
-χα- τότε κάγχασε τ' ανύπαρχτα του χείλη,
δεν ξέρω-λέει-δοκίμασε.
Μα μήπως οι θρησκείες είναι μαντριά για να κρατούν
την εξαγρίωση μέσα στα όρια της
και τάξη να επιβάλουν;
η μήπως ευτυχέστερο σε κάνει αυτή η δράκαινα με τα πολλά κεφάλια;
-ας το αφήσουμε κύριε του είπα αυτό δεν φτάνει το μυαλό μου,
και τι 'ναι η νόηση μου λες;
πονάει το κεφάλι μου από οδύνες τοκετού
και έσφιξα γερά το κεφάλι στα χέρια μου.
Τότε είδα τα σύννεφα ψηλά να μετασχηματίζονται σε ρητά
του ανούσιου τίποτα φληναφήματα.
Συμπληγάδες συγκρούονταν τα νέφη και οι κεραυνοί
ρινόκεροι με τα ρινοκεράκια στο διάβα τους τσακίζανε
τα έρημα δεντράκια.
Α - μου λέει-νόησις αυτή η καλουμένη,
πρόκες στον αέρα αγαπητέ
λιθάρι, πανωλίθαρο, πετρούλες συναγμένες
και πύργοι μες στα κύματα.
Κουκλάκια χωρίς πρόσωπα και δίχως τα χεράκια
ανατομίας μαθήματα που κάνουνε τ' ανήσυχα παιδάκια,
και πες μου λέει-ξέρεις κάτι εσύ που νόημα μέσα να 'χεί
ώστε το σύμπαν να ακινητεί για λίγο την τροχιά του;
-Ναι κάτι ίσως ξέρω τόλμησα να πω-
τα μάτια της είναι τόσο μεγάλα κύριε-είπα-
και στα χέρια της ας ήταν να πεθάνω.
Ανοησίες απάντησε-είναι πολύ ρηχό για να ακινητήσει σύμπαν
είναι κάτι βαθύτερο οπωσδήποτε- κάτι βαθύτερο-
είπε στα χέρια κρατώντας μια φλογίτσα από ροζ μενεξέδες
και από λεύγες μακριά ακουγόταν μελωδίες πιάνου
να ξεδιπλώνονται σαν σημαίες στον αέρα.
και παράξενες λέξεις που πρώτη φορά άκουγα,
ενώ μια πεταλούδα ήρθε και κάθισε στον ώμο του.
-Είναι κάτι βαθύτερο οπωσδήποτε-κάτι βαθύτερο μονολογούσε επίμονα,
και τρόμαζαν τα βιβλία στα ράφια φτύνοντας τις σελίδες τους,
αυτές οι μελωδίες του χαρτιού οι λεκτικές οι σαύρες
τα φορτισμένα κενοτάφια του νου οι αχόρταγες λεξούλες.
Τον κοιτούσα στα μάτια που είχαν πλέον
τη λάμψη του γάργαρου τίποτα,
από χιλιάδες μίλια μακριά έβλεπα τ' άπειρο να έρχεται
και να ρουφάει την ζωή που σαν σταματημένη από αιώνες έμοιαζε.
-Και τι 'μαι εγώ μακάριε; -τόλμησα να ψελλίσω.
Είσαι ό λόγος όσο ζεις κι ύστερα θα σαι χάος.
Ποιος είσαι συ που μου μιλάς και κάπου σε γνωρίζω.
Μήπως είσαι ο πάναγνος, ο άχραντος και άσαρκος πατέρας;
-Εγώ είμαι γιε μου και έλληνα ποιητή μου και σε χιλιάδες
λεύγες άπειρο κάποτε και συ θα 'ρθεις...

Στην μνήμη του πατέρα μου
Βαλάντης Βορδός