«Θέλουν να σας κάνουν καλά. Αλλοίμονο, εκεί φτάνει ο παραλογισμός των λογικών. Καλά, δηλαδή να γυρίσετε πίσω, έξω στην τέφρινη πραγματικότητα, να ξαναδήτε πίσω με την κρίσι του ακέραιου μυαλού την πιο αβάσταχτη, την πιο αρμολογημένη αλλόφρονη λογική της ζωής που σκοτώνει την ανθρώπινη καρδιά. [...] Μα τι θα βάλετε στη θέση του οράματος εσείς οι λογικοί; [...] Καλοπροαίρετοι γιατροί μου, αν επιμένετε να με γιατρέψετε από κάτι, γιατρέψτε με από την λογική».

Ρώμος Φιλύρας από το δρομοκαΐτειο

Σαφάρι

 (στην Άννα)

Στου φθόνου το σαφάρι
θα κυνηγάμε ανθρώπους
να κρύβονται - μακάρι! -
με χίλιους δύο τρόπους.

Τους βρίσκουμε στο τέλος
δεν έχουν άλλη λύση
βαπτίζοντας το βέλος
σε εγκεφάλου πλύση.

Δικά μας τα κρανία
τα νεύρα, οι γκριμάτσες,
τα συναισθήματά τους...

και ιδού η κοινωνία
γεμάτη από φάτσες
κι αυτόχειρων θανάτους.


Κώστας Σφενδουράκης

Ημερολόγιο (1)

Φύλαρχε της ερημιάς , ήρθε η ώρα σου να υψώσεις ανάστημα στην ροή των ανοησιών.
Πράγματι ήσουν σπουδαίος αρχηγός , με τον λίβα της οντότητάς σου και το ζάρι σου.
Τα εξαθλιωμένα σου ζώα ερχόμαστε να μας περιθάλψεις στις ρωγμές τις ανομβρίας ,
κάτω απ' το περιλαίμιο του ήλιου ,
αυτού του σκύλου που δέρνει με τις ουρές του χαρμόσυνα τα θράψαλα.

Πρέπει να αναπαυτούμε έστω λίγο στο βιβλικό λημέρι ,
κάτω απ' τα θροΐσματα των φιδιών μέσα στα χαλάσματα ,
κάτω απ' τα γαϊτανάκια των όρνιων και στα πανηγύρια των δαιμόνων.
Λίγη σιωπή με την σφυρίχτρα του ανέμου από την ψόφια θάλασσα.


Ντόρα Βλάσση

Τα γερόντια

Μ’ ένα μάτι μ’ ένα δόντι
με βαμμένα τα μαλλιά
σκαρφαλώσαν οι γερόντοι
στης πατρίδας τα σκαλιά.

Καθώς παν για τα ογδόντα
ίδιοι και παράλληλοι
το πολύ για καμιά τσόντα
είναι πια κατάλληλοι.

Μα για να σωθεί η Ελλάδα
στους καιρούς τους ύστατους
βρείτε κάπου ένα καιάδα
και γκρεμοτσακίστε τους.

Μας φλομώσαν οι παππούδες
με ψευτιές και φούμαρα
λες και είμαστε αλεπούδες
που μασάνε κούμαρα.

Μα θα ‘ρθούνε άλλα χρόνια
μ' όνειρα κι οράματα
δίχως λόγους στα μπαλκόνια
κι άχρηστα προγράμματα.

Αχ για να σωθεί η Ελλάδα
στους καιρούς τους ύστατους
βρείτε κάπου ένα καιάδα
και γκρεμοτσακίστε τους. 


Νίκος Γκάτσος

Πρυμναία

Αφυδατώνοντας το θρήνο
αναθρώσκει κάποια φορά εξ αμελείας
η νοσταλγία μιας φτωχολογιάς
που ωφελήθηκε από το ακατόρθωτο.
Θα ήταν ο κήπος.
Θα ήταν το ψήλωμα πικρών δέντρων.
Θα ήταν το μίλημα των καρπών.
Μα είναι κατάπρυμνα που σκοτώθηκε
έτσι όπως τα νερά, έτσι όπως εσύ κι εγώ.
Μήτε οι εφτά σελίδες που έγραψε
μήτε οι μέρες της δημιουργίας.
Σπεύδουν ερμαφρόδιτα άστρα
στο σώμα τ' ουρανού.
Σπρώχνουν τα σύννεφα το καθάριο κάστρο
στα λόγια της περίπτωσής μας.
Όσα βγήκαν από την πείνα και τη δίψα
της Αποκάλυψης.
Επιδημία τα μαχαίρια.
Μας υποπτεύθηκε, γι' αυτό και μας καταδίωξε
ένα σμήνος μαύρων γλάρων
και περισσότερο επειδή
φουμάραμε το θρήνο χωρίς βοήθεια
από καταβολής θανάτου
μέχρι ν' αναληφθούμε.
 
 
Χαριτίνη Ξύδη

Παρά φύση


Το όνειρο να! πραγματικότητες αλέθει
τον εαυτό του όπως απλά σκηνοθετεί
είναι η ψυχή μια ερωμένη του θετή
που έθεσε του ποτού μιας χίμαιρας η μέθη.

Στο πόνο θεία ανατριχίλα και κουράγιο
το άγγιγμά του σε χορό εκστατικό
μοιάζει μ' αυτόν τον χρόνο στον Τιτανικό
που ούτε μια σκέψη δεν υπήρχε για ναυάγιο.

Μα θα 'ρθει η ώρα ξαφνικά να την αφήσει
αφού τα μάτια της χαϊδέψει και τα αυτιά
κι ύστερα: " υπήρξε; ή παραίσθησης ψευτιά;
ή ένας έρωτας κενός και παρά φύση; ".

Τώρα καινούριο θα γνωρίσει εραστή
τον εφιάλτη που 'χει ήδη ετοιμαστεί...


Κώστας Σφενδουράκης

Τα Τριαντάφυλλα κι η Δίψα


Τα τριαντάφυλλα που σκέφτηκα για σήμερα
είναι η δίψα αυτών που τα ποτίζουν
σε κάποιες χώρες μακρινές της Αφρικής
καθώς το Άουσβιτς στον κόσμο επεκτείνεται
και φέρνουν αεροπλάνα κάθε πρωινό
τον πόνο των ανθρώπων που έγινε άνθη
για να στολίζει απ' το βήμα του πολιτικού
ως του αισθήματος το τελευταίο τραπέζι
μιαν ύβρη απάντηση του εμπόρου στην ανάγκη
ενός κόσμου σαπισμένου για λεπτότητα.
Γι αυτό πάρε μονάχα τη λέξη τριαντάφυλλα
και πες είναι τρεχάλα σε μιαν αγκαλιά
είναι το χέρι σου καθώς περνάς σε κήπο
κι ό,τι θυμίζει ακόμα από τα παιδικά μας χρόνια.


Γιώργος Μίχος

Μπαλάντα της Aπόγνωσης

Γεμίσαμε το χρόνο να πονούμε
σε τούτη τη ζωή τη βιαστική
και που πραγματικά να στηριχτούμε;
Όλοι είμαστε από δω περαστικοί,
αδύναμοι να ζούμε, χοϊκοί...
και κείνος ο γεράκος με το μούσι
μονάχα μες τα σκίτσα κατοικεί...
το ρέκβιεμ της ψυχής μας ποιος θ' ακούσει;

Ατάραχοι πως τις καρδιές κοιτούμε
από σχισμές ν' αδειάζουν σαν ασκοί,
περίεργο, ενώ ξέρουμε θα δούμε
να χάνουν της αγάπης την ολκή...
περίεργο, πως μες στη φυλακή
και στων δεσμοφυλάκων το γιουρούσι,
απλά να αναρωτιόμαστε και κει
το ρέκβιεμ της ψυχής μας ποιος θ' ακούσει;

Είναι στιγμές που κάποτε ευλογούμε
μια ιδέα του αιωνίου μυστική
πως μέσα του τη λύτρωση θα βρούμε∙
εικόνα κι απ' το χιόνι πιο λευκή
που αν κι από μέσα βγαίνει μουσική
με νότες ευτυχίας να μας λούσει
στο βάθος θα ρωτάμε «μα αρκεί;
Το ρέκβιεμ της ψυχής μας ποιος θ' ακούσει;»

Δεν είμαστε ένοχοι μα ενοχικοί
μετωπική του εαυτού μας κρούση
μια ερώτηση σε χρόνο διαρκή :
το ρέκβιεμ της ψυχής μας ποιος θ' ακούσει;


Κώστας Σφενδουράκης



Μουσική / Synthesizer
Πάνος Τσακωτός

Ερμηνεία
Άννα Γκούντρα

Κατοπτρισμός

Κατοπτρισμός

Πίσω απ' το τζάμι μου το γκρίζο
τη μοναξιά παντού αντικρίζω
το είδωλό της μέσα πέφτει
στου δρόμου τον υγρό καθρέφτη.

Ειν' η σκιά κάθε διαβάτη
σαν να της λείπει ένα κομμάτι
μοιάζει άψυχο ότι είναι σώμα
ή σαν χωρίς ανάσα στόμα

ή σαν ένα κερί που λιώνει
στη φλόγα δίχως να τελειώνει
και το λιωμένο γύρω -- γύρω
πνεύμα ακοινώνητο και στείρο.

Βλέπω τον κόσμο αυτό τον γκρίζο
πίσω από το τζάμι και δακρύζω
τη μοναξιά του κρύβει κι όμως
τη δείχνει ο υγρός ο δρόμος.



Κώστας Σφενδουράκης



Μουσική / Synthesizer
Πάνος Τσακωτός

Ερμηνεία
Άννα Γκούντρα

Δεσμώτης στα Χαυτεία

Η κόλαση περήφανη κι οικεία
φαντάζει στη φωτιά των οφθαλμών τους
την ώρα που δουλεύουν στα χαλκεία
να μεταλλάξουν φίδια σε αρχόντους...

...Σε μία στάση κάπου στα Χαυτεία
ταλαίπωρος (ας είναι και δικός τους)
ξερνάει ζωή, τον έπιασε ναυτία
αδιάφορος για το άπειρο του κόστους...

να φτάσει αρκεί στο σπίτι του επιτέλους
εδώ και ώρες ο ήλιος έχει δύσει
τον περιμένει ο μυστικός του δείπνος.

Θα τους σκεφτεί για λίγο - σαν αγγέλους -
τους δαίμονές του, θα τους προσκυνήσει
και θα τον πάρει αιώνιος, πάλι, ύπνος!


Κώστας Σφενδουράκης

Το live μιας Μεγάλης Πέμπτης

Ένας μικρός Χριστός
Με φόρμα συνεργείου
Υπό το φως της ορθής γωνίας
Των πρωινών ωρών
Συνάντησε
Στην Πειραιώς
Χωρίς να το ‘χουν πει προφήτες
Χωρίς ανάσταση να καραδοκεί
Τα καρφιά
Στον πράσινο σταυρό
Που χωρά τα νερά
Να νίβονται οι βιασύνες.
 
 
Γιώργος Πρίμπας 

Hμερολόγιο Ποδηλάτη

Στο στρατό ,ήταν το στερνό ποδήλατο.
Μές στους μυριάδες ,ο ύστατος.
Οι ακτίνες του γύριζαν πολυτέμνοντας , τόξα και ασφάλτινους κομήτες.
Νύχτα,
στο ανεξακρίβωτο δέντρο,
η φυλλωσιά ένα ψηφιδωτό αεικίνητο ,
όλο χλωροσύνη και κυψέλες.


Αχνοί ιστοί , ισχνοί βολβοί και κραταιό δοξάρι,
στη βιόλα του ήχοι εκκρεμούν ως το λιγνό χορτάρι.


Μακριά τα μέλη των κλαριών συνθέτουν παραγάδι
και μέσα φαίνει στιλβωτό , με λέπια ένα κοπάδι.


Κοπάδι κάτωχρό κι υγρό , σπαρτάριστο εν συσπάση 
τα βράγχι' ασκοί με κρύσταλλο φουσκώνουν ως την χάση.

Ύστερα , την  μέρα, μακριά απο δεντρίσια παραγάδια ,
κάτω απ' την ρόδα του ,
σταχτερές οι πλατείες δοκιμάζονται απο τη βία του λάστιχου και του τάχους.
Είδε μερικά συνθήματα της ώρας 
και τους φωτεινούς γοφούς των ανταρσιών ν' αναβοσβήνουν αχνά ,μέσα στις ακτίνες του.
Οι λοβοί του άνθισαν ,
αυγατίζοντας ομοβροντίες αγανάκτησης.
Τώρα πάει με τα σμήνη και τ' όχημα του δεν αγγίζει δρόμο.


Ζύμη νέφους στις γροθιές του
το ψωμί του όλο γεννάνε ,
δύνες οι ορθοπεταλιές του,
το αλέθουν , το ρουφάνε.


Στο καλάθι του ως αντήλιο ,
στη φορμόλη ένα κεφάλι,
το κεφάλι του το ίδιο ,
ταξιδέυει και αγάλλει.


Στέκει μόνος ο λαιμός του,
σπίτι ενός ξενιτεμένου
νόστο ανθίζει ο γκρεμός του ,
μάρτυς Μάρτη εσταυρωμένου.


Τώρ' ακέφαλος πώς στέκει 
λένε αθώα οι τσιρκολάνοι ,
πίσω τρέχει απ' ένα τσέρκι ,
κι όπως πάει θα πεθάνει.


Αδέσπωτε , ύστατε ακροβάτη των σελών,
εσύ καλπάζεις συλλέγοντας μες τα δόντια ακίδες και τυχαία ζωύφια.
Στις χούφτες σου , ο πληθυσμός της πολιτείας με τις εξάρσεις του ,
τις αφυπνήσεις και το αστείο κουκλοθέατρο που στήνει ,
καθώς σκέλεθρα μαριονέτων,
κινούνται αμέριμνα απο καραβόσχοινα.
Στο αναλόγιο σου , οι κενές βιτρίνες καθρεφτισμένες σε πολύχρωμα εκκλησιαστικά τζάμια.
Κι εσύ , αξιοθέατο του κέντρου , αεικίνητο ,
κομπάρσε ενός θιάσου που δεν μένει ,
βλέπω το κοσμοδρόμιο και το μακρινό σου άρμα ,
και κάτω απ' τα λάστιχα σου , 
τα νερά παλλινοστούν με αφρούς , σταυρούς και βράγχια.


Των σταυρών τα χνουδάτα πνευμόνια,
συμμαζεύουν ανάσες νερένιες
και τα όντα θαλάσσια πιόνια 
με πεταλιές προχωρούν ασημένιες.


Ποδηλάτη , παράξενος δύτης 
καταλήγεις καθώς ξεμακραίνεις ,
στα πελάγη , δρομεύς και αγύρτης 
τερματίζεις , τη στέψη αναμένεις.


Απ' τα νερά σηκώνονται τα όρη σαν πυξίδες ,
βλέπεις τώρα διάφανο τ' άστρο κάποιου βορρά
κι αν είναι θανατερό το χρυσάφι
μες τις κασέλες των οριζόντων , όπως καταβυθίζεται σε τάφρους ορυχείων ,
εσύ θές μόνο το σημείο φυγής μες στον πίνακα που τρέχεις να αγγίξεις 
κι ύστερα στην καμπύλη να χαθείς ,
ανεμίζοντας βάγια και συμπαθητικούς Ιούδες.


Μπηγμένοι  σταυροί  μές στους λόφους
σ' αυτούς πάς  με ούριους συντρόφους 

Λημέρια σε κρύβουνε , πόσα; Μέτρα!
Κοιμάσαι , προσκέφαλο η πέτρα.


Μεσία της Παρασκευής , 
μιας οποιασδήποτε Παρασκευής 
και γεννημένε άνευ άστρου και πάχνης ,
ένα ποδήλατο η περιουσία σου όλη κι όλη ,
ένα ποδήλατο και οι ταγμένοι δρόμοι.
Τα πέταλα μες τις ίριδες παφλάζουν ,
στο διάκενο των ακτίνων , μια αυτοκρατορία πλασμάτων.
Η γλώσσα τους απ' το υλικό σου.
Αλογίσια και στην χαίτη της λαξευμένος ο καλπασμός στο αμφίρροπο.
Μια μπόρα σε βάλλει  απόκοσμων καστράτων , 
που φεύγουν στοχεύοντας άριες πάνω στα δικά τους ποδήλατα ,
δεμένα με χορδές και λαρύγγια.
Μές στο βελούδο σηκώνεται αναπάντεχα ,
θεόρατος ένας Φαρινέλι ,
πελαγοδρομεύς όπως κι έσυ ,στην γλώσσα γλιστρά κι υψώνεται της φλύαρης πορείας σου.


Γόρδιων έκταση τώρα τα μέλη ,
πέλματα μπρούτζινα λιώνουν αμπέλια
και στο νερό μέσα του Φαρινέλι,
φεύγει απο κρύσταλλο μι' αγέλη χέλια.


΄Αγρι' ανήμεροι , λαύροι καστράτοι ,
λάρυγγες άνεμοι, κάτοικοι θόλου
άντρες ιδιότροποι μα ντελικάτοι
μες στον ασκό λεπτεπίλεπτου Αιόλου.

Πού πάς μέσα σε αόρατες ουρές ,
μέσα στην ευρεία υγρασία ενός ρε, να υπάρξεις ,
εσύ , ραγδαίε και μοναχικέ.
Κι όμως!
Σε είδα να κάνεις ποδήλατο πάνω στο πεντάγραμμο,
ακέφαλος στο κρεσέντο σου , σαν αλλοπαρμένο αλογάκι.
Πάλευες με την μπροστινή τη ρόδα σου , 
ν' ανοίξεις  τη σφυχτή κλειδαριά ενός σόλ.
Φεύγαν απ' την διάτρητη σκεπή του , σμήνη τα χελιδόνια.
Ακολούθησες κι εσύ.
Ο λαιμός σου ορθάνοιχτος , μια φωλιά αλλιώτικη απο λάσπη , βαμβάκι κι αδένες.
Οι κούρμπες σου όλο σπόρια και νερό.
Στην ράχη σου , μόλις που φύτρωνε ένα οξύ κουδουνάκι ,
αναγκαίο σε κάθε σωστό ποδηλάτη.
 
 
Ντόρα Βλάσση

Άσμα μικρό

Χάθηκε αυτός ο οδοιπόρος.
Είχε συνάξει λίγα φύλλα
ένα κλαδί γεμάτο φως
είχε πονέσει.
Και τώρα χάθηκε...
Αγγίζοντας αληθινά πουλιά στο έρεβος
αγγίζει νέους ουρανούς
η προσευχή του μάχη.
Έαρ μικρό έαρ βαθύ έαρ συντετριμμένο.


Νίκος Καρούζος

Η μπαλάντα των θλιμμένων αρσενικών

Πρέπει λοιπόν κι εδώ κάποιος να εγκύψει
και αυτό να εγγραφεί και να ειπωθεί,
του αρσενικού η πλέον μύχια θλίψη
και η πνιγμένη του άντρα οιμωγή.
Στη Γλώσσα πρέπει να ‘ρθει όλη η Γη,
να εντυπωθεί στον Λόγο μ’ έναν γρόθο
και στον Ρυθμό με βία να χαραχθεί.
Αρσενικά θλιμμένα μου, σας νιώθω.

Δεν είναι ο Θεός που έχει εκλείψει,
και ο Θάνατος που σας διεκδικεί,
δεν είναι η Ιστορία που έχει ενσκήψει
και που εκατόμβες πάλι απαιτεί,
μα Εκείνη και η Άλλη και Αυτή,
μορφές και σώματα από χθόνιο δνόφο,
της λάσπης κορυφώσεις εν ζωή.
Αρσενικά θλιμμένα μου, σας νιώθω.

Και λέω την πάσα αλήθεια δίχως τύψη,
– η Σάρκα είναι αυτό που στιχουργεί –
οι θηλυκές – αυτό σας έχει λείψει
και πάντα θα σας τρώει, αρσενικοί,
εκείνο που κανένας δεν μπορεί
μα που ο καθένας θέλει μες στον ζόφο –
όλες τις θηλυκές να κοιμηθεί.
Αρσενικά θλιμμένα μου, σας νιώθω.

Η Σάρκα τον εαυτό της ιστορεί –
πώς δέρνεστε και γδέρνεστε απ’ τον πόθο
και πώς το ατσάλι λιώνει απ’ το κερί.
Αρσενικά θλιμμένα μου, σας νιώθω.


Θεοδόσης Βολκώφ

Ακάλυπτος

(Πειραιάς 07-04-2012)


Στα παράθυρα

Στην τηλεόραση
Αποσβολωμένος
Περί των πραγμάτων
Που καλύπτονται

Στα κλιμακοστάσια
Προσπερνάς
Τον καθρέφτη
Του ακάλυπτου


Γιώργος Πρίμπας

Τζουμέρκα Πατήσια ( στην Αναστασία και στην Λίλα )

Μια μέρα στο χωριό
που γκρίνιαζε η Μαριώ
της λέει ο άντρας της: " να ησυχάσεις,
μικρή είναι η ζωή και θα την χάσεις ".

Στα μάτια της μπροστά
φτιάχνοντας γεμιστά
σε μια στιγμή που έβαζε τον δυόσμο
είδε μες στο ταψί όλο το κόσμο...

και τότε ξαφνικά
μια σκέψη τη νικά
πως πια δεν την χωράνε αυτοί οι τοίχοι
θα ψάξει αλλού να βρει μιαν άλλη τύχη.

Λοιπόν και ξεκινά
να πάει στο πουθενά...
στη μοναξιά περνάει σαράντα χρόνια
πέρυσι έμαθε πως έχει εγγόνια...

Το κτίριο σαν γιαπί
στοίβα οι αλλοδαποί
ανάμεσα φυλής κι Αγίου Ανδρέα
γυρνά από ξενύχτι μια παρέα:

" Στο υπόγειο ρε παιδιά!
φρικτή η μυρωδιά
η Μαίρη απ' τα παλιά η σερβιτόρα,
εδώ έμενε...τι να συμβαίνει τώρα "; 



Κώστας Σφενδουράκης


Αχτοδοχείο

Τον φτύνουν κι αυτός εκεί
με τα σάλια κρεμασμένα στο πιγούνι
να επιστρέφει
πότε στην γκόμενα
πότε στο αφεντικό
πότε στον καθρέφτη
στην γκόμενα που τον δουλεύει
στο αφεντικό που του δουλεύει
στον δουλευταρά καθρέφτη
λες και δε θα προστεθεί στην αρχική τους αποστροφή
η τωρινή ξευτίλα
δείτε με, φωνάζει,
μπορείτε όποτε θέλετε να βγάζετε το άχτι σας πάνω μου
είμαι το αχτοδοχείο σας
κι εκείνοι τινάζουν τη στάχτη
της ματιάς τους
στο γεμάτο αποτσίνορα βλέμμα του.


Ιωάννης Ν. Κυριαζής

Το πιάνο

Μικρή μου σοράγια
σου είχα πει
ποτέ να μην εμπιστεύεσαι
είδωλο αιθέρα
ολόκληρη Τροία κατέστρεψε
εσύ θα γλίτωνες;
Tότε που τα ρυάκια των δακτύλων σου
-ατάιστα πλήκτρα του έαρος-
κλείστηκαν στα σπλάχνα του πιάνου
και τις φάλαγγες καπάκωσε ο σφυγμός του
το πιάνο έγινε ζέπελιν
πάνω από το αστρικό σου δωμάτιο.

Είμαστε σαν το λάδι με το νερό κάποτε
μιλάμε γλώσσες ακατάληπτες της ασυνεννοησίας
για να φεγγίζει λάθρα η σύνοψη:
όταν στο μυαλό δεν φροντίζουμε γαρίφαλα
ξεραίνονται καρφιά.

Ό, τι έχεις να κάνεις κάν’ το τώρα.
Εσύ μόνο μπορείς να δώσεις τον Μότσαρτ
στα δόντια του πιάνου.




Στο πιο γλυκό παιδί του κόσμου, την Αλεξάνδρα μου...

 


Χαριτίνη Ξύδη

Γράμμα ( αφιερωμένο στον Δημήτρη και στην Γιώτα που τους αγαπώ ιδιαίτερα)

Σφραγίσανε οι πόροι μας με τάπες
μονάχα τώρα παίρνουμε οξυγόνο
από του παρελθόντος τις αγάπες
και μόνο.

Παλιές αγάπες όνειρα κλεμμένα
ιδέες φιλιά συνθήματα σε τοίχους
θυμάμαι αυτά που έγραφα σε μένα
με στίχους.

Θυμάμαι και τις βόλτες στο θησείο
και πάνω απ' την Ακρόπολη το βράδυ
να μοιάζει το φεγγάρι μας σαν θείο
σημάδι.

Θυμάμαι...κι αν θυμάμαι τι θα γίνει;
τώρα δεν είμαι καν ούτε δικός μου
και σεις...τώρα μας ρούφηξε η δίνη
του κόσμου!


Κώστας Σφενδουράκης

Σπουδή


Έχω μέσα στο καπέλο μου ,
ένα σωρό αποτελέσματα από μία και μόνο βραχεία βόλτα.
Ωστόσο αξίζει  όσο ένας περίπατος στο διηνεκές.
Έκανα τις γυροβολιές μου.
Η σπουδή μου αφορά τα διασταυρωμένα μας άλλοθι .
Έχω κι εγώ μια παρτίδα άλλοθι να ξεφουρνίσω.
Πρόκειται για κάποια απαράδεκτα μπαλαντέρ,
 σχετικά με την ικανότητα μας στην εσχατοσύνη.
Έχουμε σπουδαία φαντασία όταν το α και το ω είναι η σωτηρία μας.
Έχουμε έναν κόσμο σταυρούς όταν το α και το ω είναι η σωτηρία των άλλων.


Ντόρα Βλάσση

H Τέχνη (απάνου σε στίχους του Verhaeren) [Κωστής Παλαμάς]

Ένα όνειρο το χλώμιανε το μέτωπό μου. Ο νους μου
στ’ όνειρο πάντα καρφωτός. Κ’ έτσι, θα ζήσω μόνος,
ολομόναχος, η τέχνη μου κ’ εγώ. Θα την κρατήσω
στα χέρια μου την τέχνη μου σα λάβαρο ˙ και τόσο
δυναμερά στα στήθη μου θα την κολλήσω απάνου,
που ανάμεσ’ απ’ τη σάρκα μου θα να βρει την καρδιά μου
και θα τη σημαδέψει. Ακούς; Γιατί και δε μου μένει
πια τίποτε σ’ αυτή τη γη, τίποτε. Μόνο η Τέχνη,
για να πειράζει ένα μυαλό, στ’ ασκηταριό του μέσα,
μεθώντας το μ’ ένα πιοτό κόκκινο που ξανάβει.

Όταν τρεμοσαλέβουνε τα πάντα, όταν πεθαίνουν,
να η Τέχνη, χρυσοκάμωτος ναός, θεμελιωμένη.
Χτίζεται η Τέχνη ολονυχτίς. Η μέρα, προς το βράδυ,
σαν αργοκλεί τα μάτια της ειρηνικά στον ύπνο,
του χρυσοκάμωτου ναού λαμποκοπάν οι τοίχοι,
τον ουρανό με τ’ άστρα του τον αντικαθρεπτίζουν
και του τα ρίχνουνε ξανά τ’ αντιφεγγίσματά τους.
Κι ο ποιητής - πολύ άργησε για να είν’ ιερέας - τραβάει
προς τη λαμπράδα τη χυμένη από τα παραθύρια,
προς τη λαμπράδα που γυαλίζει, λάμα από μαγνήτες.
Ο θόλος πάει τόσο ψηλά που κρύβεται η κορφή του,
κ’ είν’ ασημένιοι οι στύλοι του και η πύλη του απ’ αλάργα
προς τους αστραφτερούς γιαλούς τα φύλλα της τ’ ανοίγει,
και των κυμάτων ο χορός ταιριάζει τους αχούς του
με της λατρείας τα ψάλσιμο, και αγγίζει ο διαβατάρης
άνεμος από τ’ άπειρο π’ όλο έρχεται και πάει,
με κάποια σιγανόφωνα και μυστικά τραγούδια
τους πύργους μεγαλόκορμους, ο ένας του άλλου σκέπη,
μαύροι γιγάντιοι από γρανίτη δυνατοί πλασμένοι.
Κι όποιος διαβεί τις σιωπηλές καμάρες, δεν ξανοίγει
τίποτε ˙ μοναχά, βαθιά, κατάνακρα, αλλού πέρα,
μια λύρα χάλκινη, που ορθή κι ασάλευτη στημένη
στους φανταχτούς ανάμεσα πυρσούς, τον περιμένει. 


Κωστής Παλαμάς