«Θέλουν να σας κάνουν καλά. Αλλοίμονο, εκεί φτάνει ο παραλογισμός των λογικών. Καλά, δηλαδή να γυρίσετε πίσω, έξω στην τέφρινη πραγματικότητα, να ξαναδήτε πίσω με την κρίσι του ακέραιου μυαλού την πιο αβάσταχτη, την πιο αρμολογημένη αλλόφρονη λογική της ζωής που σκοτώνει την ανθρώπινη καρδιά. [...] Μα τι θα βάλετε στη θέση του οράματος εσείς οι λογικοί; [...] Καλοπροαίρετοι γιατροί μου, αν επιμένετε να με γιατρέψετε από κάτι, γιατρέψτε με από την λογική».

Ρώμος Φιλύρας από το δρομοκαΐτειο

οντότητα

Την θέλω γυμνή την ψυχή
μα εκείνη με θέλει ντυμένο
και κάθε που βγάζω ιαχή
αυτή την μετράει σαν αίνο.

Το πνεύμα το θέλω πουλί
εκείνο με θέλει για σκλάβο
καράβι του, δίχως βουλή
για πάντα δεμένο με κάβο.

Η σάρκα μου μια μηχανή
εν μέσω αοράτων ιμάντων
τα λάθη μου εδάφη αχανή
κι αρχή είν' ο θάνατος πάντων.

Ψυχή, σάρκα, πνεύμα• καρδιά
δεν μ' έχει αγαπήσει κανένα
μα εσύ φοράς ρούχα φαρδιά
αν θέλεις, χωράνε κι εμένα...


Κώστας Σφενδουράκης

Χ(ε)ίλια δίστιχα



Δημήτρης Ε. Σολδάτος

Η λύπη εξευγενίζει

Θα μπορούσα να πω: η λύπη μου του αισθηματία
που απ' το αλάτι των δακρύων κάνει αγάλματα...
εύκολα κάνεις κακή ποίηση με ωραίες εικόνες
κι ούτε που θέλω πια κανείς να με πιστέψει
που αγγίζω κάποτε αγάπη από την εκφρασμένη
κι απ' την πατημένη όπως τη φέρνει όλο πόνο
ο λόγος των ανθρώπων. Γιατί από λέξεις είναι
ακόμα ότι μας πλήγωσε και ψάχνει λέξεις
κάποια γλώσσας άγνωστης να κλείσει την πληγή.
Γεμίζει ο κόσμος θύματα μιάς εκ των υστέρων ερμηνείας
κι ανοίγει μέσα τους ο πόνος και ξοδεύονται:
Να φτιάξει χάρτες από λέξεις που κάποτε διαβάζονται
τόσο απ' τους άλλους όσο του είναι αόρατοι.
Η λύπη μου είναι από συνθήκη του ανθρώπινου
που εξευγενίζεται από λέξεις και ματώνοντας
να κρύψει πως του λείπει αέρας να τον αγαπούν
και να το κλάψει κάποτε κοιτώντας θάλασσα.


Γιώργος Μίχος

Με μόνο της ζωής τη μαρτυρία

Με μόνο της ζωής τη μαρτυρία
βιώνω την πορεία προς τη λήθη
ατέλειωτη και άθλια τιμωρία
οι εξουσίες, τα κτίρια, τα πλήθη.

Κοιτάζοντας πίσω στην Ιστορία
φαντάζουνε στα μάτια μου σαν μύθοι
εκείνοι που τα βάλαν με "θηρία"...
θολή η συμβολή τους, δεν με πείθει.

Ανήκω σε εποχή ανυπαρξίας
υπάρχει μόνο ό,τι δεν θέλω να 'μαι
υπάρχει όμως κι αυτός ο ταραξίας
που με ξυπνά για λίγο όταν κοιμάμαι

να πάρω τόσο όσο μου ανήκει,
όσο έχω αποδεχτεί από τη φρίκη...


Κώστας Σφενδουράκης

Φόβοι

Φοβάται! Η συνήθεια αν ανατρέψει
το θρόνο της δικιάς του ουτοπίας
στη μέση, θα κρεμάσει, της πλατείας
το φως του, το σκοτάδι του, τη σκέψη.

Φοβάται η ψυχή του μη γεμίσει
με λάσπη, πέτρες κι υψωθούνε τείχη
θα πάψει ν' αναπνεει και οι στίχοι
νεκροί στη σύλληψη πριν τους γεννήσει.

Φοβάται μην ανοίγοντας το στόμα
αντί να βγει τραγούδι να ξερνάει
του κόσμου που μισεί την αηδία.

Κι όταν πεθάνει θα απαιτούν το πτώμα
- φοβάται - όσοι τον κάναν να πονάει,
για να τον συνοδεύσουν στη κηδεία.


Κώστας Σφενδουράκης

Φεγγαράκι

Της αγάπης το φως

coitus aliena



περισσότερα για τους coitus aliena

Πάρτι στην Ομόνοια



(από την ομώνυμη θεατρική παράσταση που έπαιξε η Άννα Γκούντρα)

Αριστερή μπαλάντα

Μοιάζουν να 'ναι για τον κόσμο μάλλον προβληματισμένα
το 'να πόδι στην Ευρώπη τ' άλλο αλλού κι ισορροπούνε
κι αν δεν έχουνε ιδέες, όταν πιάσουνε την πένα
τον μικρό τους Τσε, τον Τσίπρα, τι τους είπε θα σκεφτούνε.
Τον φοβούνται κιόλας μήπως νοιώσει ότι τον απειλούνε
γιατί βγάζει απ' τη σκακιέρα όλα τα άχρηστα τα πιόνια
όμως βλέπει τους δικούς του σαν αδέλφια, κείνους που 'ναι
τα παιδιά των εργολάβων, μαυραγοριτών τα εγγόνια.

Να κι αυτοί της Παπαρήγα λίγο τα 'χουνε χαμένα
το δρεπάνι έχουνε πιάσει απ' την άλλη, θα κοπούνε
θα κοπούν και στο λαιμό τους που το βάλανε καδένα
κι όταν τους κουκουλοφόρους κοπανάνε όπου βρούνε
απαγγέλουνε τον Ρίτσο,Θεοδωράκη τραγουδούνε
και τους ραίνει η Αλέκα με του Στάλιν την κολώνια...
πάντα βλέπει τους δικούς της σαν αδέλφια, κείνους που 'ναι
τα παιδιά των εργολάβων, μαυραγοριτών τα εγγόνια.

Να κι οι σκόρπιοι, τον Αλέκο θέλανε κι έγιναν ένα
μ' έναν πόθο: με τους άλλους στη Βουλή να ενωθούνε.
Βλέπουνε τον Αλαβάνο να μιλάει στον Αντένα
ν' αναπτύσσει θεωρίες που πρώτη φορά ακούνε
τι πειράζει αν δεν γουστάρουν, τι πειράζει αν διαφωνούνε;
μήπως νιώθουνε κι ανάξιοι να του δέσουν τα κορδόνια;
μήπως βλέπουν τους δικούς του σαν αδέλφια, κείνους που 'ναι
τα παιδιά των εργολάβων, μαυραγοριτών τα εγγόνια;

Ολοι τσούρμο της κουλτούρας και του μόχθου τραγουδούνε
με την ποίηση, την τέχνη, με πανό και με καδρόνια
όλοι βλέπουν τους δικούς τους στον καθρέφτη, κείνους που 'ναι
τα παιδιά των εργολάβων, μαυραγοριτών τα εγγόνια.


Κώστας Σφενδουράκης

Προφητεία

Προφητεία

Παναγιώτης Πάκος

Not a word

Not a word

Παναγιώτης Πάκος

LastSolo


Παναγιώτης Πάκος

Χειμωνιάτικο παραμύθι

Χειμωνιάτικο παραμύθι

Παναγιώτης Πάκος

Θα σε αγαπάω


Παναγιώτης Πάκος

Τυχαίο;...

Ήμουνα χθες στου συνδικάτου την πορεία:
απέναντι καθόμουνα, σ’ ένα παγκάκι,
έκανε κρύο – είχα γίνει σαν παγάκι –
μα αξίζει ο αγώνας την ταλαιπωρία.

Είχε ρυθμό η διαδήλωση, κρατούσα τέμπο
κοιτάζοντας τ’ αγωνιζόμενο τ’ ασκέρι
και το κρατούσα με τ’ αριστερό μου χέρι
γιατί με τ’ άλλο έτρωγα τον πασατέμπο.

Μετείχα στην διαδήλωση από κει με πάθος
– τι δίκαιος και διεκδικητικός ο αγώνας! –
όμως μου πιάστηκε ο αριστερός αγκώνας
κι έτρεμε απ’ την παγωνιά η κάτω γνάθος.

Τυχαίο;... Όχι! Με καλούσε το καθήκον
να συνεχίσω τον αγώνα μου κατ’ οίκον!


Κώστας Σφενδουράκης

Άκου τ' αηδόνια

Άκου τ' αηδόνια

Μουσική: Idir (A vava inouva)
Τραγούδι: Σταυρούλα Μάκρα


Τις νύχτες στην ερημιά άκου τ’ αηδόνια
Τ’ άκουσα να πέφτουν με σπασμένα φτερά
Αν θέλεις να φύγεις μακριά, άκου τ’ αηδόνια
Τ’ άκουσα να πέφτουν σε πηγάδια ξερά

Έρχετ’ η ανατολή
σαν πάγια εντολή,
μα κι ο ήλιος για να βγει
ψάχνει πλέον αφορμή.
Λίγη χαρά ζητάει να βρει στα βλέμματα
Μα βλέπει στις καρδιές συρματοπλέγματα

Γιατί να ’χει η καρδιά
συρματοπλέγματα

Τις νύχτες στην ερημιά άκου τ’ αηδόνια
Τ’ άκουσα να πέφτουν με σπασμένα φτερά
Αν θέλεις να φύγεις μακριά, άκου τ’ αηδόνια
Τ’ άκουσα να πέφτουν σε πηγάδια ξερά

Κόκκινος από ντροπή
βγαίνει ο ήλιος την αυγή.
πίνει πικρό νερό,
τρώει βρώμικο ψωμί.
Και τα παιδιά του κόσμου του χαμογελούν
μα αν βγουν απ’ την κρυψώνα τα πυροβολούν

Μη βγεις απ’ την κρυψώνα.
Ο ήλιος είναι εχθρός

Τις νύχτες στην ερημιά άκου τ’ αηδόνια
Τ’ άκουσα να πέφτουν με σπασμένα φτερά
Αν θέλεις να φύγεις μακριά, άκου τ’ αηδόνια
Τ’ άκουσα να πέφτουν σε πηγάδια ξερά


Παναγιώτης Πάκος

Άνθρωποι και ποντίκια

Συνωστισμός επικρατεί στη διμοιρία -
μια νυχτερίδα απ’ το παράθυρό μας μπήκε
κι όλος ο λόχος μαζεμένος, τη χαζεύει,
λες και δεν έχουν ξαναδεί πουλί ποτέ τους
(και τι πουλί; Ένα ποντίκι με φτερά,
σαν όλ’ αυτά που σουλατσάρουν στην κουζίνα,
στις αποθήκες κι όπου μένει φαγητό -
τρώνε συνέχεια μπας και βγάλουνε φτερά
και μας αφήσουνε και φύγουν κάποια μέρα.
Μα τα ποντίκια είναι ποντίκια ό,τι κι αν φάνε,
πουλιά δε γίνονται, κι ας βγάλουν και φτερά…)

Στην αγκαλιά μου κελαηδάει ένα πουλάκι,
φωλιά-αγκαλιά, φιλί-πουλί κι ας μην πετάει.


Παναγιώτης Πάκος

Χαϊκού

Εντός ορίων.
Πέντε, επτά και πέντε.
Ελευθερία!

~

Μετά τη βροχή.
Στο νερόλακκο δίπλα.
Ένα σπουργίτι.

~

Λόγια ψυχής.
Ακατέργαστα βγαίνουν.
Άκρατος οίνος.

~

… τακ τικ τακ τικ τακ …
Ακόμα και η σιωπή
στόλισμα θέλει.

~

Έρωτας είναι
όταν όλο το σύμπαν
σε δώμα χωρά.

~

Χελιδόνια.
Θα μας λείψουνε φέτος.
Αντιπαροχή!

~

Καμένα δάση.
Γκρίζα βουνά και πόλεις.
Δολοφονία!


Γιώργος Πρίμπας

Γράμμα ενός λιονταριού σε άλλο


Συγχώρεσέ με φίλε μου γι’ αυτό που θα σου πω.

Δεν  σου ’γραφα τώρα καιρό, ήθελα να ’μαι μόνος∙

ίσως που δεν αντέχω πια τον χώρο τον κλειστό,

ίσως το άνοστο φαΐ ή της ζωής ο χρόνος.

Στον κήπο ετούτο εδώ που ζω τον ζωολογικό

θλίβομαι, είναι η θλίψη μου τρομακτική αλλ’ όμως

νοιώθω ένα συναίσθημα στοργής στο παιδικό

βλέμμα που λάμπει από χαρά και μου περνά ο τρόμος...

Ελπίζω φίλε μου εσύ να είσαι πιο καλά

γιατί είσαι νέος και γυρνάς τώρα τον κόσμο όλο,

μα ο δαμαστής – μου είχες πει – δεν σήκωνε πολλά

είναι κακούργος στην ψυχή μ’ αποκοτιά και δόλο.

Δουλεύεις μου ’πες – σ’ έβαλε – ακόμα πιο πολύ,

μέθη των εξουσιαστών είναι στην ιστορία

την εξουσία να βγάζουνε φορώντας μια στολή

μόνο σε ανυπεράσπιστα που πιάνουνε θηρία.

Οι άνθρωποι πολλές φορές νοιώθουν σημαντικοί

με μια καρέκλα, μια στολή και βούρδουλα στο χέρι

κι αν και εγώ δεν άλλαξα σ’ αυτή τη φυλακή

βλέπω μια κάποια αλλαγή στων δεσμωτών τ’ ασκέρι:

μοιάζουνε σαν αιχμάλωτοι τον τελευταίο καιρό,

έχουνε χάσει απ’ τη ματιά της δύναμης τη λάμψη,

γεμάτοι είναι της ζωής προβλήματα θαρρώ

αυτά τους μαστιγώνουνε, αυτά τους έχουν κάμψει.

Ζούγκλα απ’ αυτή χειρότερη δεν πρόκειται να δω,

ο αέρας είναι από καπνό και θάνατο ένα μείγμα,

σε ανήλεα χέρια πέσαμε και άδικα εδώ

ελεύθεροι, αποκτήσαμε του σκλάβου πια το στίγμα...

Όμως μ’ ελπίδα φίλε μου το γράμμα μου αυτό

θέλω να κλείσω λέγοντας θα ’ρθει ο καιρός ετούτος

στη ζούγκλα να επιστρέψουμε, πιστεύω είναι γραφτό

και θα ’ναι εκείνη η στιγμή ο πιο μεγάλος πλούτος.

Δεν είναι άνθρωποι εκεί δεν έχει ούτε κλουβιά,

θα αλληλοαγαπιώμαστε σε λευτεριάς αέρα,

τη λευτεριά αυτή αδερφέ κράτα μες στην καρδιά,

να ξέρεις θα ’ρθει δεν αργεί η ευλογημένη μέρα...


CARTA DE UN LEÓN A OTRO του Chico Novarro
Από μετάφραση της Alba Lisett Ruiz
 Εμμετροποίηση: Κώστας Σφενδουράκης

Ο άνθρωπος που γελούσε

Η πρώτη εντύπωση.

Άψογη η εκτύπωση:

γνήσιο χαρτί Kodak, ζωντανά χρώματα,

σωστή η γωνία λήψεως και ο φωτισμός.

Αναμφισβήτητα αναγνωρίζω τον εαυτό μου

στο εικονιζόμενο πρόσωπο.

Όμως

το σκοτάδι που μόνιμα κατοικεί στα μάτια

βγήκε καστανού χρώματος,

η δίνη του στόματος

έχει περιοριστεί σε δυο κόκκινα χείλη,

αυτά τα καλοχτενισμένα μαλλιά δεν αντανακλούν

επ’ ουδενί την αταξία στο κεφάλι μου

κι αυτό το μονίμως χαμογελαστό πρόσωπο

-Πώς να το πω;- ασυστόλως ψεύδεται,

αγαπητοί μου φίλοι.

Σωτήρης Παστάκας

Μουσούδια μαύρου αγριεύοντας

Από τις ευτυχίες πάντα αρπάζονται
κάτι μουσούδια μαύρου αγριεύοντας
και οπισθοχωρείς προς την οδό των ποιητών
Εκεί όλο λέξεις πατημένα ρόδα κι όσοι φύγαν
σου κάνουν μεσημέρι συντροφιά με το ποδήλατο.

Αργείς, αργείς στις ηλικίες απομνημονεύοντας
κάτι το άφωνο που αφήσαν πίσω οι άλλοι
αρχίζει από πικρό κι έχει την πείνα ακόρεστη
όσο να του διαμορφώσεις τον αέρα του
σε οστά κραυγής που εξημέρωσες και πάλι.

Είναι άλλου είδους η μοναξιά όπου ξοδεύεσαι
γεμάτη από ζωφόρο ημιτελή και υάκινθους
γεμάτη από θηρίο κι ίσως κι από άγγελο
όταν ο χρόνος που άνοιξε σου κατανεύει.

Μα θα μου πεις είναι κι αυτό που ανέρχεται
του αντιστέκομαι σου λέω όσο να γίνει
κάτι βαρύ από το χρόνο που ενσάρκωσε
να πάρει λέξεις ταπεινές με μέλλον άπεφθο.

Τότε οδός ποιητών με ξαναβρίσκει αυτό το αίσθημα
πως στο από πριν χαμένο επιμένοντας είναι ένας τόπος
εύγλωττος από μάτια παιδικά σε θλίψη για να πας
σε μια προσωπικού θανάτου πολυτέλεια.

Γιώργος Μίχος 

Μπαλάντα του φωτός

Να, τώρα ξεκινήσαμε ταξίδια
διασχίζουμε βουνά κι ωκεανούς
να φύγουμε επιτέλους απ’ τα ίδια
αυτά που τα σιχάθηκε ο νους∙
θεωρήσαμε τους λόγους ικανούς ...
αυτός ο τόπος στο σκοτάδι μένει
και μέσα του βυθίζει τους αγνούς
μα κάπου όμως το φως μας περιμένει.

Μπλεχτήκαμε στων άλλων τα παιχνίδια
με αφέλεια αναπτύξαμε δεσμούς
κοντέψαν να μας πνίξουνε τα φίδια
αυτών που μας φορτώσαν με θυμούς
και κει με της συνήθειας δισταγμούς
βαραίναμε και μέναμε δεμένοι
στων σκοτεινών θεών τους τους βωμούς∙
μα κάπου όμως το φως μας περιμένει.

Μας έταξαν χρυσάφια και στολίδια
αθάνατους του πνεύματος χυμούς
μας έδωσαν της σάρκας τα σκουπίδια
μας έσυραν σ’ απότομους γκρεμούς
με απόρριψη, με χλεύη, με διωγμούς
και την ελπίδα αφήσαμε κρυμμένη,
θαμένη σε απόγνωσης λυγμούς
μα κάπου όμως το φως μας περιμένει.

Σε άλλους τόπους σ’ άλλους ουρανούς
σε άλλες καρδιές παντού στην οικουμένη
ίσως βαθιά, σε χρόνους μακρινούς
μα κάπου όμως το φως μας περιμένει.


Κώστας Σφενδουράκης

Γκάμπριελ

Ο Γκάμπριελ ζούσε σε σπίτι,
σε συνοικία ιταλική,
μα όταν γνωστός έγιν’ εκεί
πήρε το δρόμο για την Κρήτη.

Ο Γκάμπριελ επιθυμούσε
να μην τον ξέρουν πουθενά
πάνω στης Κρήτης τα βουνά
ήταν ο τόπος που ποθούσε.

Ο Γκάμπιριελ πια είχε κάψει
όσα τον «έδειχναν» χαρτιά
σε μια ανεμόδαρτη φωτιά
που από τη γέννα του είχε ανάψει.

Ο Γκάμπριελ ζει με ειρήνη
κι έχει κρεμάσει στα Χανιά
ένα κρεβάτι από σχοινιά
που τα ‘χει δέσει στη σελήνη.

Ο Γκάμπριελ τώρα στο δέντρο
ποτέ δε γνώρισε κελί
ούτε αρχηγό ούτε φυλή...
του κόσμου του έγινε το κέντρο.


Κώστας Σφενδουράκης