«Θέλουν να σας κάνουν καλά. Αλλοίμονο, εκεί φτάνει ο παραλογισμός των λογικών. Καλά, δηλαδή να γυρίσετε πίσω, έξω στην τέφρινη πραγματικότητα, να ξαναδήτε πίσω με την κρίσι του ακέραιου μυαλού την πιο αβάσταχτη, την πιο αρμολογημένη αλλόφρονη λογική της ζωής που σκοτώνει την ανθρώπινη καρδιά. [...] Μα τι θα βάλετε στη θέση του οράματος εσείς οι λογικοί; [...] Καλοπροαίρετοι γιατροί μου, αν επιμένετε να με γιατρέψετε από κάτι, γιατρέψτε με από την λογική».

Ρώμος Φιλύρας από το δρομοκαΐτειο

Χριστουγεννιάτικο


Χριστουγεννιάτικα στο κέντρο
ήμουν ξημέρωμα Σαββάτου,
είδα στο σύνταγμα ένα δέντρο
που είχαν στολίσει τη σκιά του.

Είπα πως θα 'ναι απ' το μεθύσι
ή από της λήθης τη μαστούρα
το δέντρο ήταν κυπαρίσσι
κι εγώ ήμουν μια νεκρή φιγούρα.

Πια η γιορτή είχε τελειώσει
ερημική στιγμή και κρύα
να είμαι εκεί χωρίς αιτία

και να κοιτώ που ' χαν φυτρώσει
δίπλα στο δρόμο λίγα βρύα...
έμοιαζε τάφος η πλατεία.


Κώστας Σφενδουράκης 

η νύχτα ξέσπασε...


κάτω στον κάμπο
αναβλύζουνε τ' άστρα.
βροχή!

μες απ' τα μάτια
αναβλύζουνε λόγια.
κενό.

στο κέντρο των κύκλων
αναβλύζουνε φωτιές.
γιορτή!

μες απ' τις κραυγές
αναβλύζουνε πόθοι.
ανάγκη.

στην ένταση του αόρατου
αναβλύζουν αρώματα.
νυχτολούλουδο!

στων οπαδών τα λόγια
αναβλύζουνε πρέπει.
δόγμα.

τα φώτα του δρόμου
αναβλύζουνε σκιές.
μοναξιά.

από τις λεπτότητες της ακρίβειας
αναβλύζουνε φωτιές.
tango!

πικροδάφνες όνειρο
αναβλύζουνε δρόμο.
πόλη.

στων κάποτε συμμαθητών
αναβλύζουνε "τον θυμάσαι;".
φθορά.

από τα μικρόφωνα πίσω
αναβλύζουνε δικαιώσεις.
ματαιότητα.

από την ίριδα της σιωπής
αναβλύζουνε διαστολές.
έρωτας!

από τον ορίζοντα της κιθάρας
αναβλύζουνε χέρια.
segovia!

στις κολώνες ανάμεσα
αναβλύζουν αστέρια.
σούνιο!

μες από τη σάλα
αναβλύζουνε βινίλια.
jazz!

οι ταχύτητες
αναβλύζουνε τείχη.
αποξένωση.

απ' το αν-εκτίμητο
αναβλύζουν υποταγές.
εξ-ουσία.

οι ψυχές των δέντρων
αναβλύζουνε τρεμοφεγγιές.
πυγολαμπίδες!

στα σοκάκια στις λακκούβες
αναβλύζουνε φεγγάρια.
απόβροχο!

στον πόθο της αυγής
αναβλύζουν ονειρώξεις.
ανεκπλήρωτο.

στη συνάντηση των αλλού
αναβλύζουν αδρότητες.
φευγαλέα.

στον ορίζοντα του Ηραίου
αναβλύζουνε θάλασσες.
πανσέληνος!

κάθυγρα κορμιά
αναβλύζουνε τριγμούς.
ταυτοφωνία!

από το Ένα
αναβλύζουνε μορφές.
αγέννητο!


Γιώργος Πρίμπας.

Προδημοσίευση της συλλογής "Νίκη των Τετριμμένων"

Ολιγόγραμμα ΙΙ

Η μισή Ρίτα έπεσε στο μπάρ

Μεσάνυχτα ματωμένα στάζουν σαν υγρασία
σ' αυτήν την γενέθλια κωμόπολη
ποντάροντας τον εαυτό μου σ' αυτό εδώ το μπαρ
... του ερέβους.

Νιώθω σαν μόλις να δολοφόνησα
την σιωπή μου γράφοντας
από μνήμης τσαλακωμένες σημειώσεις κρατώντας
κι ύστερα κι άλλες
κι άλλες
και όλες μαζί για πέταμα.

Στα μάτια ενός σκύλου η πραγματικότητα
είναι λιγότερο πραγματική από κάθε
τι άλλο υπάρχει σ' ένα κεφάλι
ανοιγμένο σαν καρπούζι.

Απ' την σκισμένη αφίσα στο μπαρ
η μισή Ρίτα έπεσε
η άλλη μισή με κοιτά
με μισό μάτι.

Ει Ρίτα κερνάω σαμπάνια
θα κάνουμε και κόκα αν το θες
κάνε μου παρέα σήμερα
που βρέχει κίτρινα φώτα
στη λεωφόρο
που βρέχει δάκρυα στα μάτια του σκύλου
που του σκοτώσανε τα παιδιά του.

Φέρε και τη Ρόμι μαζί
θα περάσουμε φίνα οι τρεις μας
μια κίτρινη τρύπα η ψυχή σου
που με ρουφάει.
Πυκνές γάζες αυτή η τρέλα πού έρχεται σε δόσεις
κι άλλοτε με μιας δριμύ χαλάζι στα κεραμίδια πέφτει
κομμένα γάντια στους κροτάφους αυτή η νύχτα μάτια μου
ζεστές παραισθήσεις απ' το φούρνο μικροκυμάτων
του μυαλού σου
και τα όνειρα που ακουμπούν στο αλκοόλ

το ξέρω Ρίτα σε ξέρω και με ξέρεις καλά
όταν σβήνουν τα φώτα λευκές αράχνες
τα μάτια σου
τα συντριπτικά σου δάχτυλα με καθήλωσαν
στη γωνιά της νύχτας χωρίς νύχτα
στραγγαλίζοντας μ' ένα μαξιλάρι
την κραυγή του κενού σου.

Σε είδα στο Χάρλεμ προχθές παρέα
με κάτι μαύρους να προσπαθείς
να ψωνίσεις την ζωή που έχασες
να ψάχνεις τη μάνα σου στα σκουπίδια
της έβδομης λεωφόρου και τις στρατιές
των ανδρών που γεράσανε περιμένοντας
ένα ψεύτικο νεύμα σου.

Πολύ κοινή κατάντησες κούκλα μου
μαγειρεύεις με ποδιά και ρόλει
και τα παιδιά σου περιμένεις στη στάση
του λεωφορείου να γυρίσουν απ'το σχολείο
κι ύστερα το βράδυ στην τηλεόραση να σας πεί
παραμύθια ο μπαμπάς
και φιλί στο μάγουλο και καληνύχτα.

Ρίτα γάμησε τα μωρό μου
καλπάζει ο θάνατος στις ενδορφίνες
του μυαλού σου
αυτή η ζωή ελάχιστη ζωή έχει μέσα της
ειν' τα σκαλιά απλά μιας σκάλας που
όλο κατεβαίνει και κάπου ξαφνικά
σπασμένο σκαλοπάτι.

Έλα κι έχω κλείσει δωμάτιο για μας
για μια νύχτα μόνο
στο intercontinental της κόλασης
έχει την καλύτερη θέα από δω
ο παραδεισένιος κόσμος των αστών...
 
Βαλάντης Βορδός

Ίσως

Πέτρα σκαλισμένη η καρδιά μου
πάνω στα βουνά
έχει τη μορφή τώρα της άμμου
σκόρπια, πουθενά..

Ανεμοδαρμένο τ’ όνειρο μου
με χρυσά φτερά
διάφανα τα βλέπω σαν εντόμου
μ’ άκρα κοφτερά.

Βάσανο μεγάλο το κορμί μου
πώς ισορροπώ;
Ίσως να ‘μαι ρόδο της ερήμου,
ίσως ν’ αγαπώ.


Κώστας Σφενδουράκης


Χριστίνα Μέτσικα

Fide Koksal

Μελοποίηση: Χριστίνα Μέτσικα

Τοξικά Ερείπια ΙΙΙ [Βαλάντης Βορδός]

στους Κώστα Σφενδουράκη και Γιώργο Πρίμπα


Αυτή η σιωπή που απλώθηκε
αργά τη νύχτα στο δωμάτιο
βγήκε σιγά σιγά
σε κομμάτια απ' την ψυχή των πραγμάτων
ξεδιπλώνοντας μέρες παλιές
την μάνα μου που μου 'χε κρύψει τον Καρυωτάκη
''μην κάνεις κακές παρέες'' μου 'λεγε

έτσι εγώ τις άφησα για αργότερα
τις μεγένθυνα
τις εμπλούτισα
βρήκα κι άλλους φίλους
άλλες κακές παρέες και συναναστροφές.

Ανακάλυψα τον Αλέξη και τον Αλέξη
τον Τραϊανό και τον Ασλάνογλου
τον Μαγιακόφσκι και τον εξαίσιο
εκείνο Κάρολο
''έλα! ω, έλα στο ταξίδι των ονείρων, πέρα απ' το δυνατό,
πέρα απ' το γνωρισμένο''

κόλλησα μαζί τους σαν το χανζαπλάστ
στην πληγή της καρδιάς
ανεξέλεγκτος πάνθηρας η φαντασία
μού 'σπαγε τα δάχτυλα

έτσι που κάθε άγγιγμα
κάθε μικρή μετατόπιση
να' ναι η οδυνηρή κλιμάκωση
του σκισμένου μου προσώπου
σε χίλια τεμαχισμένα χαμόγελα
μοιρασμένα δεξιά και αριστερά
σε φίλους γνωστούς και γκόμενες
με ψηφιακή καρδιά και ψηφιακά πόδια

που για ν' ανοίξουν θέλουν το μαγικό
σου λογάριθμο, το ψηφιακό σου κλειδί
το μαγικό συνδυασμό
χρήματα χρήματα, γρήγορο αμάξι, εξοχικό στη Χαλκιδική
σε μέρος in, μα να' σαι και καλό παιδί
με μόρφωση και λεπτά αισθήματα.

Να μεγαλώσεις τα παιδιά σου με αρχές και ιδανικά
με Γαλλικά και πιάνο
για να καταστρέψουν ότι έχει απομείνει όρθιο
απ' τους προηγούμενους τύπους με τα οράματά τους.

Εγώ δεν έχω τίποτα απ' όλα αυτά
οι παρέες μου ήταν ανέκαθεν κακές
κι οι επιρροές μου άσχημες

η μάνα μου όσο και να προσπάθησε
για να με συνετίσει
με μια βελόνα να ξεμπερδέψει
τις χαώδεις μου φλέβες δεν μπόρεσε

έτσι που η κούνια μου
στην ποίηση ακούμπησε
κι έγειρε η πλάστιγγα
προς τις παλιές παρέες
και ''βαβήλ σκοτεινό''
η νέα μέρα και η επόμενη...


Βαλάντης Βορδός

Η ΩΔΗ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ ΜΟΥ (μόνο με αίμα, γράφοντας κόκαλα)

Σπλάχνο μου,

ούρλιαζε η μητέρα μου κι έτρωγε την καρδιά της.

Μαύρα ντυμένες γυναίκες γύρω της, της κρατούν παρέα.

Μα εγώ που αναχώρησα ήθελα να πω,

αφείστε να μιλήσει ένα ηπειρώτικο μοιρολόι, μια αμοργιανή μαντινάδα που πλέει στο Αιγαίο.

Nina.

Billie.

Βαμβακάρης.

Τι θέλουν γύρω μας αυτές οι υποκριτικές στο πένθος γυναίκες,ήθελα το δωμάτιο βαμμένο από κεράσι,

σαν αυτό που έβαψαν το στόμα μου.

Τελευταία επιθυμία.

Ρέκβιεμ.

................................................................................................

Κάποτε αγάπησα κάποιον που με είπε (ΕΙΜΑΡΜΕΝΗ), το τραγικό ήταν πως ποτέ δεν με πίστεψε.

Του είπα,

από παιδί έβγαζα τα δόντια μου και τα έβαζα στο φεγγάρι,

διάβαζα κι έγραφα ποιήματα,

τα ποιήματα ήταν πρόβατα που μαλάκωναν τον λύκο.

Διέκρινα την αξία που έχουν τα δάκρυα σαν ρέουν,

κάποτε από ευγνωμοσύνη, κάποτε από πόνο, κάποτε από έρωτα.

BAUDELAIRE! Σε λατρεύω!

................................................................................................

Ο έρωτας έβοσκε στα καφενεία, στα μπουρδέλα, στα σχολεία,

στα ασφυχτικά μέσα μαζικής συνεύρεσης,

στις κλούβες με τους μαύρους που κοίταζαν έξω από τα τζάμια σαν τίγρεις θλιμμένες,

θεέ μου, είπα,

πως αντέχεις να βλέπεις μια τίγρη θλιμμένη;

Έβγαλα τα σπλάχνα μου,

τα μοίραζα σε φτωχικά δωμάτια, σε δωμάτια υπόγεια, σε ερωτικά αγκαλιάσματα,

πάντα ο έρωτας ξαγρυπνά τον θάνατο.

Μητέρα.

Ρέκβιεμ.

................................................................................................

Κι όμως, ενώ σαν παιδί είχα μόνο όνειρα να σαλεύω

γέμιζα μέσα μου τα ψυχικά αποθέματα,

αγαπούσα πάντα τον ήλιο, όταν με χάιδευε στα μάτια, όταν χάιδευε τα βουνά μπροστά στην θάλασσα.

Η όψη του δίκαιου και του άδικου πάντα στον πνεύμονα μου ουρλιαχτό.

Τις νύχτες που φωνάζει ο έρωτας, που δυναμώνει η αρρώστια,

τις ημέρες που δεν μπορείς να σκεφτείς από το τόσο φως.

Δημήτρης Ροδόπουλος. Ωδή!

................................................................................................

Κι ενώ με έκαιγε η ζωή,

μια πόρνη πολυτελείας μου έκλεψε κοσμήματα αγαπημένα, κλεπτομανής στο είδος,

έβαλε στην ζυγαριά, ένα τίποτε σε γραμμάρια την ψυχή μου ένα γραμμάριο ο χρυσός.

Λιωμένα δόντια εβραίων. Και κάθε.

Πως αντέχεις θεέ μου να βλέπεις να μην αφήνονται στην ησυχία τους οι νεκροί;

Ρέκβιεμ!

................................................................................................

Ο έρωτας είναι πάντα η αιτία να ανακαλύπτεις τον άλλο μέσα από εσένα

και τούμπαλιν.

Κρυφά λατωμεία αναδεύουν οσμές σάρκας, εσώρουχα μαύρα, χέρια αγγέλων κολασμένων

πάνω σε ανακατωμένα στρώματα.

Μπορεί ένα στρώμα να κλάψει,

όταν είδε τους εραστές να συνθέτουν σωματικά σονέτα,

μιας ώψιμης τρέλας, μιας φευγαλέας τρύπας στο φεγγάρι.

Ένα μεθυσμένο πρόσωπο βυθισμένο σε ένα άλλο πρόσωπο.

Τίποτε δεν ξέρεις αν δεν σκέφτηκες να πεθάνεις για τουλάχιστον έναν έρωτα.

Φωτιά σε σύννεφο πληγωμένο.

Τζάμι που κόβει τα δάχτυλα μου και πίνω το αίμα.

................................................................................................

Χρόνια κοφτερά, χωμένα στο χαλάζι,

στον αγρό μια παρθένα γυμνάζει τα στήθια της φορώντας κόκκινο σκούρο του αίματος.

Αγαπώ το αίμα,

γράφει όμορφα στα ποιήματα,

γράφει όμορφα στα πρόσωπα,

κάνει την καρδιά μου μηχανή υποστήριξης στις αισθήσεις μου,

άλλο οι αισθήσεις,

άλλο τα αισθήματα.

Ένα καράβι που φεύγει από το λιμάνι, η ψυχή μου που κλαίει,

σαν ελάφι που έχασε την μητέρα του,

κλονίζομαι από την ζωή. Καρούζος.

Σαχτούρης.

................................................................................................

Απορείς κάποιες φορές γιατί απομακρύνομαι.

Έχω ανάγκη να μένω μόνη μου,

γεννούν τα αστέρια ελπιδοφόρα βρέφη και τα βλέπω.

Από τα κόκαλα βγαλμένη η ελπίδα,

άλλο η ελευθερία,

την πρώτη γεύση της ελευθερίας την πήρα όταν αντιστάθηκα με τον τρόπο μου στους γονείς μου.

Όταν μπορούσα πια να πάρω γεύσεις ομορφιάς χωρίς να γεννάει αυτό ανία, πάντα με έκπληξη.

Και δίχως τοξικότητες.

Όξινες γεύσεις και γλυκές. Βασανίζουν τα μέλη μας.

Μα έτσι τα μέλη μας θριαμβεύουν.

Από τις ήττες τις επώδυνες.

Τα βιβλία της ανησυχίας.

Πεσσόα! Σε λατρεύω.

................................................................................................

Την στιγμή που άρχισα να φεύγω από το σώμα μου σκέφτηκα τι είναι πολιτισμός.

Είναι η ευγένεια, φυσική αρχόντισσα και πολύτιμη μάνα-σύμβολο.

Ο έρωτας.

Τα αρχαία αγάλματα.

Η τραγωδία. Το αρχέγονο ένστικτο. Η αναλυτική σκέψη που φέρνει τα ερπετά στο φως.

Φυγαδεύει τα σκοτάδια τα ψυχικά ,πέραν του χάους.

Η αγάπη.

Ανιδιοτέλεια. Μότσαρτ!

Μπιθικώτσης!

Η ποίηση.

Όμηρος! Με τύφλωσε το τόσο σου φως!

Ο ήλιος!

Ζωοδότης.

Πατέρας και μητέρα στα κρύα μας σπίτια.

Κοιμητήρια ζεστά από ένα γυναικείο χέρι, ένα λουλούδι στο μάρμαρο.

Θεέ μου πως αντέχεις να βλέπεις τους ποιητές να χτυπούν την νύχτα τα λευκά τους μάρμαρα;

Πάντα ο έρωτας. Αυτή η ατέλειωτη αρχαία κολώνα μεταξύ ουρανού και γης φτιαγμένη από αιμοσφαίρια.

Ειμαρμένη, με είπες, μα δεν πίστεψες πως βαθιά σε ερωτεύτηκα.

................................................................................................

Και τώρα μητέρα,

ευχαριστώ που έβαψες το δωμάτιο και το στόμα μου με κεράσι,

κάμετε έναν χορό,

ίσως λίγα πνευστά, ένα τρομπόνι, μια ντραμς,

Miles Davis.

Ένα μπουζούκι.

Χαράξτε λέξεις στα πατώματα χορεύοντας θανάτους.

Ο θάνατος δεν είναι αυτό που ξέρουμε. Τίποτε δεν ξέρουμε.

Ανοίξτε τα παράθυρα, κοιτάξτε τους καθρέφτες.

Τίποτε δεν είναι η ζωή αν δεν την έζησες.

Ένα τσίριγμα από κάποιο μεθυσμένο βαγόνι τρένου.

Ένα τσιγάρο δρόμος.

Όλα είναι δρόμος.

Τζακ Κέρουκ. Τόσο αθώος και κολασμένος.

Φέρτε ένα βιολί, ανάψτε το.

Κάντε το αηδόνι, αυτό είναι ο θάνατος, το τραγούδι από το αηδόνι.

Μάνος Χατζηδάκης. Η προσωπογραφία της μητέρας μου.

Λιτές τελετές.

Πετρολούκας πάλι.

Πεθαίνω, μα το ξέρεις έζησα. Με δόντια, με νύχια. Χορεύοντας εκστασιασμένα.

Πανσέληνος.

Μουδιάζω.

Ανατέλλω...


Πόπη Συνοδινού