«Θέλουν να σας κάνουν καλά. Αλλοίμονο, εκεί φτάνει ο παραλογισμός των λογικών. Καλά, δηλαδή να γυρίσετε πίσω, έξω στην τέφρινη πραγματικότητα, να ξαναδήτε πίσω με την κρίσι του ακέραιου μυαλού την πιο αβάσταχτη, την πιο αρμολογημένη αλλόφρονη λογική της ζωής που σκοτώνει την ανθρώπινη καρδιά. [...] Μα τι θα βάλετε στη θέση του οράματος εσείς οι λογικοί; [...] Καλοπροαίρετοι γιατροί μου, αν επιμένετε να με γιατρέψετε από κάτι, γιατρέψτε με από την λογική».

Ρώμος Φιλύρας από το δρομοκαΐτειο

Το άλογο των ονείρων

Το άλογο των ονείρων μου με την πνοή μου χαίτη
μ’ έναν ταχύ και άγρια όμορφο καλπασμό
φεύγει από χρόνους και καιρούς με θείου φωτός τα έτη
να φέρει εικόνες άφθαρτες τα όνειρα να κοσμούν.

Κι εγώ σαν κύριος αυτού και μόνος αναβάτης
πάνω του μένω αθάνατος ποτέ μου δεν γερνώ
κι ας ξέρω ότι αυτή η χαρά σαν κόρη οφθαλμαπάτης
σ’ ένα ταξίδι θα χαθεί που θα ‘ναι το στερνό.

Το άλογο των ονείρων μου όταν θα ξαποστάσει
θα ‘ναι η μοιραία αυτή στιγμή για πάντα να χαθεί
να σκλαβωθεί από κείνο που τα πάντα υποτάσσει:
το τελευταίο τ' όνειρο το αιώνιο το βαθύ!


Κώστας Σφενδουράκης

Μανδραγόρας

Μας φίλησε έναν-έναν.

Πάτησε στο αύριο και πήρε αντίστροφα τη ζωή.

……………………………………………………………………

Μόλις το τραίνο βγήκε απ’ το σταθμό,

ακούμπησε στο τζάμι,

φόρεσε γυαλιά τη βροχή κι όλο έγραφε…

Πρωί και τα χωριά - με κόκκινες ουρές κυλούν στις ράγες

και μακριά μια θάλασσα απ’ το μέλλον αχνοφέγγει.

Έχει ήδη πεθάνει μέσα της – η μην κι εκεί γεννήθηκε?…

«ότι εισήλθοσαν ύδατα έως της ψυχής μου»…

-Αν οι Κένταυροι φοβούνταν την φωτιά πως δίδασκαν ημίθεους?

Θα αγοράσει το γεφύρι του Ντε Κίρικο και θα μάθει.

Από τη κορφή της πέτρας οι ασφόδελοι είναι ευανάγνωστοι.

Τα μυστικά είναι κρυμμένα στα μούσκλια.

Τα μυστικά –σκορπιοί κάτω από υγρές πέτρες

που χύνουν φαρμάκι και κραυγές αν τα ενοχλήσεις , μόνον…

Του ’χε πει η μάνα του το γήτεμα, μα το ‘χασε μαζί με το σπίτι του πρώτου του έρωτα.

Ξανά δεν το θυμήθηκε. Πορεύτηκε χωρίς, όπως όλοι….

Ο ήλιος ανεβαίνει, μαζί και το τραίνο.

Ήλιος ή πέτρα?

Ποτέ δεν είχε δίλημμα αφού από πάντα γνώριζε πως έχει πεθάνει στο νερό.

Όπως από πάντα προσευχόταν στον Τροπαιοφόρο

- ακόμα κι όταν έψαχνε το δράκο Του σε άλλη εικόνα -

του Αϊ Δημήτρη στη Θεσσαλονίκη.

Μέχρι τότε είχε σχέσεις μόνο με αγίες-πάντα γυναίκες.

Οι άγιοι, έδειχναν το δρόμο σε σφαγμένους άντρες

στη Μικρά Ασία.

Άντρες που δεν γνώρισε παρά μέσα στα όνειρα.

Ο Γιάννης, ο Κυριάκος, ο άλλος Γιάννης, ο Ζάχος γεννήθηκαν αλλού,

όμως μαζί έδεσαν κλωστές και κούρσεψαν μαζί τη νιότη.

Τώρα το ξέρει: κανένα πλιάτσικο δεν γίνεται βιός.

Χαμογελάει: αυτοί οι πειρατές, στήσανε περι-ουσία…

Σουρουπώνει και βλέπει στο τζάμι τα δέντρα που φυτρώνουν γύρω απ’ το καπέλο του.

Είναι δέντρα με διπλή ρίζα σαν του μανδραγόρα, μια καρφωμένη στη καρδιά και την άλλη στη θάλασσα.

-Λες αυτό να τον σκοτώσει στο τέλος? «…να ‘χε η νοσταλγία σώμα…»

Βλέπει τον κόκκινο λεκέ να απλώνει στο πουκάμισο….

Μασκοφόροι απ’ τα πλούσια καρναβάλια της Βενετιάς και της Σμύρνης συνάζονται στην άκρη του βαγονιού.

Βγαίνουν από το όνειρο του αδελφού που πνίγηκε στη κούνια απ΄ το βήχα και

«..αλλ’ έσωσας εκ των αναγκών την ψυχήν μου» διαλύονται στο σφύριγμα του τραίνου

– ή μήπως στις καμπάνες της Αγίας Φωτεινής?

Αλήθεια τότε την είδε για πρώτη φορά?

Φορούσε τακούνια ή μόνο μεγάλα θλιμμένα μάτια?

Γιατί δεν τη θυμάται?

Έφτασε δειλινό κι ακόμα βρέχει. Ακουμπάει το βλέμμα στα στάχυα και βυθίζεται στο σώμα της.

Κολυμπάει ως τη καρδιά της και γεννιέται με ένα χτύπο…

Μαρία την έλεγαν και…θυμάται ξανά…

Οι τροχοί τον κοιμίζουν.

Πόσων αιώνων γίνεται αύριο? Πόσες γυναίκες με αγάπη του θρέψαν την σοφία?

Τώρα σωπαίνει με δύναμη.

Ένα τσιγάρο στα δάκτυλα αγρυπνά δίπλα σε λέξεις- νυχτερινό φορτίο σε γκαζάδικο αρόδο στον Πειραιά.

Να προλάβει πριν η κόκκινη γεωγραφία απλωθεί στο γιλέκο…

Νυχτώνει…

Στις ράγες η γη, αιώνων ζωή και τα αστέρια προγράφουν την άφιξη και την αυγή.

Δίπλα στο σταθμό θυμάται τους αγίους της γενέθλιας μέρας:

Ιωαννίκιος, όσιος – Νίκανδρος και Ερμαίος, ιερομάρτυρες.

Δεν προλαβαίνει να ανάψει κερί.

…Έχει να φυτέψει το κτήμα στα δέντρα που φύτρωσαν στο καπέλο του,

να ταχυδρομήσει μια κάρτα ,

να ξηλώσει τα πουλιά απ’ τα ρούχα και να ταΐσει τις γάτες,

να δοκιμάσει το νιο κρασί για να ποτίσει τα γραπτά του

και να κατέβει στο πηγάδι της αυλής για να σώσει το δίχρονο αγόρι

που κολυμπάει εκεί κρυμμένο απ’ τα χρόνια της φωτιάς,

ταϊσμένο από αλλόθρησκα χέρια

«ότι έπ’ εμέ ήλπισε και ρύσσομαι αυτόν, σκεπάσω αυτόν, ότι έγνω το όνομά μου»


Άννα Παυλίδου

Λοχεία

Ένα άλογο από σύννεφο φτιαγμένο
θάλασσα μαύρη, σκοτεινό γυαλί...
ο ουρανός θηρίο ματωμένο
με ένα πλευρό σαν κόκκινο χαλί

ακούγεται και πάλι να μουγγρίζει
τα μάτια του πετάνε αστραπές
θυμοί ξεσπούν πυκνοί, θολοί και γκρίζοι
ξερνούν κραυγές αιώνων και σιωπές.

Το απαύγασμα του σύμπαντος εικόνα
εικόνα που κανένας δεν θα δει
γεννά η ψυχή και μοιάζει με λεχώνα
που έχει στην αγκαλιά νεκρό παιδί...


Κώστας Σφενδουράκης

Η μπαλάντα του Ντύλαν Τόμας (Juliet & Romeo)

Koίτα τι πάθαμε οι δυο μας
Εγώ που κλαις κι εσύ γελώ
Σαν τους νεκρούς του Ντύλαν Τόμας
Σαν του '60 τα μελό

Νέα δεν έχω να σου γράψω
Μέρα και νύχτα υπνοβατείς
Μες στο τραγούδι σου θα ψάξω
Όλο τον κόσμο να με βρεις

Πίνω πολύ καπνίζεις κι άλλο
Όπως ο Τσαρλς παραληρείς
Καμιά φορά σε αναβάλλω
Εγώ είμαι δύο και συ τρεις

Ο Ποσειδώνας κι η Αμφιτρίτη
Δες μας πού φτάσαμε στ'αλήθεια
Juliet & Romeo στην Κρήτη
Πολλές σφαγές κι εμείς ερίφια

Κάτι να βρεις για να σου γράψω
Όσο ακόμη είναι καιρός
Δύση κι Ανατολή θα κάψω
Γιατί είναι ο έρως πορφυρός

Αγάπα με και μη με τρως.


Χαριτίνη Ξύδη


Πανσέληνος Μυστικός Ύπνος

Μέσα στο δέντρο έχω αλητέψει
αλήτες τα κλαδιά και φίλοι
λούζεται στο φεγγάρι η σκέψη
να 'ν' όμορφη πριν βγει απ'τα χείλη.

Τα φύλλα η δροσιά τα γλείφει
στάζει από πάνω τους ο πόθος
η θάλασσα ντυμένη νύφη
με νυφικό το σεληνόφως.

Με παίρνει ο ύπνος κι ένα αστέρι
έχει μπλεχτεί μες στα μαλλιά μου
κι εσύ 'σαι μες στην αγκαλιά μου...

μα το πρωί ένα περιστέρι
το μήνυμά σου θα μου δώσει
κι όλα θα μ' έχουνε προδώσει !


Κώστας Σφενδουράκης

Μάλλον υδράργυρος...

Τα 'χω χαμένα...
βρίσκομαι εδώ
χωρίς εμένα.

Γλώσσα ξυράφι
χωρίς φειδώ
πάνω μου γράφει:

Είσαι δικός μου,
είσαι ρωγμή
γυάλινου κόσμου

και θα ματώσω...
σε μια στιγμή
θα σε προδώσω !

Κοίτα πως βρέχει
μαύρη βροχή
σαν αίμα τρέχει.

Σχίζω τα μάτια
και την ψυχή
χίλια κομμάτια...


Κώστας Σφενδουράκης

Θάλασσα

Θάλασσα πάρε μου τούτες τις νύχτες
και σκέπασέ τες με τα κύματά σου,
τώρα έχουν πάψει πια οι ωροδείκτες
σ’ άκουσε ο χρόνος μου που του 'πες «στάσου!».

Θάλασσα την αυγή που αλλάζεις χρώμα
και στον ορίζοντα γλυκά ροδίζεις
γίνεσαι της ψυχής γαλήνιο στρώμα
κι «έλα στα σπλάχνα μου» μου ψιθυρίζεις.

Θάλασσα μ’ έλουσες νερό και αρμύρα
όταν βαπτίσθηκα μες στον αφρό σου
κι έγινες μέσα μου άγρια πλημμύρα
μάνα αέναης, αρχαίας δρόσου.

Θάλασσα ο νους μου στην καρδιά μου ράβει
τα γαλανά σου αλλόκοτα κεντίδια
και γω τον πόθο μου κάνω καράβι
στην αγκαλιά σου να γευτώ ταξίδια.


Κώστας Σφενδουράκης

Ο Λόφος

Πώς να’ναι τώρα που πέφτει ο ήλιος στο λόφο

απέναντι απ’το σπίτι σου...

τι ώρα θα ξυπνάς άραγε;

Θα’χει σκοτεινιάσει;

Ποια θα’ναι η πρώτη κουβέντα που θα λες

Θ’ανακατεύεις τα μαλλιά σου?θα τα’χεις κόψει;

Θ’ανοιγοκλείνεις τα μάτια σου σαν

Απορημένο παιδί;



Εκεί στο λόφο απέναντι απ’το σπίτι σου

Είχα καπνίσει το πρώτο μου τσιγάρο

είχα ζαλιστεί τόσο απ’την πρώτη ρουφηξιά

που δεν έβλεπα μπροστά μου

Δίπλα το νεκροταφείο...

Έλεγες πως μυρίζουν οι νεκροί λεβάντα

Αναλόγως από πού έρχεται ο αέρας

Εγώ μύριζα από τότε λιβάνια

Αλλά ο καπνός αγρίευε τη μυρωδιά

Και φοβόμουν

Ήθελα να ξεσπάσω τη φωνή μου με κραυγές

Κάποιες φορές το έκανες εσύ κι ακούγονταν

Ο αντίλαλος σ’αγαπώ χωρίς να’χεις πει αυτό

Άναβαν τα καντηλάκια το βράδυ απ'αυτό το σ'αγαπώ

βαρκούλες με τα πυροφάνια τους στο πέλαγος του Άδη

κι άλλες φορές το'λεγες στ'αλήθεια ίσα ίσα ψιθυρισμένο

αλλά με ξεκούφαινε



Τέλος πάντων έλεγα για το λόφο

το πρώτο μου τσιγάρο κάτω από μια ελιά

παραδίπλα το σχοινί του Ιούδα φθαρμένο

Έβαλες το χέρι σου μέσα στο τζιν μου

με χάιδευες όσο κάπνιζα

Δεν ήξερα να πω αν μ’αρέσει

Ούτε το τσιγάρο ούτε το χάδι

Πώς να’ναι τώρα στο λόφο;

Ποιες μυρωδιές να ανακατεύονται στα μαλλιά

στα δάχτυλά σου...

Φιλάς ακόμα τα πέταλα στις μαργαρίτες;

Ποιοι χαϊδεύονται κάτω απ’την ελιά;

Πώς μυρίζουν οι ανάσες των κρεμασμένων;

Κάποτε ο αέρας μου φέρνει σκουριά

από αίμα σκοτωμένο

κι άλλοτε κοπριά απ'τα βουστάσια

-δεν φοβάμαι

φυτίλια κρατάνε ζεστή τη φωνή και τη μνήμη

Αλλά εγώ έχω μάθει πια στα λιβάνια

όλο πένθος συναντάω

Βαρύ σκοτεινό πηχτό σαν κατακάθι

Γι’αυτό πρώτη φορά αναρωτήθηκα για κείνες

Τις παλιές συνήθειες

να χαϊδευόμαστε κάτω απ’την ελιά

Να τρέχουμε ξυπόλητοι με τους κουβάδες

κατά μήκος του Ποταμού για να πιάσουμε καβούρια

Να κολυμπάμε γυμνοί από τα μέσα Απριλίου

Να πατάμε αχινούς και να μου βγάζεις

Τ’αγκάθια απ’τις πατούσες

να λιαζόμαστε σαν σαύρες δίπλα δίπλα

ν’ανακατεύω τα μαλλιά σου

να μου μαθαίνεις στην καραμπίνα σκοποβολή

αλλά μόνο στα άδεια τενεκεδάκια της ΕΨΑ

ρίχναμε τα χιλιοτρυπούσαμε και βγάζαμε το άχτι μας

έπειτα παριστάναμε ότι όπως οι μεγάλοι πηγαίναμε

κι εμείς για Τσίχλες στις Σκιές του Αη Γιώργη

Ενώ στο είχα υποσχεθεί

Δεν θ’αναρωτηθώ πώς θα’ναι στο λόφο

Ούτε στο παλιό σπίτι που...

Ούτε θα θυμηθώ πως την πρώτη φορά

Που κοίταζες ώρα τα μάτια μου

Είπες πως είναι το ασπράδι της ίριδας

Πλοίο για ν’αράζουν λιμάνια

Στο είπα

Έκανα λάθος και ζαλίζομαι

και μπερδεύομαι

Χωρίς μήνες και μέρες

εγώ το ξέρω

Χαλάλι σου κι ο αμφορέας

Και η τουφεκιά

Άλλωστε έκοψα το τσιγάρο

Πάω συχνότερα στα νεκροταφεία





Και τώρα είναι Δεκέμβρης

Ο μήνας που σκοτώνονται οι θάλασσες

Κι όλα τα φύ[λ]λα καίγονται στο 22


Χαριτίνη Ξύδη

Νανούρισμα

Ποιο βάσανο σε γέρασε κι ακόμα
ποια αίσθηση σ' αγκάλιασε χαράς
που φόρεσες του έρωτα το σώμα
με της φθοράς.

Ποιος άλλαξε το κλάμα αυτό με γέλιο
ποιος άφησε στα χείλη σου φιλί
και βγαίνει απ' το στόμα ευαγγέλιο,
λευκό πουλί.

Οι εικόνες την αλήθεια τους να στάζουν,
ποιος σου 'δωσε δυο μάτια κοφτερά
του κόσμου όλα τα πρόσωπα να μοιάζουν
λυπητερά.

Την άχρωμη ομόρφυνε ψυχή σου,
την πήρε στον δικό του ουρανό...
εσύ ήρεμα πέσε και κοιμήσου,
θα σε κουνώ !


Κώστας Σφενδουράκης

Από χρόνο μου λείπεις

Από χρόνο μου λείπεις... Καθώς το σπίτι που γεννήθηκα ήρθε
να γίνει από τόπος χρόνος της μνήμης, μια προσπάθεια να
κρατηθούν οι λεπτομέρειες από λέξεις γιατί τα πράγματα δεν
υπάρχουν πια, ήρθαν άλλα πράγματα και κατοίκησαν το
παλίμψηστο, η διφθέρα της αφής σκεπάστηκε κι αποκάτω
κυλάνε εικόνες πένθους επ' ελπίδι εκφράσεως. Το μου λείπεις
ήταν για μένα από χώρο και από απόσταση. Ήταν μέσα στην
παρηγορία μιας επανάληψης στο χρόνο. Κάτι σχεδόν
καθησυχαστικό. Και ξαφνικά μου ήρθε ο χρόνος... Από χρόνο
μου λείπεις και πέφτω μέσα στην απαρηγορησία. Γιατί σε
παίρνει μαζί του το ανεπανάληπτο της στιγμής και σε
μεταφέρει στις τελετές του ξανακερδισμένου χρόνου...
Ο τόπος και η απόσταση που μου λείπεις κυλάει στο πένθος του
χρόνου και γίνεται ένα ρευστό. Οι στιγμές που μου λείπεις θα
εξαγοραστούν μόνο στον κόπο του συμβολικού. Και μέχρι να
συμβεί αυτό θα παραμένουν ανεξαγόραστες, στιγμές
δηλητηριασμένες από αυτό το πικρό του μου λείπεις... Από
χρόνο μου λείπεις και η στιγμή που μου λείπεις έρχεται να
στοιχηθεί δίπλα σε όλες εκείνες τις στιγμές που εκφράζει ένα
μου λείπεις... Από χρόνο μου λείπεις και πέφτω πάλι σ' εκείνο
το πριν από τις λέξεις απαρηγόρητο. Πάντα κάτι μικρότερο
πάντα από μου λείπεις και πουθενά έξω από λέξεις.


Γιώργος Μίχος

Η πλάνη

Μια παρεϊτσα τα παιδιά τα κουτσολένε
μοιάζει πως είναι τελικά η ζωή ωραία
τη μια γελάνε του σκασμού την άλλη κλαίνε
από χαρά κι από συγκίνηση η παρέα.

Και λέει ο Νίκος με τον τρύπιο του το σκούφο
που τον μοστράρει λες και ειν’ από μετάξι
«μένα μου φτάνουνε παιδιά τα λίγα που 'χω∙
μ’ αυτά ειμ’ εντάξει μάγκες μου είμαι εντάξει!».

Και συμφωνώντας συμπληρώνει ο Θανάσης :
«μου αρκεί λίγο φαΐ και λίγο να φουμάρω∙
μη δίνουμε στη φτώχεια πια τέτοιες διαστάσεις...
μήπως υπάρχει ρε παιδιά κάνα τσιγάρο;».

«Που να βρεθεί;» του απαντάει ο Βαγγέλης
«και να το κόψεις τώρα είναι ευκαιρία...
ούτε να φάμε έχουμε μα τι τα θέλεις...
αρκεί που έχουμε παιδιά ελευθερία».

«Ναι το πιστεύω» παραδέχεται κι ο Νίκος
«είμαστε μια χαρά νομίζω τώρα παίδες
που απολαμβάνουμε έτσι τη ζωή ή μήπως
να λείπανε και τούτες δω οι χειροπέδες;!».


Κώστας Σφενδουράκης

Αποκάλυψη

Καιρός για να σας συστηθώ
λοιπόν καλοί μου δούλοι
τα λόγια μου έχουνε πειθώ
σας πείθω ως το μεδούλι.

Είμαι ο αφέντης κι ο αρχηγός
σας και της φαμελιάς σας
της συνειδήσεως ο ταγός
εγώ είμαι η μιλιά σας.

Στο σύστημά μου αιμορραγεί
όποιος θέλει να ζήσει
σε μένα ανήκει όλη η γη
σε μένα  όλη η φύση.

Είμαι της μέθης σας κρασί,
είμαι Εγώ, είμαι Εσύ.

Τυχαία δεν φτάσατε ως εδώ
είμαι η μεγάλη ιδέα
εγώ σας δείχνω την οδό
την άγια, την χυδαία

είμαι το τέλος κι η αρχή
του τέλους κάθε ελπίδας
είμαι η νέα σας εποχή
το νόημα της πατρίδας

κι εσείς πειθήνιοι εραστές
των πόθων μου επαίτες
σας κουμαντάρω τις κλωστές
μικρές μου μαριονέτες.

Είμαι η καρδιά σας που νοσεί
είμαι Εγώ, είμαι Εσύ!

Σκόρπιους σας έχω και στρατό,
το "θέλω" σας μου ανήκει
το "πως" δεν είναι ορατό
στην σίγουρή μου νίκη.

Κάθε καινούρια σας γενιά
δικά μου έχει σημάδια
δική μου και η παρθενιά
με τη δική σας άδεια.

Είναι τα ίχνη μου  νωπά
για πάντα στον καθένα
ποιος από σας δεν μ' αγαπά;
Μαζί μου γίνατ' ένα!

Ποιoς από σας δε με μισεί:
είμαι Εγώ, είμαι Εσύ!


Κώστας Σφενδουράκης

Ο καβαλάρης

Καβαλάρης της νύχτας με πάθος καλπάζει
στ’ άλογο του σε μια
σιωπηλή ερημιά

κι ο ουρανός το φεγγάρι λαμπρό ξεσκεπάζει
της σκιάς τη φυγή
τότε απλώνει στη γη.

Και τον σέρνει η σκιά σε απάτητα μέρη,
δίχως επιστροφή
και σε κάθε στροφή

νέο δρόμο του δείχνει από πάνω ένα αστέρι
με ορίζοντα αγνό
ν’ ακουμπά ουρανό.

Κι όταν θέλει πια λίγο για να ξημερώσει
η σκιά του φορά
μεταξένια φτερά

και νοεί τη στιγμή, δεν αργεί να τ’ απλώσει
κι όταν πάνω πετά
τ’ άλογό του κοιτά,

που καλπάζει μονάχο και μ’ αγάπη του γνέφει
τη χαρά της φυγής
στην αρχή της αυγής...

καβαλάρης της νύχτας καλπάζει στα νέφη
τ’ άλογό του δε ζει
θα το πήρε μαζί.


Κώστας Σφενδουράκης