«Θέλουν να σας κάνουν καλά. Αλλοίμονο, εκεί φτάνει ο παραλογισμός των λογικών. Καλά, δηλαδή να γυρίσετε πίσω, έξω στην τέφρινη πραγματικότητα, να ξαναδήτε πίσω με την κρίσι του ακέραιου μυαλού την πιο αβάσταχτη, την πιο αρμολογημένη αλλόφρονη λογική της ζωής που σκοτώνει την ανθρώπινη καρδιά. [...] Μα τι θα βάλετε στη θέση του οράματος εσείς οι λογικοί; [...] Καλοπροαίρετοι γιατροί μου, αν επιμένετε να με γιατρέψετε από κάτι, γιατρέψτε με από την λογική».

Ρώμος Φιλύρας από το δρομοκαΐτειο

Επί Κατόπτρου

Ο Άρχων χαϊδεύοντας την κόμη του
σκέφτεται κι έχει το ύφος του ατρόμητου:

"Μου έδωσε το χάρισμα του αήττητου
ένας λαός που σέρνω απ' τη μύτη του
κι απόλυτα με μένα συντονίζεται
ας χάνεται το γύρω κι ας γκρεμίζεται
το " θέλω" του στη μάχη πήρα λάφυρο"...
και λέει κοιτάζοντας προς το παράθυρο:

"Αφήστε μες στην αγκαλιά του Άρχοντα
με αγάπη τις ψυχές και τα υπάρχοντα"!


Κώστας Σφενδουράκης

Πτώσεις

Γόνιμα δάκρυα
γεμάτα χρώματα
πάνω στα χώματα
πέφτουν, τα πάτρια.

Ο ήλιος φώτισε
μέσα τα κύματα
και πυροδότησε
καρδιές και ποίματα

Ήτανε χάδι και
σαν χάδι πέρασε
ω χρόνε άδικε!
παιδί που γέρασε.

Όλα παρέρχονται...
κι αυτά που έρχονται.


Κώστας Σφενδουράκης

Ακόμη ένας μοιραίος

Σπάρθηκε η γη με απιστία
φύτρωσε η θλίψη και το μένος
με προσευχή και με νηστεία
πρέπει να εξέλθει αυτό το γένος.

Μπροστά του γίνεται ληστεία
κι εκείνος να κοιτά χαμένος
δεν την μπορεί την απληστία
ανήμπορος ειν' ο καημένος..

Αιωνόβιο τούτο το μαράζι
θα φτάσει σίγουρα ως το τέρμα
τόσο φθηνή η ζωή που μοιάζει
σαν φιλοδώρημα σαν κέρμα.

Κρατά η απάτη τώρα αιώνες
με νόμους, τάξεις και κανόνες.


Κώστας Σφενδουράκης

Αγόρι

τι σε ξύπνησε εκείνα τα πρόσωπα που δεν πίστευες ότι ζουν
ακόμα αφού ξέρεις τί βιάζεσαι σου μένουν έξη ώρες έξη
ολόκληρες ώρες παράδεισος φαϊ από το καλό ξάπλα με τα
πνευμόνια αδρανή χωρίς την απειλή της γλώσσας δεν έχεις
να πεις τίποτα αλλά κιόλας τα πράγματα έχουν πάρει τον
κατήφορο τί βιάζεσαι εκείνος έχει κάνει κιόλας τα κουμάντα
του στο σημειωματάριο γράφει λίρες για το παιδί ο ταξιτζής
που θα σε πάει μισοκοιμάται στην πλατεία ο κύριος χάρβαλος
είπε στην προϊσταμένη να ρθει πιο νωρίς κάτι βαμβακερά
αποστειρωμένα σε περιμένουν τί ξύπνησες και μου βιάζεσαι
που θα πας από τώρα η γυναίκα νιώθει βαριά είναι στις μέρες
της πάει για το αγόρι λέει της είπαν λέει έχει μυτερή κοιλιά...
ένα παλιό άλογο αντιπατάει στο παχνί κι ύστερα κοιμάται
εσύ γιατί ξύπνησες έχεις έξη ολόκληρες ώρες να αποφασίσεις
αν... στο καφενείο η μπόμπα τράβηξε όπου να ναι θα κλείσουν
ακούγονται κοκόρια και σκυλιά όπως είκοσι χρόνια αργότερα
που θα κατέβεις με το νυχτερινό τρένο και θ' ανέβεις τη
λεωφόρο... το τηλέφωνο στην πιάτσα των ταξί χτυπάει μια
δυο κι ύστερα σωπαίνει τί βιάζεσαι όλα είναι κανονισμένα ως
κι η γιαγιά από την Αθήνα έχει έλθει, οι νοσοκόμες θα βγούν
από τις αυτόματες πόρτες να πουν αγόρι για ν' αρχίσουν όλα
αυτά τί σηκώθηκες πιες ένα τσάι πάρε ένα αντιπυρετικό κι
αποκοιμήσου... έχεις ακόμα έξη ολόκληρες ώρες για να
γεννηθείς, έτσι δεν κάνεις μισό και πάνω αιώνα τώρα;


Γιώργος Μίχος

Υδρατμοί

Η λύση των σωμάτων είναι τα νερά, αποκεί τρέφονται οι
πυρετοί και τα μικρά που μας τραβούν την αλυσίδα αγρίμια ...
Μια ορισμένη πυκνότητα είμαστε υδρατμών σε μεσημέρια...
χαλαροί τόσο ώστε να γινόμαστε διαπερατοί από αμαρτίες...
αδοκίμαστα περάσματα χεριών, αγγέλων που επειδή δεν
έχουν φύλο τολμάνε κάποτε να δώσουν της αφής αγγίγματα
αγαλμάτων, κρυφά από τον αρχαιοφύλακα και σε άνωση
αθωότητας... Είναι των γυναικών να μην αποβλέπουν αλλά να
αιφνιδιάζονται σαν σεισμογράφοι ηδονικών σεισμών... ένα
τέσσερα ρίχτερ νοτίως του στήθους, με όλο μικρές
καταστροφές ανατριχίλες, εκεί που γυναικός το σώμα είναι
επικαιροποίηση αρχαίων λουτρών. Εκεί που θέλεις
επειγόντως μια γλώσσα καθαρεύουσα από πόθων κι έχεις
μονάχα γρήγορη ηδονή κάτω από γεφυράκια, με σὠματα που
δεν εχάρηκαν τη γύμνια τους για να συγχέουν στον μέλλον
τους τον έρωτα μ' εκείνο του κυνηγημένου... Πέρασε μια
στιγμή κι όσο έχεις το έχεις μια και δεν ενέδωσες, κι άφησες
στης πενίας το μέρος να σε οιστρηλατεί από έρωτος... Ενώ ο
πόρος είναι ακόμα αυτοί οι υδρατμοί στη μνήμη, ένα
αμφίβολο παιχνίδι στο λυσιμελές, να τρέφονται οι πυρετοί και
τα μικρά που μας τραβούν την αλυσίδα αγρίμια.


Γιώργος Μίχος

ΑΠΟΜΥΘΟ – ΠΟΙΗΣΗ

Λάτρεις πιστοί της απιστίας,
δήθεν αμόλυντοι κι αθώοι
και συγγενείς εξ αγχιστείας
με το λοιπό ανθρωπολόι.

Τρώμε απ’ την πείνα που μας τρώει–
φταιν οι εποχές της ασιτίας
που σκεύη γίναμε αχρηστίας,
των ποιητών εμείς το σόι.

Τώρα ο Πήγασος μουλάρι.
Κι οι Μούσες κάνουνε σαφάρι
μέσα στην ζούγκλα του εαυτού μας.

Τώρα μια ποίηση για… γνώστες,
μέχρι που μόνοι αναγνώστες
θα ’μαστε εμείς κάθε γρα-φτού μας!


Δημήτρης Ε. Σολδάτος (από το "Nobel λόγω ατεχνίας" )

Funeral blues

Βγάλτε απ' την πρίζα το τηλέφωνο και σταματήστε τα ρολόγια
και κάντε μ' ένα ωραίο κόκκαλο το σκύλο πια να μη γαυγίζει
τα πιάνα τώρα να σωπάσουνε το τύμπανο πνιχτό ας βουίζει
φέρτε το φέρετρο κι ας έρθουνε όσοι πενθούνε, δίχως λόγια.

"Είναι νεκρός!" είναι το μήνυμα, τ' αεροπλάνα εκεί αγνάντια
κύκλους στον ουρανό να κάνουνε και να το γράψουν στον αέρα
μαύρη κορδέλα να τυλίξετε σε κάθε άσπρη περιστέρα
κι οι τροχονόμοι ας φορέσουνε βαμβακερά και μαύρα γάντια.

'Ηταν οι άκρες του ορίζοντα, ήταν το ύψος και το βάθος
της κάθε μέρας η εργασία μου της Κυριακής μου η αργία
ήταν η νύχτα ήταν η μέρα μου ήτανε μουσική αγία...
Είπα η αγάπη είναι αιώνια κι αλίμονο έκανα λάθος!

Τ' αστέρια πια δεν τα χρειάζομαι σβήστε τα τώρα ένα ένα
βγάλτε τον ήλιο και πετάξτε τον διπλοτυλίξτε το φεγγάρι
αδειάστε θάλασσες τα δάση κόψτε μέχρι το έσχατο κλωνάρι
ό,τι από δω και πέρα έρχεται δεν φέρνει πια καλό κανένα.


Ποίημα του W. H. Auden
Μετάφραση - διασκευή: Κώστας Σφενδουράκης

Ξεναγός ερειπίων

Νάτο μπροστά στη γη το ναρκοπέδιο
νάτο μπροστά μπροστά το μέγα χάσμα
να κι απλωμένο στις ανάσες σχέδιο
που κάλυψε τον ουρανό σαν φάσμα.

Να κι οι στρατιώτες παίζουν τηλεόραση
πυροβολούν ιδέες και εικόνες
όπλα τους η αλήθεια κι η ενόραση
κι έχουν συμμάχους νόμους και κανόνες.

Λίγο πιο κάτω βλέπουμε τον είλωτα
που πάει όπου τον πάει η συγκυρία
τα όνειρα του προτιμά αδήλωτα
μήπως και του τα πάρει η εφορία.

Νάτο και των καρφιών το σφυροκόπημα...
όλα τυχαία έλκονται και σκόπιμα.


Κώστας Σφενδουράκης

Ο Προμηθέας της κάθε μέρας

Χωμένος εκεί μέσα στον σωλήνα
γερνάει κι αγναντεύει το κενό
με πάθη το συκώτι και η σπλήνα,
τον κάνουν τον σωλήνα πιο στενό.

Αρκεί να επιβιώνει κάθε μήνα
κι αυτό είναι για κείνον ικανό
να θάψει αυτόν τον φόβο από ρουτίνα,
να πάψει να θυμάται ουρανό.

Και τώρα στον σωλήνα του χωμένος
χωμένος μες στου κόσμου τα σκατά
σαν να 'ναι σ' ένα βόθρο πεθαμένος
σαν σε θανάτου τούνελ να κοιτά...

μα που και που του φεύγει κάνα δάκρυ
γιατί το φως δεν φαίνεται στην άκρη.


Κώστας Σφενδουράκης