«Θέλουν να σας κάνουν καλά. Αλλοίμονο, εκεί φτάνει ο παραλογισμός των λογικών. Καλά, δηλαδή να γυρίσετε πίσω, έξω στην τέφρινη πραγματικότητα, να ξαναδήτε πίσω με την κρίσι του ακέραιου μυαλού την πιο αβάσταχτη, την πιο αρμολογημένη αλλόφρονη λογική της ζωής που σκοτώνει την ανθρώπινη καρδιά. [...] Μα τι θα βάλετε στη θέση του οράματος εσείς οι λογικοί; [...] Καλοπροαίρετοι γιατροί μου, αν επιμένετε να με γιατρέψετε από κάτι, γιατρέψτε με από την λογική».

Ρώμος Φιλύρας από το δρομοκαΐτειο

Απάντηση σε μιαν ερώτηση (του Ιωάννη Ν. Κυριαζή)

“Για πότε η παρουσίαση του βιβλίου σας;”

Η ποίησις
δεν παρευρίσκεται στις συνευρέσεις των ποιητών
δε συναγελάζεται με οιηματίες
στα καφέ των βιβλιοπωλείων
δεν περιφέρει τρεκλίζοντας το ποτήρι της
από παρέα σε παρέα
δεν πετά τη σκούφια της
γι’ αποδοχής χαμόγελα
δεν πιάνουν πάνω της βέλη φαρμακερά
δεν ξεκινά απ’ τη δοκιμή του μικρόφωνου
δεν τελειώνει σ’ απαλά παλαμάκια
δε σηκώνει τηλεφωνήματα διευθετήσεων
δεν εξυψώνεται από βάθρα ομιλητών
δεν καμπουριάζει για επίκυψη ξεσκονίσματος
δε γονατίζει μπροστά στον ύψιστο κριτή

Η ποίησις
δε φλερτάρει με τα φλας
δε συνθλίβεται σε θλιβερά κάδρα
δεν απαθανατίζεται σε άψυχα χαμόγελα
δεν ποζάρει μιας κι είναι σκιογενής

Η ποίησις
δε λογαριάζει τα νούμερα του κοινού της
δε λογαριάζεται με αριθμημένα αντίτυπα
δεν υπογράφεται με συλλεκτικές πένες
δε μοιράζεται με αφειδείς αφιερώσεις
δεν αναγγέλλεται εν είδει κηδειοσήμου
δεν απαγγέλλεται από συγκαμένους συγκινηματίες
δεν ανατριχιάζει φολιδωτούς αναγνώστες
δεν εκτοξεύεται από γραφείο για να πετύχει κρεβάτι

Η ποίησις
δεν ευκαιρεί γι’ άκαιρες συναντήσεις
δεν προσφέρεται σε τιμή ευκαιρίας
δεν αγοράζεται με ευρώ
δε χαλιέται σε ψιλά
δεν πουλιέται σε πουλημένους

Η ποίησις
παρουσιάζεται εκεί που
δεν
την περιμένεις.


Ιωάννης Ν. Κυριαζής

Η ενορία της Ταβέρνας

Αγία ταβέρνα.
Ομίχλη μέσα σου οι ψαλμωδίες με τις γωνίες.
Ομίχλη οι κάτοικοι σου ,
χωρίς πρόσωπο.
Το σύρμα με τα πολύχρωμα φώτα ,
η ψάθα της καρέκλας με τις ανοσιολογίες στην πλέξη
και ο τσίγκος των κανατιών βαθυκόκκινος
βαφτισμένος στο οινόπνευμα.

Αγία ταβέρνα.
Οι θαμώνες με τα χρυσά στέφανα , ένα κύκλο γύρω απ' τα ξεροκέφαλα τους ,
άγιοι της μέθης , του ραχατιού , της τρικυμίας.
Οι αγιογραφίες των παλιών μεθυσμένων μες στην λύτρωση τους ,
εν ώρα εξομολόγησης απαθανατισμένοι στους τοίχους,
κάτω απ' το καλιμάφκι του ταβερνιάρη ,
κάτω απ' το καλιμάφκι του καπνού,
γαϊτανάκι εγκλήμάτων κι ανδραγαθημάτων
και στα βαθιά , το κρασοβάρελο ,
η κολυμπήθρα του Σηλωάμ.


Ντόρα Βλάσση

Δημήτρης Σολδάτος - λήγω απ' όλα


ΑΝ ΘΕΛΕΙΣ ΝΑ ΓΡΑΨΟΥΜΕ ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑ

Κοίτα αυτό το χέρι που έγινε κλαδί
Κοίτα αυτό το χάδι που έγινε φύλλο
Κοίτα αυτήν την αγκαλιά που έγινε κρεμάλα
Κοίτα αυτά τα συναισθήματα που έγιναν μυρμήγκια
Κοίτα αυτόν τον άνθρωπο που έγινε δέντρο
Κοίτα αυτές τις κεραίες που έγιναν δάσος…

Δεν ωφελεί να γράφουμε πια ποιήματα
Κραυγές άναρθρες πρέπει να βγάζουμε
Γιατί η ζούγκλα έχει την δική της διάλεκτο.

Αν θέλεις να γράψουμε ένα ποίημα
Φέρε το πριόνι
Αν θέλεις να γράψουμε ένα ποίημα
Άναψε το σπίρτο
Αν θέλεις να γράψουμε ένα ποίημα
Κατέβασε την μαϊμού απ’ το δέντρο
Και δώσ’ της και πάλι εγκέφαλο
Αν θέλεις να γράψουμε ένα ποίημα
Πρέπει να ψάξουμε για λίγο μέλι
Στην κουφάλα ετούτη που λέγεται καρδιά.

Αν θέλεις να γράψουμε ένα ποίημα
Μην παραδοθείς
Μα σήκωσε τα χέρια ψηλά
Σαν ένδειξη αθωότητας
Μήπως κι έρθουν
Λίγο κοντύτερα τ’ αστέρια –
Κι ας έρθει ο κεραυνός!




Ατέλειωτος χειμώνας


Μας έριξε ετούτος ο αιώνας
ανήλεα στου ψεύτικου τη δίνη,
μας πλάνεψε αισχρά ο απατεώνας
με του καινούριου κόσμου τη σαγήνη.

Και γίνανε οι εποχές χειμώνας,
χειμώνας η εποχή τώρα έχει μείνει
κι αφού μας κοκκαλώνει ο παγετώνας
στης κόλασης μας ρίχνει το καμίνι.

Του πνεύματος τα βήματα χελώνας
κι εμείς σκιές ανθρώπινης εικόνας,
με μιαν αρχαία σκάβουμε αξίνη

τον τάφο μας που μοιάζει παρθενώνας∙
κοντά του ούτε δέντρα ούτε κρίνοι 
μονάχα ένας θεός που θα μας κρίνει.


Κώστας Σφενδουράκης

Άγραφον

Επροχωρούσαν έξω από τα τείχη
της Σιών ο Ιησούς και οι μαθητές Του,
σαν, λίγο ακόμα πριν να γείρει ο ήλιος,
ζυγώσανε αναπάντεχα στον τόπο
που η πόλη έριχνε χρόνια τα σκουπίδια,
καμένα αρρώστων στρώματα, αποφόρια,
σπασμένα αγγειά, απορρίμματα, ξεσκλίδια…
Κ’ εκεί, στον πιο ψηλό σωρόν απάνω,
πρησμένο, με τα σκέλια γυρισμένα
στον ουρανό, ενός σκύλου το ψοφίμι,
που – ως ξαφνικά ακούοντας, τα κοράκια
που το σκεπάζαν, πάτημα, το αφήκαν –
μια τέτοια οσμήν ανάδωκεν, οπού όλοι
σα μ’ ένα βήμα οι μαθητές, κρατώντας
στη φούχτα τους την πνοή, πισωδρομήσαν…
Μα ο Ιησούς, μονάχος προχωρώντας
προς το σωρό γαλήνια, κοντοστάθη
και το ψοφίμι εκοίταζε· έτσι, πόνας
δεν εκρατήθη μαθητής και Του ‘πεν
από μακρά: «Ραββί, δε νιώθεις τάχα
τη φοβερήν οσμή και στέκεσ’ έτσι;»
Κι Αυτός, χωρίς να στρέψει το κεφάλι
απ’ το σημείο που κοίταζε, αποκρίθη:
«Τη φοβερήν οσμήν, εκείνος πόχει
καθάρια ανάσα, και στη χώρα μέσα
την ανασαίνει, όθ’ ήρθαμε… Μα τώρα
αυτό που βγαίνει απ’ τη φτορά θαμάζω
με την ψυχή μου ολάκερη… Κοιτάχτε
πώς λάμπουνε τα δόντια αυτού του σκύλου
στον ήλιο· ως το χαλάζι, ωσάν το κρίνο,
πέρα απ’ τη σάψη, υπόσκεση μεγάλη,
αντιφεγγιά του Αιώνιου, μα κι ακόμα
σκληρή του Δίκαιου αστραπή κ’ ελπίδα!»
Έτσ’ είπ’ Εκείνος· κ’ είτε νιώσαν ή όχι
τα λόγια τούτα οι μαθητές, αντάμα,
σαν εκινήθη, ακλουθήσαν και πάλι
το σιωπηλό Του δρόμο…
…………………………………….….Και να τώρα,
βέβαια στερνός, το νου μου πώς σ’ εκείνα,
Κύριε, τα λόγια Σου γυρίζω, κι όλος
μια σκέψη στέκομαι μπροστά Σου: Α!… δώσε,
δος και σ’ εμένα, Κύριε, ενώ βαδίζω
ολοένα ως έξω απ’ της Σιών την πόλη,
κι από τη μια της γης στην άλλην άκρη
όλα είναι ρείπια, κι όλα είναι σκουπίδια,
κι όλα είναι πτώματα άθαφτα που πνίγουν
τη θεία πηγή τ’ ανασασμού, ή στη χώρα
είτ’ έξω από τη χώρα· Κύριε, δος μου,
μες στην φριχτήν οσμή όπου διαβαίνω,
για μια στιγμή την άγια Σου γαλήνη,
να σταματήσω ατάραχος στη μέση
απ’ τα ψοφίμια, και ν’ αδράξω κάπου
και στη δική μου τη ματιάν έν’ άσπρο
σημάδι, ως το χαλάζι, ωσάν το κρίνο·
κάτι να λάμψει ξάφνου και βαθιά μου,
έξω απ’ τη σάψη, πέρα από τη σάψη
του κόσμου, ωσάν τα δόντια αυτού του σκύλου,
που, ω Κύριε, βλέποντάς τα εκειό το δείλι,
τα ‘χες θαμάσει, υπόσκεση μεγάλη,
αντιφεγγιά του Αιώνιου, μα κι αντάμα
σκληρή του Δίκαιου αστραπή κ’ ελπίδα!


Άγγελος Σικελιανός


Χμ...

Σου ανεβάζει πυρετό
πάνω της κάνεις εμετό
κι ύστερα πας και γλείφεις...

Αυτή μια νύφη είναι τρελή
εσύ ένα μαύρο είσαι σκυλί,
πιστό σκυλί της νύφης.

Ερωτευμένε ποιητή
ξερνάς λογάκια στο χαρτί
που 'χουν για κείνη νύξεις.

Χρήσιμοι είναι οι χρησμοί
το πάνω σχόλιο που κοσμεί
"αφορισμούς" και  "ρήξεις"...

Συνέχα, θα την ρίξεις!


Κώστας Σφενδουράκης

Η κρυφή γοητεία της γρατσουνιάς (της Πόπης Συνοδινού)

Αιώνιους κύκλους κάνεις στο χαρτί
αποφεύγοντας τις μετακινήσεις ανάμεσα σε άγγελους και σωρούς από πυρωμένα κόκαλα.
Σου έλεγα πάντα, (δεν είναι όλα όπως φαίνονται, μαγειρεμένα υλικά είναι και γνωστές οι προθέσεις).
Κι εσύ γυναίκα στον καθρέφτη πάντα επέμενες να βλέπεις μόνο αυτά που εξυπηρετούσαν την αθωότητα και τα μέρη της ομορφιάς.
Πολλές όμως ήταν οι φορές που μαζί ασφυκτιούσαμε στοιβαγμένες άτακτα σε κάποιο αμπάρι πλοίου,
θυμάσαι;
Έτριζε από κάτω η θάλασσα και οι φυκιώνες,
μα πάνω από όλα έτριζαν τα πέπλα της αλήθειας και τα μάτια που μας κοίταζαν.
.........................
Μικρό κορμί φοβήθηκες το μίσος των κοντινών ανθρώπων κι έβγαλες νύχια να μας υπερασπιστείς,
ψήλωσες ως το ταβάνι να αποφύγεις το αρσενικό λιοντάρι που ντυνόταν ένας συγγενής αρουραίος.
Μα δεν αποφύγαμε ποτέ το μοιραίο που έκρυβαν οι μέρες οι σκοτεινές.
........................
Ο πόνος κι η απόλαυση μαζί περπατούν,
αντίκρυ,
μαζί βλέπουμε αυτούς που γράφουν αυτά που δεν τολμούν να ζήσουν,
αυτούς που ζούν τα ποιήματα που δεν τολμούν να γράψουν.
Κάπου ανάμεσα βρήκαμε θυμάσαι; Τον κήπο της λήθης.
.......................
Πολλές φορές σε ονόμασα αγάπη,
ήθελα να αποφασίσω το φως της ημέρας και τους ρόλους των θεατών,
ο πρώτος ρόλος  ήταν κάτω από την πούδρα μιας πόρνης ηλικιωμένης,
ο δεύτερος ανήκε στους πατέρες που ξένοι ήταν κι όμορφοι.
.........................
Η αγάπη πάντα μας έφερνε απάνω στο χωνευτήρι των οδύνων,
γένναγε ολοένα παιδιά στον Δία, αυτός τα έκανε αστραπές και βροχή,
τα παιρνε μετά η Αστάρτη και τα βόλταρε ως τον Άδη,
αυτός πάντα ξεγελούσε την απουσία του πόνου και τα κράταγε κοντά του.
.......................
Η γυναίκα στον καθρέφτη δεν φοβήθηκε να χαράζει ιστορίες στα πατώματα,
πότε με λέξεις,
πότε με νότες και στροφές,
τελευταία την είδα να στέκεται απέναντι μου,
με ρώτησε αν φοβάμαι να δω μαζί της τις περασμένες μου ζωές.
......................
Είπα όχι, αλλά γρήγορα σκέφτηκα κι είπα καλύτερα θα ταν να βρω εδώ ,πίνοντας μέλι και θειάφι,
όλα που κρύβονται κάτω από αυτά που φέρνω από την εποχή που ζούσα ως ψάρι.
Κι έγινα γυναίκα-ψάρι
εγώ, εγώ που πάντα θαύμαζα τις γάτες.
Και αφήνω την ζωή,
ανακατεύει αλχημιστικά υλικά και μου δίνει,
τα φοράω στα μάτια, εννίοτε κάτω από την γλώσσα,
 περιμένω να μου αποκαλύψει εκείνη κάτω από τα νεφελώματα όλα τα μυστήρια της ζωής.
.........................
Η αλήθεια είναι πως συνεχώς μου αποκαλύπτει
τα πιό συγκλονιστικά μυστικά όμως βρίσκονται κάτω από την χοάνη της αγάπης.



Πόπη Συνοδινού

Τάσος-Μπάφι (στη μνήμη του Τάσου)

Προπομποί Αλεξάνδρας
προχωρούσαν μπροστά της
το "μωρό" και ο "άντρας"
ο "αγαθός" κι ο "προστάτης".

Μαζί οι δυο της πλατείας
κατακτούσαν τα εδάφη
με μια δόση αλητείας,
ο Τασούλης κι ο Μπάφι.

Δυο αλλιώτικα ύφη:
ο παππούς στο χαλάκι
κι ο μικρός να τον γλείφει
σαν δικό του σκυλάκι.

Τώρα ο Μπάφι είναι μόνος
κι η καρδιά του στην μέση,
έχει μείνει ένας πόνος
στου Τασούλη την θέση.

Ούτε τρώει ούτε παίζει
κάθεται σε μιαν άκρη
και κοιτά το τραπέζι
το θολό απ’ το δάκρυ...

"Από κάτω κοιμόταν"
σκέφτεται για τον Τάσο.
"Θα τον δω πάλι όταν
κάποια μέρα γεράσω".

Φεύγει, πάει στην βεράντα
τον πλακώνει μια θλίψη,
το ένστικτο που για πάντα
του 'χει πει πως θα λείψει.

Στον παράδεισο ο Τάσος
τρώει κρέας με πιλάφι –
δεν θα πάει με θράσος
να του κλέψει ο Μπάφι.

Μα τον έχει στη σκέψη
και γεμίζει με λύπη:
"Δε θα πάει να του κλέψει... "
Αχ, πολύ που του λείπει!


Κώστας Σφενδουράκης