«Θέλουν να σας κάνουν καλά. Αλλοίμονο, εκεί φτάνει ο παραλογισμός των λογικών. Καλά, δηλαδή να γυρίσετε πίσω, έξω στην τέφρινη πραγματικότητα, να ξαναδήτε πίσω με την κρίσι του ακέραιου μυαλού την πιο αβάσταχτη, την πιο αρμολογημένη αλλόφρονη λογική της ζωής που σκοτώνει την ανθρώπινη καρδιά. [...] Μα τι θα βάλετε στη θέση του οράματος εσείς οι λογικοί; [...] Καλοπροαίρετοι γιατροί μου, αν επιμένετε να με γιατρέψετε από κάτι, γιατρέψτε με από την λογική».

Ρώμος Φιλύρας από το δρομοκαΐτειο

Μεθύστε

Πρέπει να 'σαι πάντα μεθυσμένος.
Εκεί είναι όλη η ιστορία: είναι το μοναδικό πρόβλημα.
Για να μη νιώθετε το φριχτό φορτίο του Χρόνου
που σπάζει τους ώμους σας και σας γέρνει στη γη,
πρέπει να μεθάτε αδιάκοπα. Αλλά με τι;
Με κρασί, με ποίηση ή με αρετή, όπως σας αρέσει.
Αλλά μεθύστε.

Και αν μερικές φορές, στα σκαλιά ενός παλατιού,
στο πράσινο χορτάρι ενός χαντακιού,
μέσα στη σκυθρωπή μοναξιά της κάμαράς σας,
ξυπνάτε, με το μεθύσι κιόλα ελαττωμένο η χαμένο,
ρωτήστε τον αέρα, το κύμα, το άστρο, το πουλί, το ρολόι,
το κάθε τι που φεύγει, το κάθε τι που βογκά,
το κάθε τι που κυλά, το κάθε τι που τραγουδά,
ρωτήστε τι ώρα είναι,
και ο αέρας, το κύμα, το άστρο, το πουλί, το ρολόι,
θα σας απαντήσουν:

- Είναι η ώρα να μεθύσετε!

Για να μην είσαστε οι βασανισμένοι σκλάβοι του Χρόνου,
μεθύστε, μεθύστε χωρίς διακοπή!

Με κρασί, με ποίηση ή με αρετή, όπως σας αρέσει


Σαρλ Μπωντλαίρ

Ο εφιάλτης της περσεφόνης

Εκεί που φύτρωνε φλισκούνι κι άγρια μέντα
κι έβγαζε η γη το πρώτο της κυκλάμινο
τώρα χωριάτες παζαρεύουν τα τσιμέντα
και τα πουλιά πέφτουν νεκρά στην υψικάμινο.

Εκεί που σμίγανε τα χέρια τους οι μύστες
ευλαβικά πριν μπουν στο θυσιαστήριο
τώρα πετάνε αποτσίγαρα οι τουρίστες
και το καινούργιο παν' να δουν διϋλιστήριο.

Εκεί που η θάλασσα γινόταν ευλογία
κι ήταν ευχή του κάμπου τα βελάσματα
τώρα καμιόνια κουβαλάν στα ναυπηγεία
άδεια κορμιά, σιδερικά, παιδιά κι ελάσματα.

Κοιμήσου Περσεφόνη
στην αγκαλιά της γης
στου κόσμου το μπαλκόνι
ποτέ μη ξαναβγείς.

Νίκος Γκάτσος

Κασσιανή

« Κύριε, γυναίκα αμαρτωλή, πολλά,
πολλά, θολά, βαριά τα κρίματά μου.
Μα, ω Κύριε, πώς η θεότης Σου μιλά,
μέσ’ στην καρδιά μου !

Κύριε, προτού σε κρύψ’ η εντάφια γη
από τη δροσαυγή λουλούδια πήρα
κι απ’ της λατρείας την τρίσβαθη πηγή
σου φέρνω μύρα.

Οίστρος με σέρνει ακολασίας . . . Νυχτιά
σκοτάδι, αφέγγαρο, ανάστερο με ζώνει,
το σκοτάδι της αμαρτίας, φωτιά
με καίει, με λιώνει.

Εσύ που από τα πέλαα τα νερά
τα υψώνεις νέφη, πάρε τα Έρωτά μου,
κυλάνε, είναι ποτάμια φλογερά
τα δάκρυά μου.

Γείρε σ’ εμέ. Η ψυχή μου πώς πονεί !
Δέξου με Εσύ που δέχτηκες και γείραν
άφραστα ώς εδώ κάτου οι ουρανοί
και σάρκα επήραν.

Στ’ άχραντά Σου πόδια, βασιλιά
μου Εσύ, θα πέσω και θα στα φιλήσω
και με της κεφαλής μου τα μαλλιά
θα στα σφουγγίσω.

Τ’ άκουσεν η Εύα μέσ’ στο αποσπερνό
της παράδεισος φως ν’ αντιχτυπάνε,
κι αλαφιασμένη κρύφτηκε . . . Πονώ,
σώσε, έλεος κάνε.

Ψυχοσώστ’ οι αμαρτίες μου λαός,
τ’ αξεδιάλυτα ποιός θα ξεδιαλύσει ;
Αμέτρητό Σου το έλεος, ο Θεός !
Άβυσσο η κρίση ».

Κωστής Παλαμάς

Κεριά

Του μέλλοντος οι μέρες στέκοντ' εμπροστά μας
σα μιά σειρά κεράκια αναμένα -
χρυσά, ζεστά, και ζωηρά κεράκια.

Οι περασμένες μέρες πίσω μένουν,
μια θλιβερή γραμμή κεριών σβησμένων•
τα πιο κοντά βγάζουν καπνόν ακόμη,
κρύα κεριά, λιωμένα, και κυρτά.

Δεν θέλω να τα βλέπω• με λυπεί η μορφή των,
και με λυπεί το πρώτο φως των να θυμούμαι.
Εμπρός κυττάζω τ' αναμένα μου κεριά.

Δεν θέλω να γυρίσω να μη διω και φρίξω
τι γρήγορα που η σκοτεινή γραμμή μακραίνει,
τι γρήγορα που τα σβυστά κεριά πληθαίνουν.

Κωνσταντίνος Καβάφης

Η αγάπη

Α! τι ωφελεί να καρτεράς όρθιος στην πόρτα του σπιτιού
και με τα μάτια στους νεκρούς τους δρόμους στυλωμένα,
αν είναι νάρθει θε ναρθεί, δίχως να νοιώσεις από πού,
και πίσω σου πλησιάζοντας με βήματα σβημένα

θε να σου κλείσει απαλά με τ' άσπρα χέρια της τα δυο
τα ματια που κουράστηκαν τους δρομους να κυττάνε'
κι όταν, γελώντας, να της πεις θα σε ρωτήσει: "ποια είμαι εγώ;
"απ' της καρδιάς το σκίρτημα θα καταλάβεις ποια 'ναι.

Δεν ωφελεί να καρτεράς! Αν είναι νάρθει, θε ναρθει'
κλειστά όλα νάναι, αντίκρυ σου να στέκεται θα δεις ορθή
κι ανοίγοντας τα χέρια της πρώτη θα σ' αγκαλιάσει.

Αλλιώς, κι αν είναι όλοφωτο το σπίτι για να την δεχτείς
κι έτσι ως την δεις τρέξεις σ' αυτήν κι ομπρός στα πόδια της συρθείς,
αν είναι νάρθει θε ναρθει, αλλιώς θα προσπεράσει.

Κώστας Ουράνης

Ο ουρανός δεν έχει άλλες ιστορίες

Ο ουρανός δεν έχει άλλες ιστορίες,
άλλο σκοτάδι, φως κρυφό που δεν ειπώθη,
άλλη ψυχή να του χαλάμε για να κλώθει
πολέμους, έρωτες, λαμπρές εκεχειρίες.

Όμως απόψε που είχε θέατρο να φύγει,
πορφύρας άπλωμα για την υπόκλισή του,
με πυρπολεί το φως με δάφνες του απροσίτου,
όλα ισχύουν και μια δόξα τα τυλίγει.

Όλα πυργώνουν, πάλι πέφτουν, και βραδιάζει
στα χρονικά του έρωτα και του θανάτου,
σκόνη και σκύβαλα, συντρίμματα και χνώτα•

ένα μικρό παιδί μες στα σκεπάσματά του
ανοίγει πάλι λίγο κόσμο και διαβάζει
πριν κοιμηθεί σ’ ένα παράπονο από φώτα.

Διονύσης Καψάλης

Πως να σωπάσω

Πώς να σωπάσω μέσα μου
την ομορφιά του κόσμου;
Ο ουρανός δικός μου
η θάλασσα στα μέτρα μου

Πώς να με κάνουν να τον δω
τον ήλιο μ'άλλα μάτια;
Στα ηλιοσκαλοπάτια
Μ' έμαθε η μάνα μου να ζω...

Στου βούρκου μέσα τα νερά
ποια γλώσσα μου μιλάνε
αυτοί που μου ζητάνε
να χαμηλώσω τα φτερά;

Κώστας Κινδύνης

Ποιητική

- Προδίδετε πάλι την Ποίηση, θα μου πεις,
Την ιερότερη εκδήλωση του Ανθρώπου
Τη χρησιμοποιείτε πάλι ως μέσον, υποζύγιον
Των σκοτεινών επιδιώξεών σας
Εν πλήρη γνώσει της ζημιάς που προκαλείτε
Με το παράδειγμά σας στους νεωτέρους.

- Το τι δεν πρόδωσες εσύ να μου πεις
Εσύ κι οι όμοιοί σου, χρόνια και χρόνια,
Ένα προς ένα τα υπάρχοντά σας ξεπουλώντας
Στις διεθνείς αγορές και τα λαϊκά παζάρια
Και μείνατε χωρίς μάτια για να βλέπετε, χωρίς αφτιά
Ν' ακούτε, με σφραγισμένα στόματα και δε μιλάτε.
Για ποια ανθρώπινα ιερά μάς εγκαλείτε;

Ξέρω: κηρύγματα και ρητορείες πάλι, θα πεις.
Ε ναι λοιπόν! Κηρύγματα και ρητορείες.

Σαν πρόκες πρέπει να καρφώνονται οι λέξεις

Να μην τις παίρνει ο άνεμος.

Μανόλης Αναγνωστάκης

Η σελήνη

Ως πότε θα γυρνάς στ’ ουρανού τα πλάτη, αργυρή,
πασίφαη, πλησίφαη, γεμάτη, μισή, σα δρεπάνι,
σα μαγεία φωτεινή, δέσμη φώτων, σφυρί
που αργάζει, χρυσή, μια φεγγόρροη στεφάνη;

Προαιώνια, πρόκοσμη, προκατακλυσμιαία,
νύμφη ωραία, τροπικών μαγεμένη φροντίδα,
κεκαυμένων ζωνών αφοσίωση ακμαία,
φλογερών, μαύρων πλασμάτων αχτίδα.

Βεδουίνων, Αφρικάνων θρησκεία
και λατρεία υψωμένων καρδιών και τραχήλων,
στο ανέσπερο φέγγος που πλέει σα σχεδία
στα ωκεάνεια πλάτη και στα μήκη των θρύλων.

Έκπαγλη, θεία, γλυκιά και καλή, φωτισμένη
σα μετέωρο θέλγητρο, σα μέγα μπαλόνι,
φάρε, κόσμημα και τιάρα γλυμμένη
σ’ ένα πρότυπο λίθων, ερώτων ακόνι.

Οπτασία, φευγαλέα ομορφιά, Οφηλία,
γοητεία των άστρων, Σαλώμη, κραιπάλη,
των ηρώων μυθική ερωμένη, ομιλία,
Ήρα, Λήδα, Σεμέλη, Κλεοπάτρα, Ομφάλη.

Ρώμος Φιλύρας

Στον ουρανό του τίποτα με ελάχιστα

Από την κλειδαρότρυπα κρυφοκοιτάω τη ζωή
την κατασκοπεύω μήπως καταλάβω
πώς κερδίζει πάντα αυτή
ενώ χάνουμε εμείς.
Πώς οι αξίες γεννιούνται
κι επιβάλλονται πάνω σ' αυτό που πρώτο λιώνει:
το σώμα.
Πεθαίνω μες στο νου μου χωρίς ίχνος αρρώστιας
ζω χωρίς να χρειάζομαι ενθάρρυνση καμιά
ανασαίνω κι ας είμαι
σε κοντινή μακρινή απόσταση
απ' ό,τι ζεστό αγγίζεται, φλογίζει...
Αναρωτιέμαι τι άλλους συνδυασμούς
θα εφεύρει η ζωή
ανάμεσα στο τραύμα της οριστικής εξαφάνισης
και το θαύμα της καθημερινής αθανασίας.
Χρωστάω τη σοφία μου στο φόβο∙
πέταλα, αναστεναγμούς, αποχρώσεις
τα πετάω.
Χώμα, αέρα, ρίζες κρατάω∙
να φεύγουν τα περιττά λέω
να μπω στον ουρανό τού τίποτα
με ελάχιστα.

Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ

Φαντασία

Νάναι σά νά μάς σπρώχνει ένας αέρας μαζί
πρός έναν δρόμο φιδωτό πού σβεί στά χάη,
καί σένα τού καπέλου σου πλατειά καί φανταιζί
κάποια κορδέλα του, τρελά νά χαιρετάει.

Και νάν' σάν κάτι νά μού λές, κάτι ωραίο κοντά
γι' άστρα, τή ζώνη πού πηδάν των νύχτιων φόντων,
κι αύτός ο άνεμος τρελά-τρελά νά μάς σκουντά
όλο πρός τή γραμμή των οριζόντων.

Κι όλο νά λές, νά λές, στά βάθη τής νυκτός
γιά ένα – μέ γυάλινα πανιά – πλοίο πού πάει
Όλο βαθιά, όλο βαθιά, όσο πού πέφτει εκτός:
έξω απ' τόν κύκλο των νερών – στά χάη.

Κι όλο νά πνέει, νά μάς ωθεί αύτός ο άνεμος μαζί
πέρ' από τόπους καί καιρούς, έως ότου – φως μου –
(καθώς τρελά θά χαιρετάει κείν' η κορδέλα η φανταιζί)
βγούμε απ' τήν τρικυμία αύτού τού κόσμου . .

Γιάννης Σκαρίμπας

Η μπαλάντα του κυρ Μέντιου

Δε λυγάνε τα ξεράδια
και πονάνε τα ρημάδια!
Kούτσα μια και κούτσα δυο,
της ζωής το ρημαδιό.

Mεροδούλι, ξενοδούλι!
Δέρναν ούλοι: αφέντες, δούλοι•
ούλοι: δούλοι, αφεντικό
και μ' αφήναν νηστικό.

Tα παιδιά, τα καλοπαίδια,
παραβγαίνανε στην παίδεια,
με κοτρώνια στα ψαχνά,
φούχτες μύγα στ' αχαμνά!

Aνωχώρι, Kατωχώρι,
ανηφόρι, κατηφόρι
και με κάμα και βροχή,
ώσπου μού βγαινε η ψυχή.

Eίκοσι χρονώ γομάρι
σήκωσα όλο το νταμάρι
κ' έχτισα, στην εμπασιά
του χωριού, την εκκλησιά.

Kαι ζευγάρι με το βόδι
(άλλο μπόι κι άλλο πόδι)
όργωνα στα ρέματα
τ' αφεντός τα στρέμματα.

Kαι στον πόλεμ' όλα για όλα
κουβαλούσα πολυβόλα
να σκοτώνονται οι λαοί
για τ' αφέντη το φαΐ.

Kαι γι' αυτόνε τον ερίφη
εκουβάλησα τη νύφη
και την προίκα της βουνό,
την τιμή της ουρανό!

Aλλ' εμένα σε μια σφήνα
μ' έδεναν το Mάη το μήνα
στο χωράφι το γυμνό
να γκαρίζω, να θρηνώ.

Kι ο παπάς με την κοιλιά του
μ' έπαιρνε για τη δουλειά του
και μου μίλαε κουνιστός:
― Σε καβάλησε ο Xριστός!

Δούλευε για να στουμπώσει
όλ' η Xώρα κ' οι Kαμπόσοι.
Mη ρωτάς το πώς και τί,
να ζητάς την αρετή!

― Δε βαστάω! Θα πέσω κάτου!
― Nτράπου! Tις προγόνοι ντράπου!
― Aντραλίζομαι!... Πεινώ!...
― Σουτ! Θα φας στον ουρανό!

K' έλεα: όταν μιαν ημέρα
παρασφίξουνε τα γέρα,
θα ξεκουραστώ κ' εγώ,
του θεού τ' αβασταγό!

Όχι ξύλο! Φόρτωμα όχι!
Θα μου δώσουνε μια κόχη,
λίγο πιόμα και σανό,
σύνταξη τόσω χρονώ!

Kι όταν ένα καλό βράδι
θα τελειώσει μου το λάδι
κι αμολήσω την πνοή
(ένα πουφ! είν' η ζωή),

η ψυχή μου θενά δράμει
στη ζεστή αγκαλιά τ' Aβράμη,
τ' άσπρα, τ' αχερένια του
να φιλάει τα γένια του!...

Γέρασα κι ως δε φελούσα
κι αχαΐρευτος κυλούσα,
με πετάξανε μακριά
να με φάνε τα θεριά.

Kωλοσούρθηκα και βρίσκω
στη σπηλιά τον Άη Φραγκίσκο:
-"Xαίρε φως αληθινόν
και προστάτη των κτηνών!

Σώσε το γέρο κυρ Mέντη
απ' την αδικιά τ' αφέντη
συ που δίδαξες αρνί
τον κυρ λύκο να γενεί!

Tο σκληρόν αφέντη κάνε
από λύκο άνθρωπο κάνε!..."
Mα με την κουβέντ' αυτή
πόρτα μού κλεισε κι αφτί.

Tότενες το μαύρο φίδι
το διπλό του το γλωσσίδι
πίσου από την αστοιβιά
βγάζει και κουνάει με βια:

― "Φως ζητάνε τα χαϊβάνια
κι οι ραγιάδες απ' τα ουράνια,
μα θεοί κι οξαποδώ
κει δεν είναι παρά δω.

Aν το δίκιο θες, καλέ μου,
με το δίκιο του πολέμου
θα το βρείς. Oπού ποθεί
λευτεριά, παίρνει σπαθί.

Mη χτυπάς τον αδερφό σου -
τον αφέντη τον κουφό σου!
Kαι στον ίδρο τον δικό
γίνε συ τ' αφεντικό.

Άιντε θύμα, Άιντε ψώνιο,
Άιντε Σύμβολον αιώνιο!
Aν ξυπνήσεις, μονομιάς
θά ρθει ανάποδα ο ντουνιάς.

Kοίτα! Oι άλλοι έχουν κινήσει
κι έχ' η πλάση κοκκινήσει
κι άλλος ήλιος έχει βγει
σ' άλλη θάλασσα, άλλη γη.

Κώστας Βάρναλης

βαο γαο δαο

Ζινώντας αποβίδονο σαβίνι
κι απονιβώντας ερομιδαλιό,
κουμάνισα το βίρο τού λαβίνι
με σάβαλο γιδένι τού θαλιό.

Κι ανέδοντας έν' άκονο λαβίνι
που ραδαγοπαλούσε τον αλιό
σινέρωσα τον άβο τού ραβίνι,
σ' έν' άφαρο δαμένικο ραλιό.

Σούβεροδα στ' αλίκοπα σουνέκια·
μεσ' στ' άλινα που δεν εσιβονεί
βαρίλωσα σ' ακίμορα κουνέκια.

Και λαδαμποσαλώντας την ονή,
καράμπωσα το βούλινο διράνι,
σαν άλιφο τουνέσι που κιράνει...

Ναπολέων Λαπαθιώτης

Αντίστροφο σονέτο

(Προτού η γάγγραινα να φτάσει
φτάσε στα άκρα οδοιπόρος,
αλλιώς θα σ’ ακρωτηριάσει
ο μολυσμένος μέσος όρος.)


Το πνεύμα παραδώσανε τα χρόνια
και γίναν τα εφήμερα αιώνια.
Ιούς για τα computers σας εκτρέφω.

Στα γλέντια σπάω πιάτα δορυφόρων.
Το αίμα των πολέμων επιστρέφω
για πληρωμή στα χρέη νέων φόρων.

Στης μόδας την glamour ανοησία
τον τρύπιο μου χιτώνα αντιτάσσω.
Με χρήμα για προσάναμμα θα βράσω
τους Κροίσους, να ’χει ο πλούτος μια ουσία.

Στα super market νέκταρ κι αμβροσία,
μα εγώ πεζός στον Όλυμπο θα φτάσω.
Χελώνα μια Ferrari – ας γελάσω –
στην formula που τρέχει η φαντασία.

Δημήτρης Σολδάτος

Πέθανα για την ομορφιά

Πέθανα για την ομορφιά
και πάνω που είχα βολευτεί μέσα στον τάφο
που πέθανε για την αλήθεια κάποιος
έμπαινε σε διπλανό δωμάτιο∙
με ρώτησε ψιθυριστά «τι έφταιξε;»
«η ομορφιά» του απάντησα.
«σ’εμένα η αλήθεια-όμοια τα δυο-είμαστε αδέρφια»,είπε.
Κι έτσι σαν συγγενείς μιας νύχτας
τα λέγαμε απ’τα δώματά μας
βρύα ώσπου έφτασαν στα χείλη μας
και σκέπασαν τα ονόματά μας.

Emily Dickinson

Απέχω τόσο λίγο

Το σπίτι μου είν' άδειο, πάντα σκοτεινό -
η πόρτα μου κλειστή, πώς θα ξεφύγω;
Απ’ τον φεγγίτη πως θα δω τον ουρανό;
Απέχω τόσο λίγο...

Βρίσκονται πλάι μου του κόσμου οι θησαυροί,
μα χάνονται, την πόρτα σαν ανοίγω.
Και πού να βρίσκεται το μαγικό κλειδί;
Κι απέχω τόσο λίγο...

Μες το τηλέφωνο ακούω κάποιες φωνές
και το καλώδιο νευρικά τυλίγω.
Πώς να προκύψει ένα νόημα διαυγές;
Μ' απέχω τόσο λίγο...

Με βασανίζουν όσα μοιάζανε γι’ απλά
και μ’ αναγκάζουν κάποτε να φύγω.
Πότε θα γίνουνε τα πράγματ’ ομαλά;
Κι απέχω τόσο λίγο...

Τρέχω και φαίνεται μπροστά ο τερματισμός.
Τους διώκτες μου, την ήττα θ’ αποφύγω;
Μακρύς και δύσκολος ο δρόμος, μ' ανοικτός -
απέχω τόσο λίγο...

Απέχω τόσο λίγο κι όλο προσπαθώ -
μου λείπει ένας ακόμη καταλύτης.
Της μοίρας πάντοτε να σπάσω αποζητώ
την παγερή σιωπή της.


Σοφία Κολοτούρου

Μπαλάντα στους άδοξους ποιητές των αιώνων

Από θεούς κι ανθρώπους μισημένοι,
σαν άρχοντες που εξέπεσαν πικροί,
μαραίνονται οι Βερλαίν· τους απομένει
πλούτος η ρίμα πλούσια και αργυρή.
Οι Ουγκό με «Τιμωρίες» την τρομερή
των Ολυμπίων εκδίκηση μεθούνε.
Μα εγώ θα γράψω μια λυπητερή
μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που 'ναι

Αν έζησαν οι Πόε δυστυχισμένοι,
και αν οι Μπωντλαίρ εζήσανε νεκροί,
η Αθανασία τούς είναι χαρισμένη.
Κανένας όμως δεν ανιστορεί
και το έρεβος εσκέπασε βαρύ
τους στιχουργούς που ανάξια στιχουργούνε.
Μα εγώ σαν προσφορά κάνω ιερή
μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που' ναι.

Του κόσμου η καταφρόνια τούς βαραίνει
κι αυτοί περνούνε αλύγιστοι κι ωχροί,
στην τραγική απάτη τους δομένοι
πως κάπου πέρα η Δόξα καρτερεί,
παρθένα βαθυστόχαστα ιλαρή.
Μα ξέροντας πως όλοι τούς ξεχνούνε,
νοσταλγικά εγώ κλαίω τη θλιβερή
μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που 'ναι

Και κάποτε οι μελλούμενοι καιροί:
«Ποιος άδοξος ποιητής» θέλω να πούνε
«την έγραψε μιαν έτσι πενιχρή
μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που 'ναι;»


Κώστας Καρυωτάκης

ένα ποίημα του Λευκάδιου Χερν

Eίμαι εγώ ένας;
Είμαι μια και μόνη ψυχή;
Όχι, εγώ είμαι ένα πλήθος,
ένα ασύλληπτο πλήθος.
Είμαι γενεά των γενεών
αιώνας των αιώνων
Αμέτρητες είναι οι φορές
που  η συρροή όλων αυτών  που είμαι
σκορπίστηκε στο άπειρο
για να συγκεντρωθεί και πάλι
΄Ισως, αφού στο μεταξύ καώ
Επί τρισεκατομμύρια αιώνες
στις διάφορες δυναστείες των ήλιων
τα καλύτερα από αυτά που είμαι
θα μπορέσουν να σμίξουν και πάλι.
Στου πόθου σώμα
έχω το στόμα
το κυριεύω
και ταξιδεύω.

Δρόμο στερνό
τώρα περνώ
και γεύση παίρνω
από το στέρνο

πριν βγω στην πύλη
που ‘ναι τα χείλη
και με καλεί
μ’ ένα φιλί

να την ανοίξω
να καταλήξω
σε θείο μέρος...
Θεός ο Eρως!


Κώστας Σφενδουράκης
Ερωτας είναι να κοιτάς τα μάτια
κι αυτά να δείχνουν της ψυχής το βάθος,
χρυσός εικοσιτέσσερα καράτια,
ατόφιο, θεϊκό, αγάπης πάθος.

Ερωτας, είν’ οξύς της γέεννας πόνος,
για κείνον που τον είχε πριν τον χάσει
και μόνο η λήθη που θα φέρει ο χρόνος
είν’ η πανάκεια να τον κατευνάσει.

Ερωτας! ή φεγγάρι με άλλη λέξη,
μισό στον ουρανό, μισό στον Αδη
κι ενώ μαγεύει, αν βρίσκεται στη φέξη,
στη χάση φέρνει στην ψυχή σκοτάδι.


Κώστας Σφενδουράκης
Για κοιτάξτε την καβάλα
πάνω στου βουνού τη ράχη,
έχει δέρμα σαν το γάλα
και στ’ αυτί της ένα στάχυ.

Τη νεράϊδα σας λέω,
που ‘χει στα φτερά της χρώμα,
με τα μάτια μου επιπλέω
στο κυματιστό της σώμα.

Να! κοιτάξτε το ραβδί της,
εκπληρώνει επιθυμίες
κι από πάνω ένας σπουργίτης
κελαϊδάει παροιμίες:

«Ζήτα της, πριν σε αφήσει,
παθιασμένα απ’ τη καρδιά,
ζήτα! και θα σου χαρίσει
του παραμυθιού κλειδιά.

Ζήτα τα, γιατί ‘ναι η ώρα,
πριν χαθεί μέσα στη λήθη∙
ζήτα τα να κάνεις τώρα
τη ζωή σου παραμύθι»!


Κώστας Σφενδουράκης
Πήρε ασπίδα και ρομφαία,
τη μοίρα του να πολεμήσει,
εκεί στους κόλπους του Μορφέα
σα βασιλιάς να κατακτήσει
και με μανία να γκρεμίσει,
όσα οι βάρβαροι είχαν κτίσει.

Οσα αγαπάει έχει στο νου του,
αυτά του δίνουν το κουράγιο
και το φεγγάρι του ουρανού του
που του χουν κλέψει τη σαγήνη,
μες της ζωής του το ναυάγιο
φάρος σωτήριος θα γίνει.

Και νικητής, σα θα επιστρέψει,
θα δει τον ουρανό του πάλι,
αφού το βλέμμα πάνω στρέψει,
να ναι γεμάτος με αστέρια∙
δεν είχε σκύψει το κεφάλι
και πήρε τη ζωή στα χέρια!


Κώστας Σφενδουράκης

Μητρόπολη

Αργοπεθαίνει και σαπίζει η πόλη,
ας τη βουτήξουμε μες τη φορμόλη.
Σάπια! Μας πνίγει με τη μυρωδιά της
μα είναι η μάνα μας και μεις παιδιά της.

Παίρνει στο θάνατο και μας μαζί της,
σαν μας ταϊζει από το βυζί της ,
δεν ρέει γάλα ρέει δηλητήριο
κάθε της κύτταρο έν’ άθλιο κτίριο.


Δύσμοιρη πόλη, καταδικασμένη
σ’ έν’ αργό θάνατο∙ και μεις κλεισμένοι
μέσα στα σπλάχνα της και μας σκοτώνει∙
γίναμε θύματα και μητροκτόνοι.


Κώστας Σφενδουράκης
Δεν είμαι άνθρωπος, είμαι ρομπότ, είμαι υπάλληλος.
Σε ένα σύστημα ανθρωποφάγο ο πλέον κατάλληλος
κάθομαι γράφω μηχανικά, ανούσια πράγματα,
αλλα προσέχω να κάνω ευδιάκριτα κι ωραία γράμματα.
Βάζω σε τάξη, τακτοποιώ όλα τα αρχεία
κι ύστερα διάλλειμα ένα εικοσάλεπτο∙ τι ευτυχία!
Σχολάω στις πέντε, είναι σαφές το πρόγραμμα μου,
έχω μητρώο είναι ασήμαντο το όνομά μου.
Ισως δουλέψω και κάποιες ώρες υπερωρία
και κάνω χάρες στον προϊστάμενο όχι αγγαρεία.
Κάθε πρωϊ ένα καφέ όπως τον πίνει,
με ευνοεί και μου χει πλήρη εμπιστοσύνη.
Mε εμπιστεύεται, όταν στους άλλους δεν λέει αλήθεια
και το γνωρίζω∙ είναι προσόν μου η εχεμυθεία.
Σπίτι γυρίζω και πάντα σκέφτομαι μετά το δείπνο
«αύριο δουλειά πρέπει να πέσω νωρίς για ύπνο».
Είμαι υπάλληλος αυτό μονάχα κι όταν πεθάνω
σε μιά ταφόπλακα με ωραία γράμματα κάποιος επάνω
το όνομά και όχι αριθμό μητρώου θα γράψει
και θα’ ναι αυτό ίσως το μόνο που θα’ χει αλλάξει.


Κώστας Σφενδουράκης

Συναρμογή

Είμαι μικρός παιδί μια στάλα,
δε με αγγίζουν τα μεγάλα,
βλέπω τον κόσμο σαν παιχνίδι,
σαν μακρινό ζωής ταξίδι.

Είμαι έφηβος, του πάθους νέος,
Ετοιμοπόλεμος, γενναίος∙
έγιν΄ ο κόσμος πια εχθρός μου
και γω το κέντρο αυτού του κόσμου.

Ώριμος πια, κοντά σαράντα,
βλέπω τον κόσμο απ’ τη βεράντα
και σκέφτομαι πως δε θ’ αντέξω,
αν απ’ αυτόν δε βγω απ’ έξω.

Μα τώρα, που ‘χω γίνει γέρος,
βρίσκομαι δω στο ίδιο μέρος∙
είμαι ένα κύτταρο του κόσμου
δικός του εγώ και αυτός δικός μου!


Κώστας Σφενδουράκης
Μέσα απ’ τη θάλασσα
η βία τ’ ανέμου
γεννάει κύματα,
ξερνάει αφρούς.


Μα η ανθρωποθάλασσα
ενός πολέμου
γεννάει θύματα,
ξερνάει νεκρούς.


Πόλεμος, άνεμος, ηχούν στο βάθος
την ίδια απόκοσμη, ψυχρή βοή
μα τα σημάδια τους δείχνουν με πάθος
του πρώτου θάνατο, τ’ άλλου ζωή.


Κώστας Σφενδουράκης