«Θέλουν να σας κάνουν καλά. Αλλοίμονο, εκεί φτάνει ο παραλογισμός των λογικών. Καλά, δηλαδή να γυρίσετε πίσω, έξω στην τέφρινη πραγματικότητα, να ξαναδήτε πίσω με την κρίσι του ακέραιου μυαλού την πιο αβάσταχτη, την πιο αρμολογημένη αλλόφρονη λογική της ζωής που σκοτώνει την ανθρώπινη καρδιά. [...] Μα τι θα βάλετε στη θέση του οράματος εσείς οι λογικοί; [...] Καλοπροαίρετοι γιατροί μου, αν επιμένετε να με γιατρέψετε από κάτι, γιατρέψτε με από την λογική».

Ρώμος Φιλύρας από το δρομοκαΐτειο

«ΣΚΟΡΠΙΕΣ ΣΥΝΙΣΤΩΣΕΣ» του Απόστολου Θηβαίου


Σχόλιο στην ποιητική εργασία του Κώστα Σφενδουράκη «Φωτιά στον Πάγο»

«Έρχονταν από το βάθος του καιρού. Οι θριαμβευτές των εξεγέρσεων, όσοι αρνήθηκαν ένα βέβαιο φόνο, οι εργάτες των αποικιακών ερήμων, ορισμένα παιδιά που είχαν διασώσει με αγωνία την αθωότητα και εκτιμούσαν πια τον κόσμο με όλη την έκπληξη που του αρμόζει, διωγμένες ράτσες με κατάσχιστα φτερά, οι ναυπηγοί των μεγάλων, γκρίζων πλοίων, ένας διάσημος θηριοδαμαστής με τους αμμολίθινους λέοντες, οι σκοτωμένες γυναίκες από τις τσαγκαράδικες φαλτσέτες στα πιο απόμερα μέρη της κακόφημης Μαδρίτης. Έρχονταν όλοι. Κομψά, ανθρώπινα ερείπια και εμπρός οι σκλάβοι με τους αστραγάλους πληγιασμένους, έσερναν ο καθένας ό,τι πεθύμησε πιο πολύ. Εντυπωσιακότερο όλων εκείνο το επιτραπέζιο παιχνίδι με τον αεροναύτη, τον Χιλιανό καλόγερο, τον αστρολάβο της μικρότατης κλίμακας, τους στρατιώτες που αιχμαλωτίστηκαν. Έρχονταν και άλλοι, πολλοί και τους διακρίναμε, έτσι μακρυσμένους ως σημεία, καθώς ήταν, από τα μάτια. Διογκώνονταν με τα χρόνια και γίνονταν κάποτε τεράστια μες εξώστες τους. Μεγάλα, μαύρα μάτια, σαν σκοτεινές πόρτες εκκλησιών. Κομψά, ανθρώπινα ερείπια.»

Η ποίηση του παρόντος και του παρελθόντος χρόνου, συνίσταται στην εκτίμηση της ανθρώπινης πορείας από τη μια και στην επισήμανση του ίδιου του στίγματός της μες στην επίγεια επικαιρότητα. Ετούτη η ποίηση μοιάζει να φέρει την ήμερη, συντηρητική οπτική των συντελεσμένων καιρών ή πάλι εκείνων που μαίνονται, δίχως να μπορεί να αποσαφηνιστεί η μεγαλειώδης σημασία τους μες στην ακαθόριστη εξέλιξη της ανθρωπότητας. Με άλλα λόγια η ποίηση του παρελθόντος και του παρόντος χρόνου συνιστά μια αφετηρία συντηρητική και γαλήνια, ίσως γιατί αποδόθηκαν πια ολοκληρωμένα τα αίτια και οι συνέπειες μιας ολοκληρωτικής ήττας. Τα ανθρώπινα οράματα, τροφοδοτικά της εξειδικευμένης, αυτής στιχουργικής θεώρησης ή θεματικής, πάει να πει δεν φέρουν την αποκρουστική θέα της σήψης, μα την αίγλη και το δέος ερειπωμένων μνημείων.

Οι προλογικές αυτές επισημάνσεις άλλο σκοπό δεν έχουν παρά να δοκιμάσουν να αποκωδικοποιήσουν την αισθητική της ποιητικής του Κώστα Σφενδουράκη. Η υποκειμενικότητα της ποίητικής λειτουργίας άλλωστε, επιβάλλει μόνον εκτιμήσεις και απόπειρες αποκωδικοποίησης του προσφερόμενου υλικού της. Ο ποιητής στρέφει το βλέμμα του στον παρελθόντα χρόνο, δίχως να στοχεύει σε μια ιδεολογική κριτική πέρα και έξω από τα ανθρώπινα. Η «φωτιά στον πάγο» άλλωστε, τίτλος της ομώνυμης, ποιητικής συλλογής πέρα από το ανθρώπινο στοιχείο, το οποίο φέρει ως ένδειξη αίσθησης, την ίδια στιγμή επιβεβαιώνει την πρόθεση του ποιητή να «τραγουδήσει» το παρελθόν. Να συνεκτιμήσει μαζί με όλους μας,-η επικοινωνιακή δυναμική της ποίησης δεν μπορεί παρά να αποτελεί φυσικό αυτοσκοπό της-, τις ακυρώσεις, τις διαψεύσεις, τους κλονισμούς που χαρακτηρίζουν τις στιγμογραφίες του παρελθόντος.

«Ακολουθήσαμε το ανθρώπινο κοπάδι. Κάποιοι κλαίγαν και έσφιγγαν τα πρόσωπά τους, καθώς εκείνες οι γηραιές γυναίκες των επαρχιακών εκκλησιών που καταβάλλονται με τέτοια θεατρικότητα εμπρός στο θαύμα του κόσμου και αφήνουν κατάλευκα τα γόνατα του σκηνώδους αγίου. Άλλοι δοκιμάζονταν και τούτο γινόταν σαφές από ορισμένους ολοφάνερους δισταγμούς. Ένας μάλιστα, άνδρας προχωρημένης ηλικίας, μια μορφή πατριαρχική, όπως εκείνοι οι πράοι βοσκοί που μελετούν μες στο χάραμα τους αυτοσχέδιους ημεροδείκτες, στάθηκε και πέθανε στο μέσον του δρόμου και πέρα οι λόφοι σηκώνονταν ο ένας μετά τον άλλον, πελώριοι λόφοι με άγρια άλογα και ανθρώπους σαν μύγες που κατάκλυζαν τις πηγές και στα αρχαία αναβρυτήρια τα κορίτσια των ναύλων και  κάθε που ακούγαμε την κραυγή του παγονιού ο Ρεϊνάλντο μέσα από τις βροχές μας γελούσε μες στο επισκοπικό του ένδυμα. Ας γνωρίζαμε πως το χαμόγελό του αυτό στέκει πάντοτε πέρα και έξω από τον κόσμο, εμείς ακολουθούσαμε.»

Η ποίηση του Σφενδουράκη συνιστά ένα μέσο παρηγοριάς για τις λανθασμένες εκτιμήσεις, την αλόγιστη εκείνη πορεία του ανθρώπου, που αψηφά επιδεικτικά το μέτρο, την τρυφερότητα, την ύβρη και ολόδροσες, υπέροχες Καρυάτιδες καλούνται τώρα να σηκώσουν στους ώμους ένα βάρος υψηλότερο από την επικλινή στέγη του ναού. Η στιχουργική της «Φωτιάς στον πάγο» δεν μπορεί παρά να χαρακτηρισθεί βαθύτατα ανθρωπιστική, σχεδόν φιλάνθρωπη, προσωπική την ίδια στιγμή, με μια ευρύτητα όμως ακμαία, ικανό στοιχείο ώστε να προικίσει το έργο με μια γενναιοδωρία απρόσμενη.Ο Σφενδουράκης βασίζει τα στιχουργήματά του, πέρα από την ορισμένη φόρμα, σε όρους υπαρξιακούς, αντλημένους και καθορισμένους από βιώματα προσωπικά και παρατηρήσεις συλλογικότερες και ορισμένες. Η τεχνολογική εξέλιξη καθίσταται ένα πρότυπο για τον παρόντα χρόνο, ένα σύγχρονο ιδανικό, το οποίο με τόση σκληρότητα εξαργυρώνεται μες στα πλαίσια του ανθρώπινου βίου. Η μοναξιά, μοντέρνο αρπακτικό, εξημερωμένο να στέκει στα πόδια μας, τόσο πιστό όσο και η βέβαιη επιρροή της στον ανθρώπινο ψυχισμό. Ο ηττημένος ερωτισμός, βιομηχανοποιημένος και επίκαιρος τοποθετείται πέρα από τη φύση του ανθρώπου. Ο Κώστας Σφενδουράκης εγκιβωτίζει μες στις μπαλάντες του ολόκληρη τη θέαση του σύγχρονου τρόπου ζωής ενώ την ίδια στιγμή, με την τεχνική του επάρκεια φέρει κάθετες, αυστηρές τομές σε επιφάνειες συναισθηματικές. Η τεκτονική δομή της ποίησής του ακόμα και αναναπαράγει με εύστοχο τρόπο ήδη χρησιμοποιημένες φόρμες, εντούτοις κατορθώνει να την προικίσει με το λυρισμό και το δικό του, εσωτερικό ρυθμό. Οφείλουμε δε να σημειώσουμε  πως μιλώντας για αναπαραγωγή, δεν μπορούμε παρά να αναγνωρίσουμε την ποιητική τόλμη του ποιητή να μορφοποιήσει την έμπνευσή του μες σε τόσο ασφυκτικά, τεχνικά πλαίσια. Προφανώς υφίσταται η ικανότητα αλλά και το συναισθηματικό απόθεμα, για έναν τέτοιο, προσωπικό λυρισμό.

«Όταν επιτέλους φτάσαμε στη μεγάλη πύλη, κάτι αρχαία βημόθυρρα που είχαν άλλοι, πριν από εμάς χτίσει, αφήνοντας ένα ορισμένο στίγμα, πραγματοποιώντας μια κορυφαία συνεργασία με το χρόνο και την τοπογραφία ήταν πια αργά. Είχαμε αποκτήσει άγρια δόντια και σπαράζαμε τα μάτια μας και ήταν ολότελα ματωμένες οι ζωές μας. Βαδίσαμε μες στην αλπική σήραγγα, τραγουδώντας δίχως τις βυζαντινές φωνές μας που θα επισήμαιναν πια πως είχαμε μαθητεύσει σε σπουδαίες αυλές και είχαμε διδαχθεί από αλησμόνητες θρησκείες. Σφίξαμε τα χέρια μας, καθένας φορτώθηκε το χώμα του, μεγάλες λάμπες θυέλλης για τον καιρό της τυφλότητας, το φως ήταν δηλητηριασμένο, μας επισήμαναν το λοιμό που φλέγει τους τόπους πέρα από εδώ και μέσα μας. Έπειτα δακρύσαμε γιατί όσα και αν είχαμε σχεδιάσει καθώς χωριζόμασταν, εκείνα τα μαύρα πουλιά της χαράδρας κατέφταναν σπαραχτικά και ανήμερα και έκοβαν μεγάλα κομμάτια από χρόνο και μήτε οι καθρέφτες τα τρόμαζαν, μηδέ οι επίδεσμοι που ανέμιζαν σαν τις σημαίες των ανακωχών.Ο πρώτος που σκοτώθηκε από τις επίμονες επιθέσεις ήταν ένας άνδρας γεννηθείς το 1968 στην Αθήνα. Το όνομά του ήταν βαθιά ανθρώπινο. Λεγόταν «Ωραιοθήρας.» Έφερε μια διακριτική διαφάνεια στο πρόσωπο, κάποια παλινωδία στην αιμάτωση των ματιών του. Μπορεί κανείς να πει πως έμοιζε με εκείνες τα ελαιογραφικά τοπία του ζωγράφου Πάρι Πρέκα ή πάλι έρχονταν στιγμές που άφηνε μακριές, σιωπηρές κραυγές. Απέμενε δηλαδή το σχήμα του στόματος, καθώς οι μορφές από τη «Νέκυια» του Μπόντσογλου. Η όψη του ήταν τρομερή, ακηλίδωτη, μια διαυγής ανθρωπογραφία. Κανείς δεν θυμάται τίποτε παραπάνω. Μην επιμείνετε.»

Ο κριτικός Χατζίνης σε κάποιο από τα ποικίλα, στοχαστικά κείμενα των δημοσιεύσεών του επισημαίνει πως μες στην έκφραση του φόβου, υφίσταται σκοπιμότητα και ευκαιρία. Σε τούτο ακριβώς  τα τρεμάμενα εδάφη ο Κώστας Σφενδουράκης εντοπίζει τον πρόσφορο χώρο προκειμένου να επιβεβαιώσει τούτο την αξιωματική θέση. Η ποίησή του είναι βαθιά ανθρώπινη, ξεκάθαρα κοινωνική, καθώς ο ποιητής δεν καταθέτει παρά όσα τον συγκινούν, τον προβληματίζουν ή τον κλονίζουν.Η έκθεσή του είναι ολοκληρωτικής φύσεως, αναπόδραστη και με αυτοπεποίθηση. Πάει να πει μια ειλημμένη τάση, απόλυτα στοχευμένα μέσα από τη στιχουργική του. Ο Σφενδουράκης δεν υμνεί τις ιδέες, συμμεριζόμενος ίσως την άποψη ενός σημαντικού Ισπανού πεζογράφου, ο οποίος αναγνωρίζει στις ιδέες μια προέλευση αταβιστική, ολότελα ξέχωρη από την κουλτούρα ή την παράδοση. Η αγνότητα αποτελεί πρωταρχική προϋπόθεση για μια υψηλή τέχνη. Ένα τέτοιο ρεύμα διαπερνά τη συλλογή του Κώστα Σφενδουράκη, αποδεικνύοντας πως για ορισμένους ετούτος ο κόσμος είναι ήδη παλιός, ένα φάντασμα περασμένο και η έννοια μας, δεν είναι από τούτο τον κόσμο μα για τούτο τον κόσμο. Και ίσως εκείνον που μέλλεται να έρθει, αναπάντεχος, με όλα του τα διλήμματα. Μια αρρώστια που αγνοήθηκε και τώρα γυρνά πιο άγρια από ποτέ, ετούτο είναι που μας υποδεικνύει ο Σφενδουράκης. Η ποίηση της «Φωτιάς στον πάγο» είναι έντιμη, ανθρώπινη και ρυθμική αρκετά, ώστε να επισημάνει τα αμαρτήματά μας. Ποίηση ειλικρινής και αισιόδοξη το υπέροχο, καταληκτικό «γράμμα ενός λιονταριού σε ένα άλλο.» Μια εξαίσια αναζωπύρωση και μια μοναδική ευκαιρία να συσχετιστεί ετούτη η ποίηση με τον «Ζωολογικό Κήπο» του Νικολά Γκιγιέν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου