Ο Μπάμπης ήτανε μικρός
κομπλεξικούλης και χοντρός
έπεφτε ξύλο απ’ τον μπαμπά του
σ’ αυτόν, στο σκύλο, στη μαμά του.
Απ’ την αρχή είχε διδαχτεί
άλλη φυλή να μη δεχτεί
το ανθρώπινο του ‘παν το δέρμα
είναι λευκό όπως το σπέρμα.
Του ‘λεγε ο μπάτσος ο μπαμπάς:
‘’Τους ξένους θα τους ακουμπάς
σαν κατσαρίδες κι όχι ανθρώπους...
Δεν έχουν σαν εσένα τρόπους’’.
Μια νύχτα είχε ονειρευτεί
πως θα ψηλώσει όταν ρευτεί...
Ρευόταν κι έγινε γομάρι
σαν γάιδαρος χωρίς σαμάρι.
Ξέρναγε κι έφτυνε παντού
σ’ αλλοδαπούς έκανε ντου
άλλαξε τα’ όνομα: Λεωνίδας
το παρατσούκλι του: ο ‘’Πατρίδας’’.
Τον ήξερε όλο το χωριό
και τον παντρεύτηκε η Μαριώ
λευκή με όμορφη φατσούλα
μικρή...Aλλά μεγάλη τσούλα.
Ερωτευτήκαν στη στιγμή
εκείνη αυτόν για την πυγμή
για την αντρίλα και τα μπράτσα
και κείνος για τη γνήσια ράτσα.
Όπου αυτός κι αυτή μαζί
φήμες τους ‘θέλαν νεοναζί
μα εκείνη πέρναγε ωραία
με του Λεωνίδα την παρέα.
Μα το κακό όμως δεν αργεί
θα φέρει πόνο και οργή
αμείλικτα τα γεγονότα
και δεν χωρούν κάτω απ’ τη μπότα.
Του λέει ένας φίλος μια φορά
‘’Φίλε σε βρήκε συμφορά
πάμε στο ζαχαροπλαστείο
να σου το πω, δεν είναι αστείο’’.
Σαν σκύλος άγριος, λυτός
ακούει να λέει ο κολλητός
έχοντας φάει πέντε πάστες
‘’Την είδα με δυο μετανάστες’’..
Χτυπιέται ‘’Βγάλε το σκασμό!’’
βρισκόταν όμως εν βρασμώ
γάβγιζε, δάγκωνε ο σκύλος
‘’Ηρέμησε’’ του λέει ο φίλος...
‘’Βρε ο τολμών πάντα νικά,
ξηγήσου αλά ελληνικά
κάνε το βράδυ πως κοιμάσαι...
Νύχτα την είδα, ξύπνιος να ‘σαι’’.
Το βράδυ έπεσαν νωρίς
μ’ αυτή σηκώθηκε στις τρεις
αθόρυβα να ξεμπουκάρει
το νου του αυτός, παίρνει χαμπάρι...
Μπήκε, το ακούει, στ’ ασανσέρ
σα να του το ‘στησε φαρσέρ
ουίσκι παίρνει μια μπουκάλα
και κατεβαίνει από τη σκάλα.
Πίνει κοντεύει να πνιγεί
στο δρόμο εκείνη δεν θα βγει
γύρω αυλή, κάπου ‘κει μέσα
στα σκοτεινά η παλιομπαμπέσα.
Κι εκεί την κάνει τσακωτή
σε μια γωνιά στην πυλωτή
σάντουιτς την έκαναν δυο μαύροι
χυμώντας πάνω της σαν ταύροι.
Είδε από ‘κει που ‘χε κρυφτεί
να μην αφήνουν ούτε αυτί
τέσσερις μαύροι κι έξι ίσκιοι
τι κάνει το παλιοουίσκι.
Θόλωσε βλέπει τους φαλλούς
κι ενώ κοιτούσε εκ του ασφαλούς
σαν μπάτσος ήρωας ταινίας
πάνω ορμάει μετά μανίας.
‘’Είστε σκυλάραπες νεκροί’’..
Μα εκείνος με το πιο μακρύ
πριν σκίσει της Μαριώς τον πάτο
του ρίχνει μια και πέφτει κάτω..
Συνέρχεται ύστερα από
κάτι που νιώθει στον πoπό
τη σούφρα τέρμα να διαστέλλει
όμως του άρεσε εν τέλει.
Σύγκορμος τρέμει τον δονεί
του μετανάστη η ηδονή
μ’ έναν φαλλό παροιμιώδη
του ξέσκισε τα ιδεώδη.
Τώρα μαζί με τη Μαριώ
τους καμαρώνουν στο χωριό
όταν τους βλέπουν χέρι χέρι...
Tο μυστικό κανείς δεν ξέρει.
Κώστας Σφενδουράκης
κομπλεξικούλης και χοντρός
έπεφτε ξύλο απ’ τον μπαμπά του
σ’ αυτόν, στο σκύλο, στη μαμά του.
Απ’ την αρχή είχε διδαχτεί
άλλη φυλή να μη δεχτεί
το ανθρώπινο του ‘παν το δέρμα
είναι λευκό όπως το σπέρμα.
Του ‘λεγε ο μπάτσος ο μπαμπάς:
‘’Τους ξένους θα τους ακουμπάς
σαν κατσαρίδες κι όχι ανθρώπους...
Δεν έχουν σαν εσένα τρόπους’’.
Μια νύχτα είχε ονειρευτεί
πως θα ψηλώσει όταν ρευτεί...
Ρευόταν κι έγινε γομάρι
σαν γάιδαρος χωρίς σαμάρι.
Ξέρναγε κι έφτυνε παντού
σ’ αλλοδαπούς έκανε ντου
άλλαξε τα’ όνομα: Λεωνίδας
το παρατσούκλι του: ο ‘’Πατρίδας’’.
Τον ήξερε όλο το χωριό
και τον παντρεύτηκε η Μαριώ
λευκή με όμορφη φατσούλα
μικρή...Aλλά μεγάλη τσούλα.
Ερωτευτήκαν στη στιγμή
εκείνη αυτόν για την πυγμή
για την αντρίλα και τα μπράτσα
και κείνος για τη γνήσια ράτσα.
Όπου αυτός κι αυτή μαζί
φήμες τους ‘θέλαν νεοναζί
μα εκείνη πέρναγε ωραία
με του Λεωνίδα την παρέα.
Μα το κακό όμως δεν αργεί
θα φέρει πόνο και οργή
αμείλικτα τα γεγονότα
και δεν χωρούν κάτω απ’ τη μπότα.
Του λέει ένας φίλος μια φορά
‘’Φίλε σε βρήκε συμφορά
πάμε στο ζαχαροπλαστείο
να σου το πω, δεν είναι αστείο’’.
Σαν σκύλος άγριος, λυτός
ακούει να λέει ο κολλητός
έχοντας φάει πέντε πάστες
‘’Την είδα με δυο μετανάστες’’..
Χτυπιέται ‘’Βγάλε το σκασμό!’’
βρισκόταν όμως εν βρασμώ
γάβγιζε, δάγκωνε ο σκύλος
‘’Ηρέμησε’’ του λέει ο φίλος...
‘’Βρε ο τολμών πάντα νικά,
ξηγήσου αλά ελληνικά
κάνε το βράδυ πως κοιμάσαι...
Νύχτα την είδα, ξύπνιος να ‘σαι’’.
Το βράδυ έπεσαν νωρίς
μ’ αυτή σηκώθηκε στις τρεις
αθόρυβα να ξεμπουκάρει
το νου του αυτός, παίρνει χαμπάρι...
Μπήκε, το ακούει, στ’ ασανσέρ
σα να του το ‘στησε φαρσέρ
ουίσκι παίρνει μια μπουκάλα
και κατεβαίνει από τη σκάλα.
Πίνει κοντεύει να πνιγεί
στο δρόμο εκείνη δεν θα βγει
γύρω αυλή, κάπου ‘κει μέσα
στα σκοτεινά η παλιομπαμπέσα.
Κι εκεί την κάνει τσακωτή
σε μια γωνιά στην πυλωτή
σάντουιτς την έκαναν δυο μαύροι
χυμώντας πάνω της σαν ταύροι.
Είδε από ‘κει που ‘χε κρυφτεί
να μην αφήνουν ούτε αυτί
τέσσερις μαύροι κι έξι ίσκιοι
τι κάνει το παλιοουίσκι.
Θόλωσε βλέπει τους φαλλούς
κι ενώ κοιτούσε εκ του ασφαλούς
σαν μπάτσος ήρωας ταινίας
πάνω ορμάει μετά μανίας.
‘’Είστε σκυλάραπες νεκροί’’..
Μα εκείνος με το πιο μακρύ
πριν σκίσει της Μαριώς τον πάτο
του ρίχνει μια και πέφτει κάτω..
Συνέρχεται ύστερα από
κάτι που νιώθει στον πoπό
τη σούφρα τέρμα να διαστέλλει
όμως του άρεσε εν τέλει.
Σύγκορμος τρέμει τον δονεί
του μετανάστη η ηδονή
μ’ έναν φαλλό παροιμιώδη
του ξέσκισε τα ιδεώδη.
Τώρα μαζί με τη Μαριώ
τους καμαρώνουν στο χωριό
όταν τους βλέπουν χέρι χέρι...
Tο μυστικό κανείς δεν ξέρει.
Κώστας Σφενδουράκης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου