Δεν είχε μπρος στον θάνατο ασυλία
κι ας έδωσε ζωή κι ας ήταν μάνα,
στα χέρια των θνητών η νοσηλεία,
σε κανενός σωτήρα ή παιάνα...
Μπαίνει ευσπευσμένα στο νοσοκομείο
" Πονάω ! Πνίγομαι, θέλω αέρα ! " ...
Να κάνει, άρχισε, η ζωή ταμείο
κι η πρώτη - νιώθει - είναι τούτη η μέρα.
Σ' ένα δωμάτιο, άθλιο, σιχαμένο,
τρεις ασθενείς, μια αυθάδης νοσοκόμα,
στο πρώτο το λεπτό " άλλο δεν μένω
ούτε ένα δευτερόλεπτο ακόμα " .
Εδώ όμως πια δεν θα αποφασίζει,
άλλοι θ' αποφασίζουνε για εκείνη...
Ανήμπορη, το σκέφτεται, δακρύζει,
μα μη τη δούν, τα μάτια της τα κλείνει.
Στο στόμα ανυπόφοροι οι πόνοι
" Λίγο νερό, διψώ, έστω μια στάλα ! ",
η εξάντληση το πρόσωπο αλλοιώνει
σαν ανεβαίνει τ' ουρανού τη σκάλα.
Ζωής ανάσα γίνεται θολούρα
στου οξυγόνου τον αναπνευστήρα.
Η υπερηφάνεια φεύγει με τα ούρα
μες στον καταραμένο καθετήρα.
Ας έβλεπε τουλάχιστον λιγάκι
τους εγγονούς τους τρεις και την εγγόνα,
σκεφτόταν γλείφοντας απ' το βαμβάκι
που άγγιζε στα χείλη μια σταγόνα.
Κάποια στιγμή δεν φτάνει τ' οξυγόνο
" Μην επιτρέψετε... Θέλω να φύγω
με ανοιχτά τα μάτια, να 'χω μόνο
των γιων μου την εικόνα έστω για λίγο " .
Δεν ήθελε να την διασωληνώσουν
κι ας έλεγαν πως ήταν ευκαιρία
να το παλέψουν, ίσως να τη σώσουν...
Αστείο κακόγουστο η σωτηρία.
Μα των γιατρών άλλη ήτανε η γνώμη
κι ότι αν υπήρχε, μόνο εκεί, μια λύση.
" Δεν γίνεται μανούλα μου συγνώμη "
την κοίταξα στα μάτια πριν τα κλείσει.
Δεν άφησε άμυνες η κορτιζόνη...
Με όση δύναμη ψυχής και να 'χει
στο θάνατο που ανίκητος ζυγώνει
θα χάσει και τη τελευταία μάχη.
" Αντίο μαμά ! Μαλάκωσαν τα χείλη,
ομόρφυνες, οι πόνοι φύγαν όλοι !
Σε περιμένει... Όταν τον δεις στη Πύλη,
γλυκά να μου φιλήσεις το Μανώλη " .
στον αδερφό μου
Κώστας Σφενδουράκης