Γεμάτος γύρω μου τίγκα τσιμέντο, σοβάδες, τούβλα
κι εγώ διστάζω να ξεμυτίσω έξω απ'την πόρτα,
μα αν καταφέρω θα το γιορτάσω με αρνί στη σούβλα,
δικό μου Πάσχα, λύτρωσης έξοδος, πικρά τα χόρτα.
Να μου θυμίζει τη σκλαβωμένη μου καρδιά η πικρίλα
κι εγώ να χαίρομαι ότι το όνειρο θεριεύει εντός μου,
δέντρο αιμάτινο που έχει κόκκινα κλαριά και φύλλα,
για να ταιριάζουνε στο μαύρο αντίκρισμα αυτού του κόσμου.
Θα 'ναι η αρχή μου, η πρώτη εκδίκηση, η πρώτη νίκη
το πρώτο αλάφρωμα και των ελπίδων μου τα πρώτα ρίγη,
πάνοπλος, έτοιμος, υπερασπίζοντας ό,τι μου ανήκει
κι όσοι με φθόνησαν θα 'ρθουν ξοπίσω μου σ' ένα κυνήγι.
Ταμπουρωμένος θα 'μαι όταν φτάσουνε στο μετερίζι,
θα 'χω φυλάξει για τον καθένα τους από ένα βέλος
που μόνο μέσα του σαν σφηνωθεί δεν θα σφυρίζει
και για τον Πρώτο, μια ωραία έκπληξη θα 'χω στο τέλος.
Στη σιχαμένη του θα κάτσω πάνω ηλίθια φάτσα
κι από τα γέλια η ουροδόχος μου, θα αδειάσει, κύστη
θα ηδονίζομαι, καύλα θα γίνεται κάθε γκριμάτσα,
του ηττημένου πια, του δεσμοφύλακα κελιών και κτίστη.
Πίσω απ' τη πόρτα μου -δεν παίρνω απόφαση, πάντα διστάζω-
ώρες και πείνασα, τι ωραία θα 'τανε να ΄χα για δείπνο
στη σούβλα αρνάκι, πικρά αγριόχορτα, όμως νυστάζω,
σέρνω τα πόδια μου ως το δωμάτιο...Πάω για ύπνο.
Κώστας Σφενδουράκης
κι εγώ διστάζω να ξεμυτίσω έξω απ'την πόρτα,
μα αν καταφέρω θα το γιορτάσω με αρνί στη σούβλα,
δικό μου Πάσχα, λύτρωσης έξοδος, πικρά τα χόρτα.
Να μου θυμίζει τη σκλαβωμένη μου καρδιά η πικρίλα
κι εγώ να χαίρομαι ότι το όνειρο θεριεύει εντός μου,
δέντρο αιμάτινο που έχει κόκκινα κλαριά και φύλλα,
για να ταιριάζουνε στο μαύρο αντίκρισμα αυτού του κόσμου.
Θα 'ναι η αρχή μου, η πρώτη εκδίκηση, η πρώτη νίκη
το πρώτο αλάφρωμα και των ελπίδων μου τα πρώτα ρίγη,
πάνοπλος, έτοιμος, υπερασπίζοντας ό,τι μου ανήκει
κι όσοι με φθόνησαν θα 'ρθουν ξοπίσω μου σ' ένα κυνήγι.
Ταμπουρωμένος θα 'μαι όταν φτάσουνε στο μετερίζι,
θα 'χω φυλάξει για τον καθένα τους από ένα βέλος
που μόνο μέσα του σαν σφηνωθεί δεν θα σφυρίζει
και για τον Πρώτο, μια ωραία έκπληξη θα 'χω στο τέλος.
Στη σιχαμένη του θα κάτσω πάνω ηλίθια φάτσα
κι από τα γέλια η ουροδόχος μου, θα αδειάσει, κύστη
θα ηδονίζομαι, καύλα θα γίνεται κάθε γκριμάτσα,
του ηττημένου πια, του δεσμοφύλακα κελιών και κτίστη.
Πίσω απ' τη πόρτα μου -δεν παίρνω απόφαση, πάντα διστάζω-
ώρες και πείνασα, τι ωραία θα 'τανε να ΄χα για δείπνο
στη σούβλα αρνάκι, πικρά αγριόχορτα, όμως νυστάζω,
σέρνω τα πόδια μου ως το δωμάτιο...Πάω για ύπνο.
Κώστας Σφενδουράκης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου