Ποια ζωή να αναστήσω;
υπογείως την μετρώ
Αττική - Μοναστηράκι στο μετρό...
Τι υπόλοιπο να αφήσω
που το κάθε τι χρωστώ
είτε λάθος είναι αυτό είτε σωστό;
Από πάνω αίμα στάζει
ο ουρανός αιμορραγεί...
πώς να κλείσω με μια γάζα τη πληγή;
Ποια αλήθεια με δικάζει
που διακρίνει ενοχή;
ποια αλήθεια φέρνει η νέα μας αρχή;
Πότε θα 'ρθει αυτή η ώρα
τον εαυτό μου να τον δω;
περιμένω να περάσει από εδώ
και κοιμάμαι μέχρι τώρα
μ' ένα μάτι ανοικτό
από 5-6 του '68.
Κώστας Σφενδουράκης
«Θέλουν να σας κάνουν καλά. Αλλοίμονο, εκεί φτάνει ο παραλογισμός των λογικών. Καλά, δηλαδή να γυρίσετε πίσω, έξω στην τέφρινη πραγματικότητα, να ξαναδήτε πίσω με την κρίσι του ακέραιου μυαλού την πιο αβάσταχτη, την πιο αρμολογημένη αλλόφρονη λογική της ζωής που σκοτώνει την ανθρώπινη καρδιά. [...] Μα τι θα βάλετε στη θέση του οράματος εσείς οι λογικοί; [...] Καλοπροαίρετοι γιατροί μου, αν επιμένετε να με γιατρέψετε από κάτι, γιατρέψτε με από την λογική».
Ρώμος Φιλύρας από το δρομοκαΐτειο
Μπάρμπαρα
Όλο αλλάζει δέρμα
φιδάκι που σφυρίζει
κι όταν στριφογυρίζει
τις όψεις σαν το κέρμα.
Στον κόλπο ένα ράμμα
- αφαίρεση του πάθους -
στη συνταγή του λάθους
αλλόκοτο ένα κράμμα.
Πηγαίνει πέρα δώθε
πιο κάτω από τη μέση
αρκεί να προκαλέσει
κι εσύ όπως θέλεις νιώθε...
νά 'τη! μες στα παλάτια
και στα φτηνά δωμάτια.
Κώστας Σφενδουράκης
φιδάκι που σφυρίζει
κι όταν στριφογυρίζει
τις όψεις σαν το κέρμα.
Στον κόλπο ένα ράμμα
- αφαίρεση του πάθους -
στη συνταγή του λάθους
αλλόκοτο ένα κράμμα.
Πηγαίνει πέρα δώθε
πιο κάτω από τη μέση
αρκεί να προκαλέσει
κι εσύ όπως θέλεις νιώθε...
νά 'τη! μες στα παλάτια
και στα φτηνά δωμάτια.
Κώστας Σφενδουράκης
Πορτραίτο με Λαβύρινθο
( στη μνήμη του Χόρχε Λουίς Μπόρχες)
"Μες στον λαβύρινθο να παρελαύνεις
χιλιάδες που σου μοιάζουνε μαζί
κανείς δε θέλει μίτο της Αριάδνης
καθένας μέσα θα 'ναι όσο ζει...
Κι είναι γεμάτος ψεύτικες εξόδους
που σ' οδηγούν σε χώρους σκοτεινούς
κάποιου φαρσέρ, το έργο, πνευματώδους
ανθρώπινος τον έχει φτιάξει νους".
Έλεγα αυτά τα λόγια στον εαυτό μου
και τ' άκουγε εκείνος σκεπτικός
μα ήρθε ενοχλητικός ήχος εντόμου...
Με χάνει από κοντά του λίγη ώρα
για λίγη ώρα φεύγει ο πανικός
κι ύστερα πάλι έρχεται με φόρα...
Κώστας Σφενδουράκης
"Μες στον λαβύρινθο να παρελαύνεις
χιλιάδες που σου μοιάζουνε μαζί
κανείς δε θέλει μίτο της Αριάδνης
καθένας μέσα θα 'ναι όσο ζει...
Κι είναι γεμάτος ψεύτικες εξόδους
που σ' οδηγούν σε χώρους σκοτεινούς
κάποιου φαρσέρ, το έργο, πνευματώδους
ανθρώπινος τον έχει φτιάξει νους".
Έλεγα αυτά τα λόγια στον εαυτό μου
και τ' άκουγε εκείνος σκεπτικός
μα ήρθε ενοχλητικός ήχος εντόμου...
Με χάνει από κοντά του λίγη ώρα
για λίγη ώρα φεύγει ο πανικός
κι ύστερα πάλι έρχεται με φόρα...
Κώστας Σφενδουράκης
Νύχτα κι η Δόξα, Ονόματα
Η δόξα δεν φτάνει γι όλους, άσε δηλαδή που τρεκλίζει στων
Ψαρών την ολόμαυρη ράχη... κι όσο πιο λίγη τόσο πιο πολλοί
την θέλουν... τι κι αν η Αγαθή τους μιλάει για ένα κόσμο
χαμένο που την πέταξε να ζει... δεν ακούνε... η δόξα είναι
μπροστά τους σε φραγκοδίφραγκα... περνάει και παίρνει
απουσίες στο απουσιολόγιο... παίρνει απουσία ακόμα κι απ' το
νάρκισσο τον ασπρομάλλη πρώτο τραπέζι πίστα... καλύτερα
σκυλάδικο εδώ που τα λέμε... Ότι μετράει είναι αυτό που
φτιάχνει η μνησικακία των μη συμμετεχόντων... πού να
καταλάβουν ότι η παρακμή είναι τόσο βαθειά που έγινε
σύννεφο... από τσιγάρα στη διπλανή αίθουσα... και πως είναι
τόση που στο τέλος αθωώνεται... Να σπρώξεις στη σειρά να
δεις ένα φίλο... να δεις πως αρχίζει η γεροντική φωτογραφία
μας... τα ωραία μουνάκια που υπερέχουν της γραφής τους
πλάι σ' εκείνα που δεν υπερέχουν πια... Είναι τόσο η ποίηση
πρόφαση που μπορεί και να μην υπάρχει... γιατί η ποίηση είναι
για κατά μόνας ανάγνωση... κι όχι το φάντασμα της
ελευθερίας κατά Μπουνιουέλ, όπου χέζουν ομαδόν και τρώνε
κατ΄ιδίαν... μα είναι κι εκείνος ο ζητιάνος έξω που κοιμάται
στον υπνόσακο με το ποτηράκι της ελεημοσύνης... και
περιμένει... ελεύθερος από ποίηση γραπτή... μα πιο κοντά στο
ζωντανό το ποίημα... να ξεκαυλώσει ο κόσμος απ' την
κατανάλωση της παρουσίας του... και απαλά να κάμει την
καλή του πράξη... μ' ένα νόμισμα... γιατί η δόξα τρέφεται από
τη λήθη των ονομάτων και τρέφει τους ζητιάνους έξω από
τους ναούς της ποίησης... Και είναι τόσο τρυφεροί οι φίλοι
μου που ρωτάν για τα παιδιά... έχουν τόσο απαλά πρόσωπα
στο φιλί πια... που αγγίζουν ένα κατερχόμενο θερμόμετρο
φιλοδοξίας ως το μηδέν του ανθρώπου... που από ζώντας δεν
έχει την ανάγκη για να γράφει πια... Να με κατηγορείτε... που
δεν σας κάλεσαν... κι όχι γιατί έχω στα χέρια μου το μέλι σας
και δεν το γλείφω... Πρόλαβα και πέρασα και πίσω κλείσαν τα
νερά μαζί σας... Τόσο τρυφερά.
Γιώργος Μίχος
Ψαρών την ολόμαυρη ράχη... κι όσο πιο λίγη τόσο πιο πολλοί
την θέλουν... τι κι αν η Αγαθή τους μιλάει για ένα κόσμο
χαμένο που την πέταξε να ζει... δεν ακούνε... η δόξα είναι
μπροστά τους σε φραγκοδίφραγκα... περνάει και παίρνει
απουσίες στο απουσιολόγιο... παίρνει απουσία ακόμα κι απ' το
νάρκισσο τον ασπρομάλλη πρώτο τραπέζι πίστα... καλύτερα
σκυλάδικο εδώ που τα λέμε... Ότι μετράει είναι αυτό που
φτιάχνει η μνησικακία των μη συμμετεχόντων... πού να
καταλάβουν ότι η παρακμή είναι τόσο βαθειά που έγινε
σύννεφο... από τσιγάρα στη διπλανή αίθουσα... και πως είναι
τόση που στο τέλος αθωώνεται... Να σπρώξεις στη σειρά να
δεις ένα φίλο... να δεις πως αρχίζει η γεροντική φωτογραφία
μας... τα ωραία μουνάκια που υπερέχουν της γραφής τους
πλάι σ' εκείνα που δεν υπερέχουν πια... Είναι τόσο η ποίηση
πρόφαση που μπορεί και να μην υπάρχει... γιατί η ποίηση είναι
για κατά μόνας ανάγνωση... κι όχι το φάντασμα της
ελευθερίας κατά Μπουνιουέλ, όπου χέζουν ομαδόν και τρώνε
κατ΄ιδίαν... μα είναι κι εκείνος ο ζητιάνος έξω που κοιμάται
στον υπνόσακο με το ποτηράκι της ελεημοσύνης... και
περιμένει... ελεύθερος από ποίηση γραπτή... μα πιο κοντά στο
ζωντανό το ποίημα... να ξεκαυλώσει ο κόσμος απ' την
κατανάλωση της παρουσίας του... και απαλά να κάμει την
καλή του πράξη... μ' ένα νόμισμα... γιατί η δόξα τρέφεται από
τη λήθη των ονομάτων και τρέφει τους ζητιάνους έξω από
τους ναούς της ποίησης... Και είναι τόσο τρυφεροί οι φίλοι
μου που ρωτάν για τα παιδιά... έχουν τόσο απαλά πρόσωπα
στο φιλί πια... που αγγίζουν ένα κατερχόμενο θερμόμετρο
φιλοδοξίας ως το μηδέν του ανθρώπου... που από ζώντας δεν
έχει την ανάγκη για να γράφει πια... Να με κατηγορείτε... που
δεν σας κάλεσαν... κι όχι γιατί έχω στα χέρια μου το μέλι σας
και δεν το γλείφω... Πρόλαβα και πέρασα και πίσω κλείσαν τα
νερά μαζί σας... Τόσο τρυφερά.
Γιώργος Μίχος
Κι άλλα σα... (Εικόνα)
Στην έρημο του κόσμου
τη σκιά σου δωσ' μου
θάλασσα!
Κάποια απ' τα κύματά σου
μοιάζουν σα βήματά σου
κι άλλα σα...
πόθοι μου επηρμένοι
έννοια μου αφηρημένη,
μάγισσα!
Μα το γυαλί του κόσμου
που σ' έκρυβε από μπρος μου
ράγισα...
Κώστας Σφενδουράκης
τη σκιά σου δωσ' μου
θάλασσα!
Κάποια απ' τα κύματά σου
μοιάζουν σα βήματά σου
κι άλλα σα...
πόθοι μου επηρμένοι
έννοια μου αφηρημένη,
μάγισσα!
Μα το γυαλί του κόσμου
που σ' έκρυβε από μπρος μου
ράγισα...
Κώστας Σφενδουράκης
Μονόλογος
"Η χώρα έχει ανάγκη από καρκίνο
τα κύτταρα ανεξέλεγκτα να τρέχουν
εκεί που δεν γνωρίζουνε, σ' εκείνο
το μέρος που απ' τη φύση τους απέχουν.
Η χώρα έχει ανάγκη από τους μαύρους
τους ουρανούς που κρύβουνε τη θέα
η χώρα έχει ανάγκη μινωταύρους
η χώρα έχει ανάγκη από Θησέα!"
Και φτιάχνω όπως έχει ανάγκη η χώρα
τη φάτσα με γκριμάτσες στον καθρέφτη
τελειώνω τον μονόλογο και τώρα
κοιτάζω την αυλαία μου να πέφτει...
αργότερα θα είμαι μες στο λίκνο
της χώρας να βυθίζομαι στον ύπνο!
Κώστας Σφενδουράκης
τα κύτταρα ανεξέλεγκτα να τρέχουν
εκεί που δεν γνωρίζουνε, σ' εκείνο
το μέρος που απ' τη φύση τους απέχουν.
Η χώρα έχει ανάγκη από τους μαύρους
τους ουρανούς που κρύβουνε τη θέα
η χώρα έχει ανάγκη μινωταύρους
η χώρα έχει ανάγκη από Θησέα!"
Και φτιάχνω όπως έχει ανάγκη η χώρα
τη φάτσα με γκριμάτσες στον καθρέφτη
τελειώνω τον μονόλογο και τώρα
κοιτάζω την αυλαία μου να πέφτει...
αργότερα θα είμαι μες στο λίκνο
της χώρας να βυθίζομαι στον ύπνο!
Κώστας Σφενδουράκης
Ηδυπαθείας
Με αντίκρυσαν τον αμαρτωλό τα γεροντάκια γυρίζοντας από
τους Χαιρετισμούς και μου άλλαξαν το χρόνο... όπου έβγαινε
ο ψάλτης μπροστά στην Ωραία Πὐλη κι άρχιζε εκείνο το :
Άσπιλε, Αμόλυντε, Άφθορε, Άχραντε, Αγνή Παρθένε, Θεόνυμφε
Δέσποινα... Η των απηλπισμένων μόνη ελπίς, και των
πολεμουμένων βοήθεια. Η ετοίμη αντίληψις των εις Σε
προστρεχόντων... Εν δε τη φοβερά ημέρα της Κρίσεως, της
αιωνίου με ρυομένη κολάσεως,... κι είχε μια φωνή γλυκιά, σαν
χάδι από εκατό μητέρες μαζί και σαν Καζαντζίδης... έλιωνε
τεράστιες ποσότητες παγωμένων πραγμάτων από μέσα μου...
ακύρωνε τον παπά και τον Αρχιμανδρίτη, σαν αργό από
ζεϊμπέκικο, που να σου ανεβαίνει σαν δάκρυο το υπάρχει θεός
και όλα θα γαληνέψουν... μέσα στη φωνή που την
αντηχούσανε οι κόγχες του τρούλου... κι αναστέναζε η μικρή
σου αγαπώ από το γυναικωνίτη απάνω καθώς γύριζες σε μια
συνενοχή μουσικής να την κοιτάξεις... Κι έτσι μισοχωμένο
κιόλας μέσα στα κελεύσματα του κήπου ακολουθούσε αυτό
το δεύτερο να σου αποτελειώσει κάθε ύλη και να σε κάνει
αέρα που κατοικούσε στα λόγια του το: Και δος ημίν,
Δέσποτα, προς ύπνον απιούσιν, ανάπαυσιν σώματος και
ψυχής, και διαφύλαξον ημάς από του ζοφερού ύπνου της
αμαρτίας, και από πάσης σκοτεινής και νυκτερινής
ηδυπαθείας... κι αυτό το ηδυπαθείας τραβηγμένο από τον ήχο
σαν μέλι να αντιφάσκει ο ήχος στο νόημά του και να κάνει
την αμαρτία κάτι απαλό για συγχώρεση, κάτι σαν παιχνίδι
του θεού με τους ανθρώπους για να σωθεί ο έρωτας... και σ'
αυτήν την ένταση να σε σπρώχνουν στη νύχτα τα τελειωτικά:
Παύσον τας ορμάς των παθών, σβέσον τα πεπυρωμένα βέλη
του πονηρού... γρήγορον νουν, σώφρονα λογισμόν, καρδίαν
νήφουσαν, ύπνον ελαφρόν... Με αντίκρυσαν τον αμαρτωλό τα
γεροντάκια γυρίζοντας από τους Χαιρετισμούς και μου
άλλαξαν το χρόνο... και με τη φωνή του παλιού ψάλτη της
"ηδυπαθείας", με έστειλαν να δοκιμάσω αθωότητα με αυτά
τα λόγια ...
Γιώργος Μίχος
τους Χαιρετισμούς και μου άλλαξαν το χρόνο... όπου έβγαινε
ο ψάλτης μπροστά στην Ωραία Πὐλη κι άρχιζε εκείνο το :
Άσπιλε, Αμόλυντε, Άφθορε, Άχραντε, Αγνή Παρθένε, Θεόνυμφε
Δέσποινα... Η των απηλπισμένων μόνη ελπίς, και των
πολεμουμένων βοήθεια. Η ετοίμη αντίληψις των εις Σε
προστρεχόντων... Εν δε τη φοβερά ημέρα της Κρίσεως, της
αιωνίου με ρυομένη κολάσεως,... κι είχε μια φωνή γλυκιά, σαν
χάδι από εκατό μητέρες μαζί και σαν Καζαντζίδης... έλιωνε
τεράστιες ποσότητες παγωμένων πραγμάτων από μέσα μου...
ακύρωνε τον παπά και τον Αρχιμανδρίτη, σαν αργό από
ζεϊμπέκικο, που να σου ανεβαίνει σαν δάκρυο το υπάρχει θεός
και όλα θα γαληνέψουν... μέσα στη φωνή που την
αντηχούσανε οι κόγχες του τρούλου... κι αναστέναζε η μικρή
σου αγαπώ από το γυναικωνίτη απάνω καθώς γύριζες σε μια
συνενοχή μουσικής να την κοιτάξεις... Κι έτσι μισοχωμένο
κιόλας μέσα στα κελεύσματα του κήπου ακολουθούσε αυτό
το δεύτερο να σου αποτελειώσει κάθε ύλη και να σε κάνει
αέρα που κατοικούσε στα λόγια του το: Και δος ημίν,
Δέσποτα, προς ύπνον απιούσιν, ανάπαυσιν σώματος και
ψυχής, και διαφύλαξον ημάς από του ζοφερού ύπνου της
αμαρτίας, και από πάσης σκοτεινής και νυκτερινής
ηδυπαθείας... κι αυτό το ηδυπαθείας τραβηγμένο από τον ήχο
σαν μέλι να αντιφάσκει ο ήχος στο νόημά του και να κάνει
την αμαρτία κάτι απαλό για συγχώρεση, κάτι σαν παιχνίδι
του θεού με τους ανθρώπους για να σωθεί ο έρωτας... και σ'
αυτήν την ένταση να σε σπρώχνουν στη νύχτα τα τελειωτικά:
Παύσον τας ορμάς των παθών, σβέσον τα πεπυρωμένα βέλη
του πονηρού... γρήγορον νουν, σώφρονα λογισμόν, καρδίαν
νήφουσαν, ύπνον ελαφρόν... Με αντίκρυσαν τον αμαρτωλό τα
γεροντάκια γυρίζοντας από τους Χαιρετισμούς και μου
άλλαξαν το χρόνο... και με τη φωνή του παλιού ψάλτη της
"ηδυπαθείας", με έστειλαν να δοκιμάσω αθωότητα με αυτά
τα λόγια ...
Γιώργος Μίχος
Η μπαλάντα της ευτυχίας
Η ευτυχία είν’ μια στάλα ηδονή
μισός ποντάκος στεναγμού
που τα πουλάν αυτά τα δυό καλέ μου
να τρέξω να τα πάρω
Μην τα φυλάει ο ΄Αρχοντας
στ’ αμπάρια του σπιτιού του
πες μου σε ποιο μπακάλικο
να βρώ να τ’αφανίσω
Στη πόλη τα στιβάζουνε
στον κάμπο τα θερίζουν
μα είναι τα χεράκια σου
όπου γλυκά τα στίβουν
Η ευτυχία είναι μια στάλα ηδονή
μισός ποντάκος στεναγμού...
Μανώλης Ρασούλης
μισός ποντάκος στεναγμού
που τα πουλάν αυτά τα δυό καλέ μου
να τρέξω να τα πάρω
Μην τα φυλάει ο ΄Αρχοντας
στ’ αμπάρια του σπιτιού του
πες μου σε ποιο μπακάλικο
να βρώ να τ’αφανίσω
Στη πόλη τα στιβάζουνε
στον κάμπο τα θερίζουν
μα είναι τα χεράκια σου
όπου γλυκά τα στίβουν
Η ευτυχία είναι μια στάλα ηδονή
μισός ποντάκος στεναγμού...
Μανώλης Ρασούλης
Τίτλοι Τέλους ( μ. Μ. )
"Τρεις άστεγοι πεθάναν απ' το κρύο"
στα κάτω, στα ψιλά η εφημερίδα
κι εγώ στο καρναβάλι είμαι του Ρίο
ντυμένος βασιλιάς μέσα στη χλίδα.
Δυο κόσμοι, ένας που 'ναι κι όχι δύο -
που πολεμούν χωρίς όπλα κι ασπίδα
ο ένας με αβίωτο τον βίο
κι ο άλλος να νομίζει ότι έχει ελπίδα.
Μια ζωγραφιά του κόσμου δυο εικόνες
η μια είναι φανερή η άλλη κρυμμένη
μέσα στο κρύο μα σ' άλλους χειμώνες
δυο κόσμοι που σφιχτά είναι δεμένοι.
Τρεις άστεγοι πεθάναν απ' το κρύο
το καρναβάλι τέλειωσε στο Ρίο...
Κώστας Σφενδουράκης
στα κάτω, στα ψιλά η εφημερίδα
κι εγώ στο καρναβάλι είμαι του Ρίο
ντυμένος βασιλιάς μέσα στη χλίδα.
Δυο κόσμοι, ένας που 'ναι κι όχι δύο -
που πολεμούν χωρίς όπλα κι ασπίδα
ο ένας με αβίωτο τον βίο
κι ο άλλος να νομίζει ότι έχει ελπίδα.
Μια ζωγραφιά του κόσμου δυο εικόνες
η μια είναι φανερή η άλλη κρυμμένη
μέσα στο κρύο μα σ' άλλους χειμώνες
δυο κόσμοι που σφιχτά είναι δεμένοι.
Τρεις άστεγοι πεθάναν απ' το κρύο
το καρναβάλι τέλειωσε στο Ρίο...
Κώστας Σφενδουράκης
Τίτλοι Τέλους ( π. Μ. )
"Τρεις άστεγοι πεθάναν απ' το κρύο"
στα κάτω, στα ψιλά η εφημερίδα
"Το καρναβάλι πέτυχε στο Ρίο!"
στα πάνω - πάνω γράφει η κεφαλίδα.
Δυο κόσμοι, ένας που 'ναι κι όχι δύο -
που πολεμούν χωρίς όπλα κι ασπίδα
ο ένας με αβίωτο τον βίο
κι ο άλλος να 'χει χάσει κάθε ελπίδα.
Μια ζωγραφιά του κόσμου δυο εικόνες
η ασχήμια η φανερή και η κρυμμένη
είναι στο κρύο μα σ' άλλους χειμώνες
η ίδια η μοίρα που τους περιμένει.
Τρεις άστεγοι πεθάναν απ' το κρύο
το καρναβάλι τέλειωσε στο Ρίο...
Κώστας Σφενδουράκης
στα κάτω, στα ψιλά η εφημερίδα
"Το καρναβάλι πέτυχε στο Ρίο!"
στα πάνω - πάνω γράφει η κεφαλίδα.
Δυο κόσμοι, ένας που 'ναι κι όχι δύο -
που πολεμούν χωρίς όπλα κι ασπίδα
ο ένας με αβίωτο τον βίο
κι ο άλλος να 'χει χάσει κάθε ελπίδα.
Μια ζωγραφιά του κόσμου δυο εικόνες
η ασχήμια η φανερή και η κρυμμένη
είναι στο κρύο μα σ' άλλους χειμώνες
η ίδια η μοίρα που τους περιμένει.
Τρεις άστεγοι πεθάναν απ' το κρύο
το καρναβάλι τέλειωσε στο Ρίο...
Κώστας Σφενδουράκης
Μπουρανιώτικο
Αναμμένο το τζάκι
απλωμένο χαλί
και σαμπάνια καπάκι
συζητούν δυο φαλλοί:
"Πόσο είσαι μεγάλος
πόσο ωραία σκληρός!"
λέει ο ένας κι ο άλλος
καμαρώνει...γαμπρός:
"Μ' έχεις κάνει εσύ ντούρο
μ' έχεις φτιάξει καλά
ξαναμμένο εντούρο
που ποτέ δεν κολλά...
όμως πρέπει να μάθεις
θέλω να 'μαι κρυφός
δεν ξανάρχομαι Βάθης
έχω βλέπεις το φως
κι αμαρτία μεγάλη
να με πουν "αδερφή"...
άκουσε με Μιχάλη,
είμαι θεία μορφή!
Κώστας Σφενδουράκης
απλωμένο χαλί
και σαμπάνια καπάκι
συζητούν δυο φαλλοί:
"Πόσο είσαι μεγάλος
πόσο ωραία σκληρός!"
λέει ο ένας κι ο άλλος
καμαρώνει...γαμπρός:
"Μ' έχεις κάνει εσύ ντούρο
μ' έχεις φτιάξει καλά
ξαναμμένο εντούρο
που ποτέ δεν κολλά...
όμως πρέπει να μάθεις
θέλω να 'μαι κρυφός
δεν ξανάρχομαι Βάθης
έχω βλέπεις το φως
κι αμαρτία μεγάλη
να με πουν "αδερφή"...
άκουσε με Μιχάλη,
είμαι θεία μορφή!
Κώστας Σφενδουράκης
Ποίημα Δυτικού Κόσμου
Δύει ο ήλιος και με έναν κρότο
της γης τα βλέφαρα έχουν κλείσει
με το μαστίγιο και το καρότο
θα πάρει αυτό που θέλει η δύση.
Είναι η αλήθεια, ο ήλιος δύει
διαδοχικά στέλνει σκοτάδια
Αίγυπτος, Τυνησία, Λιβύη...
αφήνει πίσω του νεκρά σημάδια.
Το φως θα έρθει απ' τους σωτήρες
όχι απ' τον ήλιο ούτε απ' τ' αστέρια...
εκείνοι έκαναν χάντρες τις μοίρες
για να τις παίζουν σαν κομπολόγια
μες στα επιδέξια ψυχρά τους χέρια
όσο θα ακούγονται τα μοιρολόγια.
Κώστας Σφενδουράκης
της γης τα βλέφαρα έχουν κλείσει
με το μαστίγιο και το καρότο
θα πάρει αυτό που θέλει η δύση.
Είναι η αλήθεια, ο ήλιος δύει
διαδοχικά στέλνει σκοτάδια
Αίγυπτος, Τυνησία, Λιβύη...
αφήνει πίσω του νεκρά σημάδια.
Το φως θα έρθει απ' τους σωτήρες
όχι απ' τον ήλιο ούτε απ' τ' αστέρια...
εκείνοι έκαναν χάντρες τις μοίρες
για να τις παίζουν σαν κομπολόγια
μες στα επιδέξια ψυχρά τους χέρια
όσο θα ακούγονται τα μοιρολόγια.
Κώστας Σφενδουράκης
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)