«Θέλουν να σας κάνουν καλά. Αλλοίμονο, εκεί φτάνει ο παραλογισμός των λογικών. Καλά, δηλαδή να γυρίσετε πίσω, έξω στην τέφρινη πραγματικότητα, να ξαναδήτε πίσω με την κρίσι του ακέραιου μυαλού την πιο αβάσταχτη, την πιο αρμολογημένη αλλόφρονη λογική της ζωής που σκοτώνει την ανθρώπινη καρδιά. [...] Μα τι θα βάλετε στη θέση του οράματος εσείς οι λογικοί; [...] Καλοπροαίρετοι γιατροί μου, αν επιμένετε να με γιατρέψετε από κάτι, γιατρέψτε με από την λογική».

Ρώμος Φιλύρας από το δρομοκαΐτειο

Ηδυπαθείας

Με αντίκρυσαν τον αμαρτωλό τα γεροντάκια γυρίζοντας από
τους Χαιρετισμούς και μου άλλαξαν το χρόνο... όπου έβγαινε
ο ψάλτης μπροστά στην Ωραία Πὐλη κι άρχιζε εκείνο το :
Άσπιλε, Αμόλυντε, Άφθορε, Άχραντε, Αγνή Παρθένε, Θεόνυμφε
Δέσποινα... Η των απηλπισμένων μόνη ελπίς, και των
πολεμουμένων βοήθεια. Η ετοίμη αντίληψις των εις Σε
προστρεχόντων... Εν δε τη φοβερά ημέρα της Κρίσεως, της
αιωνίου με ρυομένη κολάσεως,... κι είχε μια φωνή γλυκιά, σαν
χάδι από εκατό μητέρες μαζί και σαν Καζαντζίδης... έλιωνε
τεράστιες ποσότητες παγωμένων πραγμάτων από μέσα μου...
ακύρωνε τον παπά και τον Αρχιμανδρίτη, σαν αργό από
ζεϊμπέκικο, που να σου ανεβαίνει σαν δάκρυο το υπάρχει θεός
και όλα θα γαληνέψουν... μέσα στη φωνή που την
αντηχούσανε οι κόγχες του τρούλου... κι αναστέναζε η μικρή
σου αγαπώ από το γυναικωνίτη απάνω καθώς γύριζες σε μια
συνενοχή μουσικής να την κοιτάξεις... Κι έτσι μισοχωμένο
κιόλας μέσα στα κελεύσματα του κήπου ακολουθούσε αυτό
το δεύτερο να σου αποτελειώσει κάθε ύλη και να σε κάνει
αέρα που κατοικούσε στα λόγια του το: Και δος ημίν,
Δέσποτα, προς ύπνον απιούσιν, ανάπαυσιν σώματος και
ψυχής, και διαφύλαξον ημάς από του ζοφερού ύπνου της
αμαρτίας, και από πάσης σκοτεινής και νυκτερινής
ηδυπαθείας... κι αυτό το ηδυπαθείας τραβηγμένο από τον ήχο
σαν μέλι να αντιφάσκει ο ήχος στο νόημά του και να κάνει
την αμαρτία κάτι απαλό για συγχώρεση, κάτι σαν παιχνίδι
του θεού με τους ανθρώπους για να σωθεί ο έρωτας... και σ'
αυτήν την ένταση να σε σπρώχνουν στη νύχτα τα τελειωτικά:
Παύσον τας ορμάς των παθών, σβέσον τα πεπυρωμένα βέλη
του πονηρού... γρήγορον νουν, σώφρονα λογισμόν, καρδίαν
νήφουσαν, ύπνον ελαφρόν... Με αντίκρυσαν τον αμαρτωλό τα
γεροντάκια γυρίζοντας από τους Χαιρετισμούς και μου
άλλαξαν το χρόνο... και με τη φωνή του παλιού ψάλτη της
"ηδυπαθείας", με έστειλαν να δοκιμάσω αθωότητα με αυτά
τα λόγια ...


Γιώργος Μίχος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου