«Θέλουν να σας κάνουν καλά. Αλλοίμονο, εκεί φτάνει ο παραλογισμός των λογικών. Καλά, δηλαδή να γυρίσετε πίσω, έξω στην τέφρινη πραγματικότητα, να ξαναδήτε πίσω με την κρίσι του ακέραιου μυαλού την πιο αβάσταχτη, την πιο αρμολογημένη αλλόφρονη λογική της ζωής που σκοτώνει την ανθρώπινη καρδιά. [...] Μα τι θα βάλετε στη θέση του οράματος εσείς οι λογικοί; [...] Καλοπροαίρετοι γιατροί μου, αν επιμένετε να με γιατρέψετε από κάτι, γιατρέψτε με από την λογική».

Ρώμος Φιλύρας από το δρομοκαΐτειο

Ο Τσολιάς

                                στον Γρηγόρη Ψαριανό


Ο Έλληνας του εικοστού πρώτου αιώνα
βγαίνει στους δρόμους με Καγιέν και με πανό...
Δικό του λέει, καυχόμενος, τον Παρθενώνα
και πιθηκίζοντας τον Αμερικανό.

Δανείζεται από τους πάντες (είναι ωραίος)
πω πω ρε μάγκα με τη σέσουλα λεφτά!
Κι έχει τεφτέρια που εκεί γράφει όλο το χρέος,
τα ένδοξά του τσολιαδίστικα απαυτά.

''Θα σου τα πάρουμε, υπάρχουν χίλιοι τρόποι,
όσα έχεις και δεν έχεις είναι δανεικά''
του 'παν μαφιόζοι, βάρβαροι απ' την Ευρώπη
που ούτε αισθήματα έχουν, ούτε ιδανικά.

''Εδώ είναι Ελλάδα ρε, σε τούτη εδώ τη χώρα
δε θα περα -δε θα περάσει ο τσαμπουκάς!
Σας περιμένω εδώ, κουφάλες και με φόρα
ελάτε πάρτε τα παπάρια μου και κας''.

Λίγα τα λόγια τους μετά οι Γερμαναράδες
-κυρίως αυτοί- λίγα, κοφτά και κυνικά.
Τα ακούει ο Έλληνας τα βάζει σε αράδες
εκεί που ο τολμών τα γράφει και νικά.

Όμως τα ''πήρανε'' μια μέρα οι Ευρωπαίοι
και του περάσαν τα χρωστούμενα θηλιά...
Τώρα που κρέμεται το νιώθει: απ' τ' άλλα πέη
όντως βαρύτερο είναι εκείνο του Τσολιά.


Κώστας Σφενδουράκης



Γεσθημανή

 Στα αζήτητα. Παρθένου μητρός αγνώστου πατρός, χωρίς συγγενείς και φίλους. Δίπλα του δεμάτια από βαμβάκι που τα τσιμπολογάνε τυφλοί γερανοί. Σχισμένα από άλλον ασημένιο εραστή χωριστά οι κούνιες. Εκεί που λυγίζει μια ακατάπαυστη νύχτα από χιόνι και τρένο ανήμπορο γι’ άλλο δρομολόγιο σκληραίνει ο κόσμος. Πάψε τον ύπνο που ζυγώνει στα βλέφαρα τη φωτιά. Στο Διρό ή στον Άδη, θα διατάξεις. Σε διέκοπτε κάπου κάπου ο αέρας που τίναζε τους στροβίλους του από παραφουσκωμένα ασκιά. Παρακαλούσες για λίγο νερό πριν ντραπείς πριν κλάψεις πριν γελάσεις πριν λυπηθείς. Ξεθεώθηκες στις λαχειοφόρους. Από όλα ξεθεώθηκες γιατί αγαπούσες. Μετανάστευσες σε τεκέδες και αντικατέστησες τα αρχικά νήματα με ονόματα μιας θαυματοποιίας. Έτοιμος να σχεδιάσεις έναν εκβιασμό για τους άδικους. Αργοπορημένος της βαλκανικής. Τερματικά μέγιστος αλλά αβίωτος θνητός με αγγελικά πανιά. Για μια στιγμή δική σου, έγινες ένας κόμπος αλμύρας. Φούντωσε η μοναξιά κι ορθώθηκε κάμπος κάθετος στον ουρανό που σύναξε τόση μάταιη περηφάνεια για να φανερώσει το άχραντο της Γεσθημανής. Πήρες ανάποδα τους διάφανους τοίχους των ματιών και γκρέμισες συθέμελα κείνο το σώμα που είχες αφήσεις απερπάτητο.Ξεφύλλιζες και το κοράνι αλλά τις κλειδώσεις θα ξέπλενε μόνο το νερό. Δεν σου ‘μεινε πια τόπος. Δείξε μου τι θες να γίνει στεριά πατρίδα θάλασσα και πάρε το πρώτο βαπόρι για να ‘ρθεις ή περπάτα στα κύματα.


Χαριτίνη Ξύδη

Το τηλεφώνημα

                                    στο Στέλιο Ιορδανίδη   


Ένα έργο τέχνης που εκλάπη
σημαντικού, λέει, ζωγράφου,
βρέθηκε μέσα σε ντουλάπι
σε σχήμα τεραστίου μπάφου.

Το κοίταζε, "δεν θα 'χει αξία"...
Έδειχνε γύρω γύρω κράτη,
στη μέση έναν ταραξία
που ΄κανε τον επαναστάτη.

Έτσι είπε ο σπιτονοικοκύρης
-έμοιαζε λίγο με τον Μάτσα-
σου λέει αυτός είναι μπατίρης,
φρικιό κι ίσως απ' άλλη ράτσα.

''Κοίτα ποιον έβαλα στο σπίτι!''
κι έτσι καλεί αστυνομία...
Το μπουζουριάσαν τον αλήτη
τον πήραν πρέφα με τη μία.

''Ρε άπλυτο αναρχοκουμούνι,
λέγε, για θα τη φας τη μπότα''.
Ο ένας απ' το Κορακοβούνι
κι ο άλλος απ' τη Μινεσότα.

Τον έψαξαν να βρούνε ''κάτι''
κάτι είχε με τον ''Τειρεσία''...
''Ρε, θα σε στείλουμε σακάτη
στην Αντιτρόμ Υπηρεσία.''

Μάθανε αργότερα επίσης,
πως είναι ο πίνακας κλεμμένος.
''Ρε πούστη άμα δε μας πείσεις
είσαι, στο λέω, τελειωμένος''.

Κι ενώ επάνω του ξεσπάει,
ο Μινεσότας, ο μπουχέσας,
ντριιιιν, το τηλέφωνο χτυπάει
''Μάλιστα... ναι!... στις διαταγές σας!''.

Το τηλεφώνημα... κι οι μπάτσοι
χάσαν το ελάχιστο του νου τους.
''Την έχουμε μεγάλε κάτσει''.
Ήταν ο γιος του Αρχηγού τους!


Κώστας Σφενδουράκης

Καλειδοσκόπιο


 Οι κυπαρισσόσκαλες βγάζουν στην κοιλάδα
μέσα στις θήκες ,τις ουράνια ταφικές
ήλιους κλωσσούν που 'χουν μια γάργαρη θαμπάδα
σπάν’ των γαλάτων τις καρδάρες στις συκιές.

Στην αγνότητα άμεμπτων υψών σαν πέφτεις
αρνείσαι χειραψίες με λωτολούλουδα
σεντούκια σου κρατούν αιώνιες ορέξεις
που αμέθυστες χτυπιούνται ανακούρκουδα .


Ντόρα Βλάσση

Η φασολάδα


Προσφάτως άνεργοι κι οι δυο αριστεροί,
στου ενός το σπίτι κουβεντιάζουν, στα Σεπόλια,
λόγια σπουδαία συντροφικά, μα υπερτερεί
ο ήχος που βράζουνε στη χύτρα τα φασόλια.

''Θυμάσαι τότε'' λέει ο Γιάννης ''στη δουλειά,
που πρωτοβάλαμε υποψήφιοι ρε Μήτσο;
Πρωί ο αγώνας και το βράδυ ανεμελιά
το ουισκάκι το ταιριάζαμε με Ρίτσο''.

''Α, ναι ρε Γιάννη κι ευτυχώς που είχα εκλεγεί''
του λέει ο Μήτσος μ'εμφανή τη νοσταλγία...
''Απ'τη δουλειά ως τότε ο κώλος μου ΄χε βγει,
εσύ ατύχησες και να η οσφυαλγία.

Πενηνταρίσαμε κι η απόλυση ένα σοκ.
Τόση δουλειά, τόσοι αγώνες πάνε στράφι,
ούτε εισόδημα, ούτε σύνταξη, όλα γιοκ!
Δεν μας βοήθησε κανείς απ'το συνάφι.

Τώρα το φαγητό κοιτάμε μην καεί
γιατί τη βάψαμε ,μας έκοψε η λόρδα.
Σκέτα φασόλια -το καλύτερο φαΐ -
να μη βρωμάμε απ'τα κρεμμύδια και τα σκόρδα.

Αγωνιζόμενοι, χαχα, και εραστές
με τις ιδέες μας, για αριστερή Ελλάδα,
ίσως αν κάποτε τις κάναμε παστές,
ίσως ταιριάζαν τώρα με τη φασολάδα " .


Κώστας Σφενδουράκης



Δραπέτης


Τον σαλτιμπάγκο
με το ζιβάγκο
χειροκροτήστε ανεγκέφαλοί μου επαίτες
και θα σας κάνει όπως κάνουν οι ηγέτες.

Βοηθό τον Άκη
σκάβονται οι λάκκοι...
Χαμογελώντας εκεί μέσα θα σας ρίξει
με τηλεοθόνες μην πεθάνετε από πλήξη.

Δέντρα με μίζες
αντί για ρίζες
απ'τα Λονδίνα τα 'φερε κι απ'τα Παρίσια
γιατί ταιριάζουν στο ντεκόρ τα κυπαρίσσια.

Πω πω κι ακόμα
μέσα στο χώμα
ονείρων θραύσματα που μοιάζουν με χρυσάφι !
" το τυχερό μας " , λέτε, " τούτο το χωράφι ".

Γλυκιά πατρίδα
σαν τάφο σ' είδα
γι' αυτό στο σόου σου δεν γίνομαι επαίτης
κυνηγημένος θα 'μαι πάντα, ένας δραπέτης.

Υπό του εδάφους
θα βλέπω τάφους
των ζωντανών μα αμετανόητων ομήρων...
Με τις οθόνες και τα θραύσματα ονείρων.


Κώστας Σφενδουράκης

Μονοτονία


Όλη τη μέρα βαρεμάρα
διαβάζω, τρώω, ψιλογράφω...
Πάω να δω μια σαχλαμάρα
σε κάνα κινηματογράφο.

Μία κοινωνική ταινία
ενός αγνώστου σκηνοθέτη
για την πνευματική πενία
ερωτηματικά να θέτει.

Και δείχνει στην αρχή του έργου
έναν με μια μπουκάλα ουίσκι
το στυλ του μάγκα του αέργου
που πάντοτε λεφτά όμως βρίσκει.

Είναι ο ''γαμάω'' και ο ''δέρνω''
ο ''άσπρα μούρα - μαύρα μούρα''
(το μάτι κατά λάθος γδέρνω
μ'έπιασε αφόρητη φαγούρα).

Δεν πρέπει να ΄βγαλε σχολείο
δεν πρέπει ούτε φρονιμίτη
μα η ζωή του μεγαλείο!
(Τώρα η φαγούρα και στη μύτη).

Θα αποκοιμηθώ σε λίγο...
Με το έξω είναι μια απ' τα ίδια.
Βαρέθηκα και πάω να φύγω
πριν πάει η φαγούρα μου στ' αρχίδια.

Ω ερωτική μονοτονία !
μαζί θα κοιμηθούμε πάλι...
Του θανάτου παρατονία
φαγούρα μέσα στο κεφάλι.


Κώστας Σφενδουράκης

Η μοναξιά ( la solitude - Leo Ferre )



Είμαι από μία χώρα αλλιώτικη απ’ την δική σας
μία αλλιώτικη γειτονιά μία αλλιώτικη μοναξιά
ανακαλύπτω απόψε δρόμους που θα διαβώ
του δικού σας κόσμου πια δεν είμαι
μα προσμένω αποτελέσματα μεταλλάξεων
βιολογικά βολεμένος με την ιδέα που έχω
για την βιολογία κατουράω, χύνω και κλαίω
υπάρχει άραγε κάποια ανάγκη να φτιάξουμε τις ιδέες μας
λες και τάχα ήταν βιομηχανοποιημένα προϊόντα;
εγώ έτοιμος είμαι πάντως να σας προμηθεύσω τα καλούπια
μα…
η μοναξιά…
τα καλούπια αυτά είναι καινούργιου τύπου,
σας το λέω πως χύθηκαν αύριο το πρωϊ
κι αν δεν διαθέτετε απ’ απόψε την σχετική αίσθηση διάρκειας
δεν κάνει να σας την μεταδώσω
και είν’ ανώφελο να κοιτάζετε μπρος
γιατί το μπρος είναι τελικά πίσω και η νύχτα μέρα
και…
η μοναξιά…
είναι απόλυτη ανάγκη τ’ αυτόματα πλυντήρια στις γωνίες των δρόμων
να μείνουν ελεύθερα σαν τους σηματοδότες
οι μπάτσοι της λευκότητας να σας υποδείχνουν
το σε ποιο κουτί σας επιτρέπεται να πλύνετε
εκείνο που εκλαμβάνετε για συνείδησή σας
αλλά δεν είναι παρά ένας εθισμός του όργανου του νευροφυτικού
που χρησιμεύει γα εγκέφαλός σας
και όμως…
η μοναξιά…
η απελπισία είναι η ύψιστη μορφή κριτικής
για την ώρα ας την πούμε συμβατικά «ευτυχία»
οι λέξεις που ξεστομίζετε δεν είναι πια «οι λέξεις»
μα κάποιο είδος αγωγού για ν’ αποκτήσουν καλή συνείδηση
οι αναλφάβητοι, μα…
η μοναξιά…
ο αστικός κώδικας αλλά γι’ αυτόν αργότερα ας τα πούμε
γιατί τώρα θα ’θελα να συστηματοποιήσω το ασυστηματοποίητο
θα ’θελα να μετρήσω τις δαναϊδες δημοκρατίες σας
θα ’θελα να κλειστώ στο απόλυτο κενό και να γίνω
το ανείπωτο, το μη πραγματοποιήσιμο
το μη αγνό μέσα στην έλλειψη κάθε διαύγειας.
Η διαύγεια κρύβεται μες στα παντελόνια μου.

( μετάφραση αγνώστου )

Λεό Φερρέ