Στα αζήτητα. Παρθένου μητρός αγνώστου πατρός, χωρίς συγγενείς και φίλους. Δίπλα του δεμάτια από βαμβάκι που τα τσιμπολογάνε τυφλοί γερανοί. Σχισμένα από άλλον ασημένιο εραστή χωριστά οι κούνιες. Εκεί που λυγίζει μια ακατάπαυστη νύχτα από χιόνι και τρένο ανήμπορο γι’ άλλο δρομολόγιο σκληραίνει ο κόσμος. Πάψε τον ύπνο που ζυγώνει στα βλέφαρα τη φωτιά. Στο Διρό ή στον Άδη, θα διατάξεις. Σε διέκοπτε κάπου κάπου ο αέρας που τίναζε τους στροβίλους του από παραφουσκωμένα ασκιά. Παρακαλούσες για λίγο νερό πριν ντραπείς πριν κλάψεις πριν γελάσεις πριν λυπηθείς. Ξεθεώθηκες στις λαχειοφόρους. Από όλα ξεθεώθηκες γιατί αγαπούσες. Μετανάστευσες σε τεκέδες και αντικατέστησες τα αρχικά νήματα με ονόματα μιας θαυματοποιίας. Έτοιμος να σχεδιάσεις έναν εκβιασμό για τους άδικους. Αργοπορημένος της βαλκανικής. Τερματικά μέγιστος αλλά αβίωτος θνητός με αγγελικά πανιά. Για μια στιγμή δική σου, έγινες ένας κόμπος αλμύρας. Φούντωσε η μοναξιά κι ορθώθηκε κάμπος κάθετος στον ουρανό που σύναξε τόση μάταιη περηφάνεια για να φανερώσει το άχραντο της Γεσθημανής. Πήρες ανάποδα τους διάφανους τοίχους των ματιών και γκρέμισες συθέμελα κείνο το σώμα που είχες αφήσεις απερπάτητο.Ξεφύλλιζες και το κοράνι αλλά τις κλειδώσεις θα ξέπλενε μόνο το νερό. Δεν σου ‘μεινε πια τόπος. Δείξε μου τι θες να γίνει στεριά πατρίδα θάλασσα και πάρε το πρώτο βαπόρι για να ‘ρθεις ή περπάτα στα κύματα.
Χαριτίνη Ξύδη
Χαριτίνη Ξύδη
φχαριστώ. πολύ. :)
ΑπάντησηΔιαγραφήστο αφιερώνω.
στα ζητούμενά μου
ΑπάντησηΔιαγραφήσταθερά...