«Θέλουν να σας κάνουν καλά. Αλλοίμονο, εκεί φτάνει ο παραλογισμός των λογικών. Καλά, δηλαδή να γυρίσετε πίσω, έξω στην τέφρινη πραγματικότητα, να ξαναδήτε πίσω με την κρίσι του ακέραιου μυαλού την πιο αβάσταχτη, την πιο αρμολογημένη αλλόφρονη λογική της ζωής που σκοτώνει την ανθρώπινη καρδιά. [...] Μα τι θα βάλετε στη θέση του οράματος εσείς οι λογικοί; [...] Καλοπροαίρετοι γιατροί μου, αν επιμένετε να με γιατρέψετε από κάτι, γιατρέψτε με από την λογική».

Ρώμος Φιλύρας από το δρομοκαΐτειο

Τιτανικοί αυτόχειρες

Αξιοθρήνητοι
σαν την ορχήστρα του Τιτανικού
παίζετε βαλσάκια
δίνοντας ρυθμό στα κύματα
που θα σας καταπιούν.

Ούτε που παλεύετε τη θάλασσα
ούτε που τη νανουρίζετε.

Μα πριν βουλιάξετε
θα ’χετε πνιγεί στον εμετό μου.




Ιωάννης Ν. Κυριαζής

Η Κατερίνα

Η Κατερίνα έχει ένα σπίτι
τα αγόρια της
ένα μικρό λύκο κάτω

απ'το μαξιλάρι
τις κούκλες της βάφει,τις χτενίζει
μ'ένα φτερο πουλιού

παίρνει αίμα απ'τα κεράσια
τα χείλια και τα μάγουλα
της βάφει κόκκινα
ισσοροπεί με ψηλοτάκουνα
στο σκαμπό μπροστά
στον καθρέφτη

ψηλώνει
ψηλώνει
ψηλώνει
ύστερα μικραίνει
μικραίνει
όσο ένα μυρμήγκι

κάθε βράδυ κοιμάται
αγκαλιά μ'ένα σκαντζόχοιρο
γαντζωμένο πάνω της
ο λύκος λύκος

και το πρωί λέει,αφήστε με
είμαι άρρωστη
δεν θέλω σχολείο να πάω
πάνω στη σάρκα της μπηγμένα δάχτυλα
τα δικά της δάχτυλα
σ'αλλωνών σώματα

η Κατερίνα άδειο τρένο
τις νύχτες ταξιδεύει
μες'στο τρένο άλλο τρένο
έρχεται απ'την αντίθετη κατεύθυνση
κάθε φορά

τα χρόνια περνάνε
η Κατερίνα μεγαλώνει
το παράθυρο μικραίνει
τόσο που χωράει στη χούφτα της

μια σπασμένη κούκλα
ίδια με τις δικές της κοιτάζει
τη βροχή στα μάτια της
να πέφτει...







Βαλάντης Βορδός

Mεταξουργείο

Περνώντας από την Παναγίτσα ήθελα να κλάψω. Θα έκλαιγα από θυμό, από οργή,

αν δεν σκεφτόμουν ότι πάνε δέκα χρόνια από τότε που έπαψα να πιστεύω και να

σταυροκοπιέμαι αυτιστικά όπως οι υπόλοιποι της οικογενείας. Μετά θυμήθηκα το ζυγό της άμαξας,

το ψάρι του ανέμου και το καλαθούρι με τα άγκιστρα και τις πετονιές. Κι αντί να κλάψω, γέλασα.

Μούδιασε το κεφάλι μου από το γέλιο. Μ’έπιασε μαύρη απελπισία γελώντας. Κι ο πανικός ξαναγύρισε.

Μέχρι δακρύων. Μπήκα σ’ένα δισκάδικο. Βαθύτερο από εκκλησία. Εδώ είναι ο ναός.

Εδώ και το φαρμακείο. Ακλόνητο το Μεταξουργείο-Βάθης τόπος ποίησης- ολοζώντανος βυθός ανέστιων και ανέργων.

Ρούχα καρφωμένα στα κάγκελα.Πρεζόνια χαλασμένες εξατμίσεις βενζίνη αφαίμαξη.

Πουτάνες νεοκλασικά βρυχηθμοί από τα γύρω τρελάδικα. Εδώ είναι η ρωγμή του τραγουδιού.

Εδώ και η ρίζα του ποιήματος.







Χαριτίνη Ξύδη

Η σεζόν των απολογισμών (Ημερολόγιο 19)

Τις νύχτες ακούω τα κτήματα.

Δεν μπορεί να υπήρξα νέα ούτε για μία στιγμή , αφού δεν κατέβηκα με μία ψάθα στο κεφάλι  την σκάλα -το κασκέτο της καθολικής ηγουμένης- κι αφού δεν ξενύχτησα κάτω απ' τις καμάρες ενός ιστορικού αρχοντικού.

Η θάλασσα μπορεί και να έφτανε ως τις μάντρες.Τα περιβόλια τις νύχτες πολυλογούν.Αυτή η ορχήστρα των πνευστών ανθών τους , τα φύλλα των άγνωστων δέντρων που αγγελιάζονται όλο τρέλα κάθε που το εγγίζουν οι διαβατάρικες πνοές.

Δεν μπορεί να υπήρξα ούτε για μια στιγμή νέα , αφού δεν  έζησα σε έναν εξώστη που κοιτούσε την νυχτερινή χλωρίδα , την νυχτερινή πανίδα γυρίζοντας φύλλα αναλογίου.Πίσω έφευγε ο τάπητας των πορτοκαλαιώνων.Δεν ήταν ο αέρας, αυτός που συνηθίζουμε να εννοούμε σφυριχτό μέσα απο τις κοχύλες των υψών.Κάτι μακρινά ξωτικά που 'χουν τα μάγουλα μονίμως φουσκωμένα και δεν ξέρουν άλλο απ' το όμικρον.Είναι το κλεμμένο μου σάλι , το κοσμογυρισμένο πια,που σηκώθηκε άξαφνα απο μία αντάρτικη πνοή ,διάβηκε τυχαία τις σπείρες των τόπων και επιστρέφει που και που στο πατρικό του!Όλο φυσάει.Ξεμυαλίζει τα δέντρα.

Κάποτε θα έχω μία απάντηση για το πού πάει το σφρίγος των έφηβων νερών που αναβλύσαμε.Η χαρά μας ορίζεται απ' την ανθεκτικότητα του σφρίγους μας.Υπέρτατη αξία μου και αγαθό μου ,εσύ σάρκα που όλο ανθορροείς , δεν μου αξίζεις αφού δεν μπόρεσα να σε καταξοδεύσω όταν πήγαινες χλιμιντρίζοντας και σηκωμένη στα δυο πόδια σαν φρενιασμένο άλογο κατα τον πρώτο κατάνθιστο βάραθρο.Μπαρουτοκαπνισμένα μάτια που μισογελάτε πυρωμένα και σπαρταριστά μαλλιά που στρατοκρατορικά θωπεύεται ένα διάδρομο λαιμού και δυο πάμπλουτα αρχονταρίκια στήθους!Δεν μου αξίζατε αφού δεν σας κατασκόρπησα όπως σας έπρεπε στις προσταγές όλων των ολέθρων της ανθρωποφαγίας απο διέγερση.




Ντόρα Βλάσση

Η αλληγορία του κώνωπος

Και αν όλα τα πράγματα έχουν ψυχή;
Αυτό το κοινότοπο μου 'ρθε
τώρα που είμαστε εδώ
ξαπλωμένος εγώ και ζαλισμένο
γύρω γύρω στο πορτατίφ
ένα κουνούπι.
Πανεύκολο να το σκοτώσω.

Ομως αν η ψυχή του με κυνηγάει αιώνια
ζητώντας εκδίκηση;
Ενώ μια στάλα αίμα και λίγη φαγούρα
τι ψυχή έχουν;

Αυτά σκεφτόταν ένας ο οποίος θα μπορούσε να είναι δολοφόνος
αλλά δεν ήταν. Μόνο έγραψε και δημοσίευσε αυτήν την αλληγορία
για να μη νομίζουν όσοι του γλίτωσαν πως γλίτωσαν
για άλλους λόγους απ αυτούς που γλίτωσαν.

Εκτός αλληγορίας
έλιωσε το κουνούπι
κι έσβησε το φως.



Γιάννης Βαρβέρης

Σουξεδάκι λοιπόν

Δες το Μπίλι το μοιχό
που 'χει καύκαλο ρηχό
μα μεγάλη φαντασία
ωσάν πράκτορας της ΣΙΑ.

Μιμητής του οξ' από 'δω
δεν μασάει από αιδώ,
όπου βρει εκεί λερώνει
μέχρι και το παντελόνι.

Ρε το Μπίλι, ρε το Μπίλι
τον κατάλαβαν κι οι φίλοι (ρεφραίν1)

Κάνει στους εχθρούς βουντού
μες στα σπίτια κάνει ντου
σ' όποια βλέπει βγάζει γλώσσα
στην Κυρία και στη κλώσα.

Ξόρκια σ' άγνωστους, γνωστούς
άπιστους τε και πιστούς...
(ιδιοκτήτης μίας κάσας
με ματάκι ο μπαγάσας)...

Μπίλις δάσκαλος δασκάλων
φτυαριτζής και άλλα 'ντ' άλλων. (ρεφραίν2)


Κώστας Σφενδουράκης

Υ.Γ. είσαι δάσκαλος λέμεεεε...πρώτη φορά γράφω με ρεφραίν.
ευχαριστώ!

Υ.Γ.2 Ο Λακάν που θες να γίνεις ωχριά μπροστά στο Μαλακάν που είσαι...

Νίκη των τετριμμένων (Σχόλιο)

Όταν, μοιραία, συναντήθηκα και αγάπησα τα ποιήματα της «Νίκης των τετριμμένων», ήταν πολύ καιρό, πριν εκδοθούν. Δεν γνώριζα ότι θα έφεραν έναν τόσο παράδοξο, ειρωνικό και αντιθετικό – σχετικά με το περιεχόμενο και το φορτίο τους- τίτλο.


Η αίσθηση, άμα τη αναγνώσει, ίσως έτσι να ορίζεται: μικρογραφία ωκεανού. Δεν είναι μόνο το ύφος, η μορφολογία των βράχων, η ακαριαία αλμύρα, οι κυματισμοί ζωής, η τρικυμία και η νηνεμία, αλλά ξαναβρίσκεις στα ποιήματα, το παιδί που υπήρξες. Σε επιστρέφουν σε αξίες που ίσως ξεχνούσες, στον πολιτικό άνθρωπο που προσδοκάς. 
Η βαθιά ευαισθησία της εσωτερικής μαρτυρίας-καταγραφής, σε φέρνει αντιμέτωπο με τους φόβους, τις αγωνίες, τις ανασφάλειες, τις εμμονές. Είναι πράγματι, σαν ν’ ακούς πρώτη φορά, σε παραλλαγή, τη μουσική μιας αγαπημένης σου άριας. 
Αν αξίζει, αυτή η γραφή, δεν είναι μόνο για τα παραπάνω. Αλλά επειδή σε πλησιάζει (σχεδόν σε σπρώχνει) στο ανθρώπινο, όσο ποτέ δεν ήλπισες. Εγκαινιάζει βαθύτερη την ύπαρξη. Κάποτε την αναβαπτίζει σε νερά κρυστάλλινα.
Ένας βραχνάς τα τετριμμένα, βάσανος το εφήμερο, μια ιεραποστολή η ήττα τους, μέσω της ποίησης. Η αυτοσχέδια κιβωτός, της παρούσας συλλογής, μεταφέρει και διαφυλάττει προσεκτικά το βάλσαμο, το αντίδοτο μπορεί, μακριά από ηθικοπλαστικές αδιαλλαξίες και νουθεσίες, για να διασώσει την προοπτική «διαθήκης». 
Στην ποίηση του Κώστα Σφενδουράκη, διακρίνεις καθαρά, δύο αντιδιαμετρικούς κόσμους. Έναν τρυφερό κι έναν άγριο. Τόσο αυτόνομοι, όσο, συγχρόνως, τόσο μέσα ο ένας στον άλλον. Τόσο περιθωριακοί, όσο και στο απόλυτο κέντρο των γεγονότων. Κοινωνικών, πολιτικών, γεγονότων έρωτα, αγάπης, ανθρώπου. Η εκπόρευση δύναμης και ήθους, είναι ακαριαία. Η απόδοσή τους, διαχρονική και επίκαιρη.
Σε αποδεσμεύει από τα άγκιστρα της μετριότητας, του υποκριτικού, που στις απροσποιητικές μέρες μας, «θριαμβεύουν» ή τυγχάνουν «ακολούθων» που τα εγκωμιάζουν.
Δεν παραείναι τίποτα. Είναι. Κι εκεί που είναι, στα συναξάρια, στους μύθους, στις καταγγελίες, στις μαρτυρίες, η ανήσυχη καρδιά, το ανήσυχο μυαλό, υπάρχουν αυθεντικά σαν οπτασία κι όχι σαν σαβανωμένο φάντασμα. Τίποτα κατασκευασμένο, αγοραίο, εκζητημένο, προς εμπόρευση. Οι νευρικοί και παιγνιώδεις στίχοι δεν πασχίζουν για την τεκμηρίωσή τους, δεν χρησιμοποιούνται ευέλικτοι χειρισμοί. Γιατί το όραμα είναι διακριτό, ήδη κεκτημένο, η ενοποιητική του δύναμη επίσης, η ομολογία θεού το ίδιο. 
Μας θυμίζει επίμονα το χρέος απέναντι στον άνθρωπο, στα αισθήματα, στην ιστορία, στη σωτηρία του. Έξω από τα αλύγιστα αναλώσιμα, όπου αυτός ο κόσμος ευδοκιμεί, τελεσφορεί, δονείται, η αξίωση της ανασύνθεσής του, μετά το τέλος της «Νίκης των τετριμμένων», μας ανήκει εξ ολοκλήρου.




Η ελπίδα να μαντέψω πώς «οργανώθηκαν», τόσο συγκερασμένα, ακραίες αντιθέσεις, μακραίνει, καθώς οι ρίζες της γραφής του Κώστα Σφενδουράκη, πάλλονται σ’ ένα βάθος, στο οποίο ωριμάζουν πολύ, μα πολύ ιδιωτικά, προθέσεις και στόχοι και ανατροπές. 
Έργο σε διαρκή πρόοδο, σε διαρκή ζωή, μακριά από μιμητικούς μοντερνισμούς, παίρνοντας τελεσίδικες αποστάσεις από τα χαλασμένα και τα πεθαμένα, φροντίζει με συνέπεια, να εμφυσήσει πνοή, να δώσει οξυγόνο στα ποιήματα, στα μηνύματά τους, να διαρθρωθούν σε ύφος στέρεο, πολύτιμο, και, εν τέλει, να μας κληροδοτήσουν τον απόηχο μιας ιδιοστασίας ασυνθηκολόγητης, λιγότερο προνομιακής, αλλά ξεχωριστά ευαίσθητης, που αυτονομείται από κατάλοιπα στερεοτύπων, ελεύθερη και περήφανη. 
Επαναφέροντας τις ξεχασμένες αλήθειες, φωτοσυνθέτοντας δίχως να συνθηματολογεί, βασανίζεται από υπερβολικό ρεαλισμό, μα έχει, αναμφίβολα, βρει το μέτρο ανάμεσα στα δύο και ισορροπεί. Ενώνει τις αγωνίες, τις ευαισθησίες, τις αισθητικές μιας γενιάς και την προκαλεί να βγει από το κουκούλι της, να αναστοχαστεί με τη σειρά της, επιχειρώντας ισόχρονα και συγκαιρικά να δοκιμαστεί, υπερασπιζόμενο ακέραια τη «Γη της επαγγελίας» του, καθαρμένο.


Υστερογραφώντας: Δεν είχα πρόθεση ούτε σκοπό να μιλήσω μεγαλόστομα για την ποίηση του Κώστα Σφενδουράκη, που, κατά τη γνώμη μου, έχει επίγνωση της θέσης και του ρόλου τού ποιητή, ακόμη κι αν δεν είναι στρατευμένος. Αν έτσι φάνηκε, λοιπόν, είναι γιατί σχεδόν με ανάγκασε η βαρύτητα, η συναισθηματική αγωγή και αξία της ποίησης του Κώστα (για μένα), κάτι για το οποίο ούτε να απολογηθώ θέλω, ούτε να αποποιηθώ μπορώ.




Χαριτίνη Ξύδη

Κριστίν

                           στη Νάνσυ Δεσποτοπούλου

Λόγος ψυχρός, μεθοδικός, οξύς και λάβρος
συνθήματα, χειροκροτήματα το πλήθος
πλήθος λευκό, ευθυτενές κανένας μαύρος
να μη μολύνει τις αξίες και το ήθος.

Είναι από μέταλλα σκληρά αυτή η μάζα
μια αποστολή εφιαλτική θα βγάλει εις πέρας
ανατριχιάστε απ' τους ήχους μες στα μπάζα
αναβιώνει, ανασυντάσσεται το τέρας.

Τη νύχτα αυτή, να 'το θα βγει ξανά στους δρόμους
Κεραμεικού, Καλιφρονά, Στουρνάρη, Μάρνη...
θα ξεβρωμίσει ο τόπος απ' τους παρανόμους
που 'χουν τρομάξει τον θρασύδειλο τον Άρνι.

Σαν την Κριστίν του Στίβεν Κινγκ η αλήθεια μοιάζει
μοιάζει στη μάζα του εφιάλτη αυτό το πλήθος
δεν έχει φρένο, με ανεξέλεγκτο το γκάζι
φρίκη σκορπά, τρώει τη σκόνη του ο μύθος...


Κώστας Σφενδουράκης 

Λαός

Αλαφροΐσκιωτος κι ανέγγιχτος του σήμερα
αυτή είναι η χίμαιρα
του σάπιου του μυαλού.

Ήρθαν τα άγρια και έδιωξαν τα ήμερα
θανάτου ανήμερα
κι αυτός είναι αλλού...

μα έχουν στενέψει τώρα πια τα περιθώρια
νιώθει τα όρια 
και βγάζει μια κραυγή...

ρίχνει βουτιά μέσα σε σύννεφα πελώρια
- βλακείας απόρροια -
διαλύθηκε στη γη!




Κώστας Σφενδουράκης



Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών

Αριστερών και δεξιών
του θίασου η ατραξιόν
θα μπούνε μέσα οι φαλακροί
ν' ανατριχιάσουν κι οι νεκροί.

Νουδού από 'δω πιο κει πασόκ.
Μια κοινωνία χαζή απ' το σοκ.
Χωρίς μιλιά, χωρίς βουλή,
μόνο με ξύδι και χολή.

Αυτοί θεοί! Να κι ο ναός!
Εγώ λαός κι εσύ λαός.
Οι δυο μας πάντα αχ και βαχ,
ακούμε Φοίβο, λέμε Μπαχ.

Προσκυνητές και νηστικοί,
με μια ζωούλα πλαστική.
Ένας λαός...ή πιθανόν...
Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών.


Κώστας Σφενδουράκης

Στιγμιότυπο!



Ένας μικρός σκύλος θα σώσει τον κόσμο!
Περπατάει πάντα στην γραμμή του ήλιου πάνω στην γύρη της θάλασσας.
Όλβια μέσα στις λατρείες, πριγκιπέσσα του περιπάτου.Πριγκιπέσσα!
Μίκρη αρτίστα , απέραντη!
Καλλιτέχνιδα των σαλονιών και των αλωνιών!


Ντόρα Βλάσση


Τύμπανα

Του τέρατος αυξάνει κάθε μια πλευρά του
σιγά σιγά εξελίσσεται σε εμφύλιο
τα τύμπανα χτυπάνε τώρα του θανάτου
κι ακούγονται σε όλη την υφήλιο.

Ο κόσμος με το σύνδρομο του "αταλάντου"
κοιμάται με τα πόδια του στον ήλιο
τα χέρια του σε γάντια χώνει αμιάντου
τη φρυγανιά να πιάσει και το τίλιο.

Ποιος τού 'κανε το χρώμα του οιονεί δεσμά του;
ποιος τού 'χτισε στου τρόμου το βασίλειο;
"σ' ένα άλλο κόσμο" λέει "κείνον του αοράτου
υπάρχει κάτι ειρηνικό και ευήλιο"...


Κώστας Σφενδουράκης

Από την παρουσίαση της Νίκης των Τετριμμένων (εκδ. Βακχικόν)








Σχόλιο για τη "Νίκη των τετριμμένων" του Κ. Σφενδουράκη.

Δεν ξέρω κατά  πόσο συνιστά "ποιητική γενναιότητα" ένας ποιητής να αποφασίζει να ανακατευτεί με τα τετριμμένα και μάλιστα με τόση εκφραστική και αποδοτική εντιμότητα. Κατά την γνώμη μου πρόκειται για ένα είδος ποιητικής γενναιότητας και το λέω αυτό με δεδομένο ότι συχνά στα πλαίσια των διαφόρων ποιητικών οπτικών, οι δημιουργοί επιλέγουν τρόπους απόδοσης περισσότερο λυρικούς, συμβολιστικούς, υπερρεαλιστικούς κτλ. Άλλοι τρόποι συνιστούν προσωπική επινόηση του δημιουργού. Άλλοι πάλι δημιουργοί επιλέγουν να αποκαλύπτονται μέσω ποικίλων καλλιτεχνικών πρισμάτων και ρευμάτων. Άλλοτε πάλι η ποιητική τους συμπεριφορά χαρακτηρίζεται από παραδοξότητα ή και εστετισμό. Και εδώ για μένα έγκειται η διαφοροποίηση του K. Σφενδουράκη και της Νίκης των τετριμμένων. Ανακατεύεται με την πραγματικότητα και την αποδίδει όπως ακριβώς είναι χωρίς να θυσιάζει το αληθινό της πρόσωπο στον βωμό μιας ποιητικής που σκοπεύει να εξωραΐσει ή να προσθέσει ένα σωρό τόνους δραματικότητας  ή αδιέξοδης απαξίωσης των πάντων. Δεν έχει ανάγκη τα πρίσματα.
Αν αποδίδαμε εικαστικά  το σύνολο των τετριμμένων με τα οποία αναγκαζόμαστε να αλληλεπιδρούμε σε καθημερινή βάση όλοι μας και επιλέγαμε μέσα απ' την μυθολογία μας ένα πρόσωπο ώστε να επεικονιστούν συμβολικά, ενδεχομένως  να θεωρούσαμε πως το πρόσωπο της Μέδουσας είναι το καταλληλότερο. Κατά την μυθολογία όποιος κοίταζε το πρόσωπο της Μέδουσας πέτρωνε. Και σ' αυτό το σημείο εντοπίζω την ποιητική γενναιότητα που προείπα. Ο K. Σφενδουράκης μέσα απ' την ποίηση του κοιτάζει ευθέως  το πρόσωπο της Μέδουσας των καθημερινών και τετριμμένων. Και μάλιστα κατάματα. Άλλοτε τον λιθώνει κι άλλοτε θέτει ένα κάτοπτρο απέναντι απ' την ίδια της την φάτσα και την υποχρεώνει να δει η ίδια τον εαυτό της. Κι αυτός είναι τελικά ο μόνος τρόπος να συντριφτεί. Δεν κουνάει το δάχτυλο, δεν κάνει υποδείξεις. Γι' αυτό και πιστεύω ότι η ποίηση του K. Σφενδουράκη δεν αναγιγνώσκεται απλώς, βιώνεται.
Το λέω αυτό, έχοντας στο μυαλό μου την περίφημη φράση του Καζαντζάκη  "Μου φαίνεται πώς αν ανοίξω μιαν αρτηρία μου κι αφήσω να τρέξει λίγο αίμα, θα ησυχάσω." Ακριβώς αυτό αισθάνομαι διαβάζοντας την ποίηση του K. Σφενδουράκη. Αισθάνομαι πως αυτό που κάνει υπερβαίνει την ποίηση. Συνιστά προσωπική υπόθεση, κάτι σαν χατίρι στον εαυτό του. Ανοίγει  μία αρτηρία του και αφήνει να τρέξει λίγο αίμα για να ημερέψει. Κι αυτό δεν το κάνει επιτηδευμένα, δεν το κάνει μεγαλοπρεπώς ή χρησιμοποιώντας ποιητικές ταχυδακτυλουργίες. Το κάνει ευθέως. Μιλά ειλικρινά , μιλά πηγαία , μιλά φέροντας ένα σπουδαίο κομμάτι της Κρητικής κουλτούρας που έτσι κι αλλιώς συνθέτει την ποιητική του ταυτότητα, μιλά με μαστορία τεχνική που όμως προκύπτει αυθόρμητα, και μιλά για όλα όσα οι περισσότεροι των ποιητών αποφεύγουν να μιλούν ή όταν το κάνουν, προτιμούν να το κάνουν κεκαλυμμένα, γιατί ποιος καλλιτέχνης θα θυσίαζε την φαντασιακή καλαισθησία των ιδιωτικών ποιητικών του λημεριών, εκεί που μπορεί μακριά απ' οτιδήποτε αντιποιητικό να παλέψει τον κόσμο και να τον αλλάξει;
Μέσα στην "Νίκη των τετριμμένων", αναδεικνύεται η προσωπικότητα ενός ποιητή που δεν φοβάται να υπερβεί τα καλλιτεχνικά του αιτήματα και να ανακατευτεί με ένα σωρό τετριμμένα αποποιούμενος το δικαίωμα του να τα εξιδανικεύσει. Για τους καλλιτέχνες αυτό σημαίνει συχνά αυτοτιμωρία και ο K. Σφενδουράκης δεν λιποψυχεί όταν έρχεται αντιμέτωπος με την καθημερινή δυσωδία. Αντιθέτως την μετατρέπει σε μία ποίηση αρτιμελή που δεν χρειάζεται κανέναν τεχνικό ή εκφραστικό ελιγμό για να ψηλώσει. Και γι' αυτό επιμένω πως η τέχνη του αυτή δεν αναγιγνώσκεται, βιώνεται.


Ντόρα Βλάσση















Μια καθόλου τετριμμένη παρουσίαση.

Ο Κώστας Σφενδουράκης στον τοίχο της οδού Σαλαμίνος...
Είμασταν αρκετοί οι φίλοι που βρεθήκαμε χθες το βράδυ στο καφενείο «Οι φίλοι», Κεραμεικού και Σαλαμίνος στον Κεραμεικό, να τιμήσουμε ένα νέο ποιητή, τον Κώστα Σφενδουράκη (φωτογραφία) στην πρώτη παρουσίαση του βιβλίου του «Η νίκη των τετριμένων» η οποία έγινε σε σκηνοθεσία του καλού μας φίλου Άκανθου.
Ποιήματα του Κώστα Σφενδουράκη διάβασαν ο Γιώργος Πρίμπας, ο Αντώνης Ταμβακάς και η Ντόρα Βλάσση, έπαιξαν δικά τους τραγούδια αλλά και δυο του Κώστα η Μαργαρίτα Χρυσάκη και η Μάρθα Ντελούκα, τραγούδησε η Χριστίνα Μέτσικα και συμμετείχαν με τον τρόπο τους οι περαστικοί καθώς και διάφοροι σκύλοι της περιοχής. Για τον ποιητή μίλησε εκτός από τον Άκανθο και ο μόλις αφιχθείς από υπερπόντιο ταξίδι Σωτήρης Παστάκας ενώ η Τζούτζη Ματζουράνη διάβασε δυο ποιήματά του. Στην μεγάλη παρέα ήταν πολλοί γνωστοί και φίλοι και ανάμεσά τους ξεχώρισα την Πόπη Συνοδινού που είπαμε και λίγα για την Αμοργό, τη Γκέλη Κιρτσούδη, τη Νίκη Ζωγράφου, τη Δέσποινα Κολατσιδάκη, τη Ρούλα Καστρινάκη που μαζί κάτσαμε καθώς και ο Δημήτρης Τριανταφυλλίδης μετά της ωραίας τετράποδης Πριγκηπέσσας του και άλλοι.  
Α, ο φωτισμός στη Σαλαμίνος ήταν άθλιος κι έτσι δεν μπόρεσα να κάνω τίποτα σπουδαίες φωτογραφίες, αναγκάστηκα και έβαλα φλας και λίγο πολύ, λίγες είναι οι φωτογραφίες που έμειναν να μας θυμίζουν την μεγάλη για τον Κώστα Σφενδουράκη νύχτα στον Κεραμεικό. Για την ποίηση τώρα του Κώστα, θα γράψουν και θα μιλήσουν άλλοι, πλέον αρμόδιοι όπως ο εκλεκτός φίλος Σωτήρης Παστάκας και άλλοι ποιητές.

Ηλίας Προβόπουλος.



Το παράθυρο

Ξυπνάω. Το παράθυρο χτυπούσε
από έναν άνεμο βουβό και παγωμένο.
Στα ενδιάμεσα κενά ιδιοτροπούσε
κι έτρεμε ήλιος στο χαρτί που επιμένω.

Λυπάμαι που τα πήρε όλα ο Μίδας,
... ολόχρυσους τα έφτιαξε πυρσίτες
στα χέρια μιας θλιμμένης παλλακίδας,
εν τέλει ταφικής στην άρθρωσή της.

Τα κάρβουνα τα πρόλαβε η πίστη.
Πυρόχρωμα, φαντάζουν, αλληλούια
παθομανών, στου μολυβιού την κύστη
που αντιλάμπει υπερούσια στην ούγια.

Πανέμορφο, ιερόδουλο κεράσι…
Η Υπατία στο πλευρό του διαπρύσια.
Μελάνη σινική θα ενταφιάσει
την Κλυταιμνήστρα με τιμές και αφροδίσια.

Ξενύχτησα στο νότιο μπαλκόνι.
Ξεσπάσαν προσευχές στα κομποσχοίνια.
Στα σκίνα αλφάδι η πίκρα ανταμώνει
το κεχριμπάρι που απλώνει στην Κερύνεια.

Φανέλα μαλακιά το αφιονίζει.
Μεσάνυχτο οι μικρές αθανασίες
ακούγονται ως σπασμοί ή η πόρτα τρίζει
γεννώντας πρόωρα μωρά και υγρασίες.

Κολύμπησα ως την άκρη της λεξούλας
που πανδοχεί συνήθως θρυαλλίδα.
Σπερματικοί θεοί κι ο Καλιγούλας
στο χνούδι-αιδοιόσχημη πυξίδα.

Τσαλάκωσα τα μάτια μου περνώντας
ακρόπετρες στιλπνές στο Μαστιχάρι
Τυφλίτες της ερήμου προσδοκώντας
μα
όλοι το λεν πως στη στεριά δεν ζει το ψάρι.

Κοιμάμαι. Το παράθυρο έχει ανοίξει.
Ο κόσμος μου είχε μείνει πάλι μόνος.
Η ιστορία βιάστηκε να δείξει.
Κι η ώρα έφερε όσα δεν φέρνει ο χρόνος.





Χαριτίνη Ξύδη

Tρία βρόχινα ποιηματα

Σε είδα στην πλατεία Δικαστηρίων.
Με τα τακούνια σου κομμάτιαζες
οριζόντια και κάθετα
το σάπιο πτώμα της πολιτείας.
Μέρες μετά σε ξαναείδα
τυχαία στη γειτονιά.
Στα χέρια κρατούσες
τη βρόχινη μήτρα σου.

*
Είσαι βροχή σ' ένα σκοτεινό δωμάτιο.
Σκονισμένος καθρέφτης.
Τις νύχτες ένας πιτσιρικάς
με το δάχτυλο γράφει πάνω του
ποιήματα.
Είσαι μια εξόριστη βροχή
ανακατεμένη με
σκόνη και άνεμο.

*
Η αγάπη είναι βροχή.

Όλη νύχτα κοιτούσε τα μάτια της
ώσπου άρχισε να βρέχει αργά,επίμονα.
Έπειτα,γρήγορα,διαπεραστικά.
Η βροχή δεν σταμάτησε ποτέ.


Βαλάντης Βορδός

Λαθρο

Είμαι φουκαράς
κόκκαλο σκυφτό...
κάλεσμα σποράς
ή για να κρυφτώ;

Σε τροφή χαράς
κάνω εμετό
ξέρασμα φθοράς
γίνεται μπετό

χτίζω τη ζωή
κι από τη πηγή
κόβω τη ροή...

πάνω μου ασελγώ
γίνομαι πληγή
σαν αυτούς κι εγώ...


Κώστας Σφενδουράκης

"Ποίημα για την καταστροφή της Λισαβόνας" του Βολταίρου [Απόδοση στα ελληνικά: Γιάννα Πρίμπα]


Δυστυχισμένοι θνητοί! Σκοτεινή και πένθιμη γη!
Φοβισμένη συγκέντρωση του ανθρώπινου γένους.
Αιώνια παράταση ανώφελου πόνου!
Ελάτε, εσείς φιλόσοφοι, που κραυγάζετε ότι “όλα είναι καλά”,
Και ατενίστε αυτήν την καταστροφή ενός κόσμου.
Δείτε αυτά τα κουρέλια και τις στάχτες του γένους σας,
Αυτό το παιδί και τη μάνα του από κοινού στοιβαγμένοι σε ερείπια,
Αυτά τα διασκορπισμένα μέλη σωμάτων κάτω από μαρμάρινες κολόνες,
Εκατό χιλιάδες τους οποίους καταβρόχθισε η γη
Οι οποίοι, τεμαχισμένοι και ματωμένοι, αλλά ακόμη τρέμοντας,
Ενταφιάστηκαν κάτω από τις φιλόξενες στέγες τους.
Σε τροχό βασανιστηρίων τελειώνουν τις πληγωμένες ζωές τους.
Σε αυτούς που πεθαίνουν ψιθυρίζοντας τη δυστυχία,
Σε αυτό που τρομακτικό θέαμα συμφοράς
Θα απαντήσετε : “Δεν κάνετε τίποτα άλλο από το να απεικονίζετε
Τους σιδερένιους νόμους που δημιούργησε η θέληση του Θεού”;
Θα τους πείτε επιπλέον ενώ ακόμα τρέμει ο σωρός από σάρκες:
“Ο Θεός είναι τιμωρός: το τίμημα της αμαρτίας είναι ο θάνατος”;
Ποιο έγκλημα, ποια αμαρτία βάρυνε αυτές τις νεαρές καρδιές
Ώστε να βρίσκονται ματωμένες και κομματιασμένες στα στήθη των
μητέρων τους;
Μήπως η Λισαβόνα έπεσε βαθύτερα στο ποτό της φαυλότητας
Από το Λονδίνο, το Παρίσι ή την ηλιόλουστη Μαδρίτη;
Σε αυτές οι άντρες χορεύουν· στη Λισαβόνα χασμουριέται η άβυσσος.
Ήρεμοι παρατηρητές των ερειπίων των αδερφών σας
Ασυγκίνητοι από αυτόν τον αποκρουστικό χορό του θανάτου
Εσείς που ήρεμα αναζητάτε το λόγο για τέτοιες καταιγίδες,
Αφήστε τους, αλλά μαστιγώστε την ίδια σας την ασφάλεια·
Τα δάκρυα σας αναπάντεχα θα ανακατευτούν με την πλημμύρα.
Όταν μισανοίγουν οι φρικαλέες σιαγώνες της γης δείχνουν ότι
Ο θρήνος μου είναι αθώος, τα δάκρυα μου είναι δικαιολογημένα.
Περιτριγυρισμένος από τέτοια στυγνότητα που επέδειξε η μοίρα,
Από την οργή του κακού και από τις παγίδες του θανάτου
Αντιμετωπίζοντας την αγριότητα των φυσικών στοιχείων,
Τα δεινά μας είναι κοινά, μου επέτρεψαν να ενδώσω στο θρήνο μου.
“Είναι περηφάνια” λένε - “Η περηφάνια της επαναστατημένης καρδιάς,
Που με έκανε να σκεφτώ ότι θα μπορούσαμε να βαδίζουμε καλύτερα από
ότι κάνουμε.”
Πήγαινε, πες το στις πληγείσες όχθες του Τάγου·
Ψάξε στα ερείπια αυτού του αιματηρού σεισμού·
Ρώτησε την ατμόσφαιρα θανάτου μέσα σε αυτό το σπίτι, το πένθος,
Εάν φταίει η περηφάνια που εκλιπαρεί για βοήθεια στον παράδεισο
Και οίκτο για τα δεινά των ανθρώπων.
“Όλα είναι καλά” λένε “και όλα είναι αναγκαία.”
Έχετε σκεφτεί ότι το σύμπαν θα ήτανε χειρότερο
Χωρίς αυτό το διαβολικό χάσμα στην Πορτογαλία;
Είστε τόσο σίγουροι ότι η μεγάλη και αιώνια αιτία,
Που ξέρει τα πάντα, και για τον εαυτό της δημιουργεί,
Θα μπορούσε να μην μας είχε τοποθετήσει σε αυτό το θλιβερό κλίμα
Χωρίς ηφαίστεια να βράζουν κάτω από τα πόδια μας;
Έχετε θέσει αυτό το όριο στην υπέρτατη δύναμη;
Θα της απαγορεύατε να χρησιμοποιήσει την επιείκειά της;
Δεν είναι απεριόριστα τα μέσα του μεγάλου τεχνίτη
Ώστε να διαμορφώνει τα σχέδιά του;
Δεν θα υπερασπιστώ τον άρχοντα, αλλά θα ευχηθώ
Αυτό το χάσμα που βγάζει φωτιά και θειάφι να είχε εκχύσει
Την απειλητική πλημμύρα του μεταξύ των έρημων περιοχών.
Θεέ, εγώ σέβομαι, αλλά και αγαπώ το σύμπαν.
Αλίμονο, δεν είναι περηφάνια αλλά αγάπη προς τον άνθρωπο
Που θρηνεί για ένα τόσο οδυνηρό χτύπημα όπως αυτό.
Μήπως θα παρηγορούσε τους λυπημένους κατοίκους
Αυτών των φλεγόμενων και ερημωμένων ακτών
Εάν τους έλεγα: “Αφήστε τις ψυχές σας να ζήσουν με ειρήνη·
Τα σπίτια σας θυσιάστηκαν για το καλό του κόσμου·
Στη θέση των κατεστραμμένων παλατιών σας άλλα θα χτιστούν,
Για τους άλλους λαούς άλλα τείχη θα ανεγερθούν·
Ο Βορράς αυξάνει τα πλούτη του πάνω στη δυσάρεστη απώλεια σας·
Τα δεινά σας δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένας κρίκος στο γενικό νόμο·
Για το Θεό είστε σαν αυτά τα σκουλήκια που έρπονται
Που περιμένουν για εσάς στον προκαθορισμένο τάφο σας;”
Τι λόγος να παρηγορήσει θύματα τέτοιου οίκτου!
Να μην προσθέτει σκληρή ύβρη στον πόνο τους.
Μάλλον, δεν στενοχώρησαν την ταραγμένη μου καρδιά
Αυτοί οι σιδερένιοι και αμετάκλητοι νόμοι,
Αυτή η άκαμπτη αλυσίδα σωμάτων, μυαλών και κόσμων.
Τέτοιες σκέψεις είναι μόνο όνειρα ενός ψυχρού στοχαστή.
Ο Θεός κρατάει την αλυσίδα: δεν είναι αυτός που βρίσκεται αλυσοδεμένος·
Από ανεκτικότητας επιλογή είναι όλα οργανωμένα·
Αδυσώπητος δεν είναι, αλλά ελεύθερος και δίκαιος.
Γιατί να υποφέρουμε λοιπόν υπό την ηγεσία κάποιου τόσο δίκαιου;
Υπάρχει αυτό το πρόβλημα που οι στοχαστές σου πρέπει να λύσουν.
Σκεφτείτε εάν θα μπορούσαν να θεραπευτούν τα δεινά μας με το να τα
αρνούμαστε;
Όλοι οι άνθρωποι τρέμοντας στα χέρια του θεού,
Αναζήτησαν την πηγή του κακού στον κόσμο.
Όταν ο αιώνιος νόμος, που θέτει σε κίνηση τα πάντα
Εξαφανίζει το βράχο από την επίδραση των ανέμων,
Με αστραπές σχίζει και καίει την ανθεκτική βελανιδιά,
Δεν έχουν καμία συναίσθηση του πλήγματος που συντρίβει τα πάντα·
Αλλά εγώ, εγώ ζω και αισθάνομαι, η πληγωμένη μου καρδιά
Ζητά βοήθεια από αυτόν που την έφτιαξε.
Παιδιά της Παντοδύναμης Ενέργειας με θρήνο εκτείνουμε τα
Χέρια μας προς τον κοινό μας άρχοντα.
Το δημιούργημα του Θεού πραγματικά δεν έχει ακουστεί να λέει :
“Γιατί έπρεπε να ήμουν τόσο αχρείο, τόσο κατώτερο, τόσο εύθραυστο;”
Ούτε λόγος, ούτε σκέψη έχει δοθεί σε αυτό.
Το δοχείο αυτό, από τα χέρια του αγγειοπλάστη,
Ξεφεύγει και θρυμματίζεται, δεν έχει πια καρδιά να χτυπά
Η οποία να λαχταρά για ευδαιμονία και να συστέλλεται για μιζέρια.
“Αυτή η μιζέρια” λένε “είναι κάποιων η αρετή”
Ναι· από το σώμα μου που σαπίζει θα γεννηθούν
Χίλια σκουλήκια, όταν ο θάνατος δώσει τέλος στον πόνο μου.
Αυτή είναι τέλεια παρηγοριά μέσα στη δυστυχία μου!
Βλοσυροί παρατηρητές των συμφορών των ανθρώπων
Εσείς διπλασιάζετε και δεν κατευνάζετε τη μιζέρια μου.
Σε εσένα παρατηρώ το άτονο καύχημα της περηφάνιας
Που κρύβει την αρρώστια του με πρόσχημα το περιεχόμενο.
Είμαι ένα αδύναμο μέρος του σπουδαίου όλου.
Ναι· αλλά όλα τα ζώα καταδικασμένα να ζουν
Όλα τα αισθητά πράγματα, γεννημένα από τους ίδιους αυστηρούς νόμους,
Υποφέρουν σαν εμένα, και σαν εμένα επίσης πεθαίνουν.
Ο γύπας αρπάζει την άτολμη λεία,
Και τρυπά με ματωμένο ράμφος τα τρεμάμενα μέλη:
Όλα καλά φαίνονται σε αυτό. Αλλά σε λίγο
Ένας αετός επιτίθεται στον γύπα και τον κομματιάζει·
Ο αετός μένει αποσβολωμένος από το βέλος του άντρα·
Ο άντρας, επιρρεπής στην σκόνη του πεδίου μάχης,
Αναμιγνύοντας το αίμα του με των συνανθρώπων του που πεθαίνουν,
Γίνεται με τη σειρά του τροφή για αρπακτικά πουλιά.
Έτσι όλος ο κόσμος σε κάθε μέλος φωνάζει:
Όλοι γεννήθηκαν για βασανιστήριο και κοινό θάνατο.
Και πάνω από αυτό το φρικτό χάος θα έλεγες ότι
Τα δεινά του καθενός κατασκευάζουν το καλό όλων!
Τι μακαριότητα! Και καθώς, με τρεμάμενη φωνή,
Θνητοί και συμπονετικοί, εσείς λέτε ότι “όλα είναι καλά”,
Το σύμπαν σας πιστεύει και η καρδιά σας
Αντικρούει εκατό φορές την έπαρση του μυαλού σας.
Όλα τα νεκρά και τα ζωντανά αντικείμενα είναι φυλακισμένα στη μάχη.
Παραδεχτείτε το ελεύθερα - το κακό ενεδρεύει στη γη.
Η μυστική του αρχή είναι άγνωστη σε εμάς.
Μπορεί να είναι από τον συγγραφέα του “όλα είναι καλά”;
Μήπως είμαστε καταδικασμένοι να θρηνούμε από τον τυραννικό νόμο
Του μαύρου Τυφώνα ή του βάρβαρου Αριμάν;
Το πνεύμα μου αγνοεί τελείως αυτά τα αποκρουστικά
Τέρατα, τα οποία ο τρεμάμενος κόσμος έκανε θεούς.
Αλλά πώς να αντιληφθώ έναν Θεό εξαιρετικά καλό,
Ο οποίος συσσωρεύει τις χάρες του στον γιο τον οποίο αγαπά
Αλλά, διασκορπίζει το κακό πλουσιοπάροχα;
Ποια ματιά μπορεί να διαπεράσει το βάθος των σχεδίων του;
Από αυτήν την τέλεια Ύπαρξη δεν ήρθε κακό;
Και δεν ήρθε από κανέναν άλλον, γιατί είναι ένας άρχοντας:
Αλλά υπάρχει. Ω, βλοσυρή και παραλυτική αλήθεια!
Ω, εκπληκτική ανάμειξη των ποικιλιών!
Ένας Θεός ήρθε κάτω για να σηκώσει την φυλή μας που πλήγηκε:
Επισκέφθηκε τη γη και δεν την άλλαξε!
Ένας σοφιστής λέει ότι δεν είχε τη δύναμη να την αλλάξει·
“Την είχε” ένας άλλος φωνάζει “αλλά δεν το ήθελε:
Με το χρόνο θα το θελήσει, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία.” Και καθώς
φλυαρούν
Οι κρυμμένες βροντές, που απελευθερώνονται από το υπέδαφος,
Μετατρέπουν σε ερείπια τις εκατοντάδες των πόλεων
Κατά μήκος της χαμογελαστής όψης της Πορτογαλίας.
Ο Θεός είτε κατατροπώνει την έμφυτη ενοχή του ανθρώπου,
Είτε, αυθαίρετος άρχοντας του χώρου και του χρόνου,
Ελεύθερος από οίκτο και ζεστασιά ομοίως,
Συνεχίζει τα παγερά σχέδια τα οποία έχει συλλάβει.
Ή αλλιώς αυτή η άμορφη ύλη, απείθαρχη
Ανέχεται για τον εαυτό της αναφαίρετα λάθη,
Ή αλλιώς ο Θεός μας δοκιμάζει, και αυτή η θνητή ζωή
Δεν είναι τίποτα άλλο παρά το πέρασμα σε αιώνιες σφαίρες.
Είναι μεταβατικός ο πόνος που υποφέρουμε εδώ,
Και ο θάνατος είναι η εύσπλαχνη απελευθέρωση από αυτόν.
Όμως, όταν αυτό το απαίσιο πέρασμα έχει συμβεί
Ποιος θα ισχυριστεί ότι άξιζε το στέμμα;
Όποια πλευρά κι αν διαλέξουμε είναι μεγάλης ανάγκης να στενάζουμε·
Η φύση είναι άλαλη, μάταια την επικαλούμαστε,
Χρειαζόμαστε ένα Θεό να μιλά για την ανθρωπότητα.
Είναι αυτός, μόνος του, για να διευκρινίσει το έργο του,
Να παρηγορήσει τον εξουθενωμένο, και να διαφωτίζει τον σοφό.
Χωρίς αυτόν ο άνθρωπος, καταδικασμένος να κάνει λάθη και να
αμφιβάλει,
Δεν βρίσκει ένα σανίδι που θα μπορούσε να ξαπλώσει επάνω του.
Από τον Λάιμπνιτς μαθαίνουμε πως όχι από αόρατα δεσμά,
Σε αυτόν, τον καλύτερο από όσους δυνάμεθα να φανταστούμε κόσμους,
Ατελείωτη διαταραχή, χάος από απελπισία,
Πρέπει να αναμειγνύουν τις μικρές μας χαρές τοιουτοτρόπως με τον πόνο:
Ούτε γιατί οι αθώοι υποφέρουν όλη αυτή τη συμφορά
Από κοινού με τους πιο αποτροπιαστικά ενόχους.
Είναι κοροϊδία να μου πεις ότι όλα είναι καλά.
Σαν τους πολυμαθής γιατρούς, δεν ξέρω τίποτα.
Ο Πλάτων έχει πει ότι οι άνθρωποι κάποτε είχαν φτερά
Και σώματα που να αντέχουν ενάντια στο θανάσιμο κακό·
Αυτός ο πόνος και ο θάνατος ήταν άγνωστοι στον κόσμο τους.
Πως έχουμε πέσει από εκείνη την υψηλή κατάσταση!
Ο άνθρωπος σέρνεται και πεθαίνει: όλα δεν είναι τίποτα άλλο πέρα από
μια πορεία από τη γέννηση στο θάνατο:
Ο κόσμος είναι η αυτοκρατορία της καταστρεπτικότητας.
Αυτή η εύθραυστη κατασκευή από γρήγορα νεύρα και κόκαλα
Δεν μπορεί να αντέξει το αιφνιδιαστικό χτύπημα των στοιχείων·
Αυτό το παροδικό συνονθύλευμα από αίμα και σκόνη
Έγινε μόνο για να διαλυθεί·
Αυτό το τραχύ και ζωηρό αίσθημα του νεύρου
Έγινε για πόνο, τον υπουργό του θανάτου:
Έτσι μέσα στο αυτί μου τρέχει το μήνυμα της φύσης.
Απορρίπτω τον Πλάτωνα και τον Επίκουρο,
Και πιο ελπιδοφόρα στρέφομαι στον πολυμαθή Bayle.
Με το συγκροτημένο σύστημά του ο Bayle μου προσφέρει την αμφιβολία
Αυτός, αρκετά σοφός και σπουδαίος για να μη χρειάζεται κάποιο δόγμα
Έχει σκοτώσει κάθε σύστημα – μάχεται ακόμη και τον εαυτό του:
Σαν τον τυφλό πορθητή των Φιλισταίων,
Ψάχνει κάτω από τα ερείπια τα οποία έχει δημιουργήσει.
Ποια είναι η ετυμηγορία του απέραντου μυαλού;
Σιωπή: το βιβλίο της μοίρας είναι κλειστό σε εμάς.
Ο άνθρωπος είναι ένας άγνωστος στη δική του έρευνα·
Δεν ξέρει από που έρχεται ούτε που πάει.
Βασανισμένα άτομα σε ένα κρεβάτι λάσπης,
Καταβροχθίστηκαν από τον θάνατο, μια κοροϊδία της μοίρας.
Αλλά σκεπτόμενα άτομα, των οποίων τα διορατικά μάτια
Οδηγημένα από τη σκέψη, έχουν μετρήσει τα πεφταστέρια,
Η ύπαρξή μας σμίγει με το άπειρο·
Τον εαυτό μας που ποτέ δεν βλέπουμε ή ποτέ δεν γνωρίζουμε.
Αυτός ο κόσμος, αυτό το θέατρο περηφάνιας και λάθους,
Σμήνη από άρρωστους ανόητους που μιλούν για ευτυχία.
Με παράπονα και φωνές συνεχίζουν την έρευνα
Για να πεθάνουν απρόθυμοι ή να ξαναγεννηθούν.
Σε σπασμωδικές στιγμές στην από πόνο βασανισμένη μας ζωή
Το χέρι της ευχαρίστησης σκουπίζει τα δάκρυα μας·
Αλλά η ευχαρίστηση περνά σαν μια φευγαλέα σκιά,
Και αφήνει για κληρονομιά τον πόνο και τον χαμό.
Το παρελθόν δεν είναι τίποτα παραπάνω για εμάς από μία στοργική λύπη,
Το παρόν είναι βλοσυρό, εκτός και αν το μέλλον είναι ξεκάθαρο.
Εάν ο στοχασμός πρέπει να καταλήξει στο σκοτάδι του τάφου
Όλα θα είναι καλά κάποια μέρα - έτσι κυλάει η ελπίδα μας.
Το ότι όλα είναι καλά δεν είναι τίποτα άλλο από ένα ιδανικό όνειρο.
Η σοφία με εξαπατά: Μόνο ο Θεός έχει δίκιο.
Με ταπεινό αναστεναγμό ως υποκείμενο στον πόνο μου
Δεν εκσφενδονίζω τον εαυτό μου ενάντια στην Πρόνοια.
Κάποτε τραγούδησα, σε ένα λιγότερο πένθιμο τόνο,
Οι ηλιόλουστοι τρόποι της ευχαρίστησης αποτελούν κανόνα από καρδιάς
Οι καιροί έχουν αλλάξει και διδάσκονται από τα χρόνια που σωρεύτηκαν,
Και μοιράζονται από την αδυναμία της ανθρωπότητας
Αναζητώντας ένα φως ανάμεσα στο σκοτάδι που όλο και βαθαίνει,
Δεν μπορώ παρά να υποφέρω, και δεν θα στεναχωρούμαι.
Σε έναν χαλίφη κάποτε, όταν είχε έρθει η τελευταία του ώρα,
Του απευθύνθηκε με ευλάβεια αυτή η προσευχή:
“Για εσένα, μοναδικέ και παντοδύναμε Βασιλιά, αντέχω
Ό,τι Εσύ στερείσαι στην ανέχεια Σου -
Κακό και άγνοια, θλίψη και αμαρτία”.
Θα μπορούσε να προσθέσει και ένα επιπλέον πράγμα - την ελπίδα


Διαβάστε ή κατεβάστε εδώ το βιβλίο με το ποίημα σε τετράγλωσση έκδοση.