Τις νύχτες ακούω τα κτήματα.
Δεν μπορεί να υπήρξα νέα ούτε για μία στιγμή , αφού δεν κατέβηκα με μία ψάθα στο κεφάλι την σκάλα -το κασκέτο της καθολικής ηγουμένης- κι αφού δεν ξενύχτησα κάτω απ' τις καμάρες ενός ιστορικού αρχοντικού.
Η θάλασσα μπορεί και να έφτανε ως τις μάντρες.Τα περιβόλια τις νύχτες πολυλογούν.Αυτή η ορχήστρα των πνευστών ανθών τους , τα φύλλα των άγνωστων δέντρων που αγγελιάζονται όλο τρέλα κάθε που το εγγίζουν οι διαβατάρικες πνοές.
Δεν μπορεί να υπήρξα ούτε για μια στιγμή νέα , αφού δεν έζησα σε έναν εξώστη που κοιτούσε την νυχτερινή χλωρίδα , την νυχτερινή πανίδα γυρίζοντας φύλλα αναλογίου.Πίσω έφευγε ο τάπητας των πορτοκαλαιώνων.Δεν ήταν ο αέρας, αυτός που συνηθίζουμε να εννοούμε σφυριχτό μέσα απο τις κοχύλες των υψών.Κάτι μακρινά ξωτικά που 'χουν τα μάγουλα μονίμως φουσκωμένα και δεν ξέρουν άλλο απ' το όμικρον.Είναι το κλεμμένο μου σάλι , το κοσμογυρισμένο πια,που σηκώθηκε άξαφνα απο μία αντάρτικη πνοή ,διάβηκε τυχαία τις σπείρες των τόπων και επιστρέφει που και που στο πατρικό του!Όλο φυσάει.Ξεμυαλίζει τα δέντρα.
Κάποτε θα έχω μία απάντηση για το πού πάει το σφρίγος των έφηβων νερών που αναβλύσαμε.Η χαρά μας ορίζεται απ' την ανθεκτικότητα του σφρίγους μας.Υπέρτατη αξία μου και αγαθό μου ,εσύ σάρκα που όλο ανθορροείς , δεν μου αξίζεις αφού δεν μπόρεσα να σε καταξοδεύσω όταν πήγαινες χλιμιντρίζοντας και σηκωμένη στα δυο πόδια σαν φρενιασμένο άλογο κατα τον πρώτο κατάνθιστο βάραθρο.Μπαρουτοκαπνισμένα μάτια που μισογελάτε πυρωμένα και σπαρταριστά μαλλιά που στρατοκρατορικά θωπεύεται ένα διάδρομο λαιμού και δυο πάμπλουτα αρχονταρίκια στήθους!Δεν μου αξίζατε αφού δεν σας κατασκόρπησα όπως σας έπρεπε στις προσταγές όλων των ολέθρων της ανθρωποφαγίας απο διέγερση.
Ντόρα Βλάσση
Δεν μπορεί να υπήρξα νέα ούτε για μία στιγμή , αφού δεν κατέβηκα με μία ψάθα στο κεφάλι την σκάλα -το κασκέτο της καθολικής ηγουμένης- κι αφού δεν ξενύχτησα κάτω απ' τις καμάρες ενός ιστορικού αρχοντικού.
Η θάλασσα μπορεί και να έφτανε ως τις μάντρες.Τα περιβόλια τις νύχτες πολυλογούν.Αυτή η ορχήστρα των πνευστών ανθών τους , τα φύλλα των άγνωστων δέντρων που αγγελιάζονται όλο τρέλα κάθε που το εγγίζουν οι διαβατάρικες πνοές.
Δεν μπορεί να υπήρξα ούτε για μια στιγμή νέα , αφού δεν έζησα σε έναν εξώστη που κοιτούσε την νυχτερινή χλωρίδα , την νυχτερινή πανίδα γυρίζοντας φύλλα αναλογίου.Πίσω έφευγε ο τάπητας των πορτοκαλαιώνων.Δεν ήταν ο αέρας, αυτός που συνηθίζουμε να εννοούμε σφυριχτό μέσα απο τις κοχύλες των υψών.Κάτι μακρινά ξωτικά που 'χουν τα μάγουλα μονίμως φουσκωμένα και δεν ξέρουν άλλο απ' το όμικρον.Είναι το κλεμμένο μου σάλι , το κοσμογυρισμένο πια,που σηκώθηκε άξαφνα απο μία αντάρτικη πνοή ,διάβηκε τυχαία τις σπείρες των τόπων και επιστρέφει που και που στο πατρικό του!Όλο φυσάει.Ξεμυαλίζει τα δέντρα.
Κάποτε θα έχω μία απάντηση για το πού πάει το σφρίγος των έφηβων νερών που αναβλύσαμε.Η χαρά μας ορίζεται απ' την ανθεκτικότητα του σφρίγους μας.Υπέρτατη αξία μου και αγαθό μου ,εσύ σάρκα που όλο ανθορροείς , δεν μου αξίζεις αφού δεν μπόρεσα να σε καταξοδεύσω όταν πήγαινες χλιμιντρίζοντας και σηκωμένη στα δυο πόδια σαν φρενιασμένο άλογο κατα τον πρώτο κατάνθιστο βάραθρο.Μπαρουτοκαπνισμένα μάτια που μισογελάτε πυρωμένα και σπαρταριστά μαλλιά που στρατοκρατορικά θωπεύεται ένα διάδρομο λαιμού και δυο πάμπλουτα αρχονταρίκια στήθους!Δεν μου αξίζατε αφού δεν σας κατασκόρπησα όπως σας έπρεπε στις προσταγές όλων των ολέθρων της ανθρωποφαγίας απο διέγερση.
Ντόρα Βλάσση
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου