«Θέλουν να σας κάνουν καλά. Αλλοίμονο, εκεί φτάνει ο παραλογισμός των λογικών. Καλά, δηλαδή να γυρίσετε πίσω, έξω στην τέφρινη πραγματικότητα, να ξαναδήτε πίσω με την κρίσι του ακέραιου μυαλού την πιο αβάσταχτη, την πιο αρμολογημένη αλλόφρονη λογική της ζωής που σκοτώνει την ανθρώπινη καρδιά. [...] Μα τι θα βάλετε στη θέση του οράματος εσείς οι λογικοί; [...] Καλοπροαίρετοι γιατροί μου, αν επιμένετε να με γιατρέψετε από κάτι, γιατρέψτε με από την λογική».

Ρώμος Φιλύρας από το δρομοκαΐτειο

Το αυτό

Οι εποχές είναι όλες μα όλες εδώ,
όταν είσαι.
Το φθινόπωρο μία όμπρα Βύρωνος
το φθινόπωρο νωπό
ύστερα ζαχαρότευτλο -εαρινό σπόρι,
όχι φυτό,μα ίδεα,
ο χειμώνας αλκόολ
και το καλοκαίρι ημιλιπόθυμο πανδαιμόνιο.

Όταν είσαι είμαι γυρνάμενη ,
είμαι νηπενθής μίσχος,
είμαι χήρα χωρίς ντροπή
και ήβη των τρυφερουδιών.

Είμαι σπινθήρας,
αλαφιασμένο χηνοπάλεμα
και κολυμπιθρόξυλο σε αντάρα,
χάβρα δονήσεων στα φυλλώματα.

Είναι οι στιγμές ενδοφλέβιες.
Η βρώσις, μία παύση χρόνου,
η μετάλλαξη της πείνας ,
η επιστήμη της λαγνείας,
ένα περιπλεγμένο λεξιλόγιο για την υπέρτατη πείνα
του ανθρώπου γι' άνθρωπο.


Ντόρα Βλάσση

Λαμπρινή - Τζιτζιφιές

Ο λογισμός της Εξουσίας
στερείται όποιας φαντασίας
για το λαό κάτι να κάνει
αθάνατο, να μην πεθάνει...

''Εσύ τας χείρας σου να νίπτεις''
της είπε ένας μεγάλος γλύπτης
''άσε το αθάνατο σε μένα
για τα νεκρά σου πεπραγμένα''...
Κι αφού του δίνει το οκέι
σκέφτηκε ένα και να καίει,
αθάνατο, φωτιά και λαύρα
που θα 'χε του λαού την αύρα.
Έκατσε το λοιπόν να φτιάξει
άγαλμα τη μεσαία τάξη,
να τρώει αντί ψωμί μπομπότα
και να 'ναι κάτω από μια μπότα.
Θα 'ναι μπροστά σε ουρανοξύστη
να δείχνει θαυμασμό και πίστη.
Για ρούχο θα 'χει ένα πτυχίο...
Η γκλάβα σαν πτυελοδοχείο,
απ' του κτιρίου κάποια σάλα
να πέφτει η γόπα κι η ροχάλα.

Τέλειωσε το άγαλμα του γλύπτη,
το ονόμασε ''Δανειολήπτη''.
Θαυμάζοντας το η Εξουσία
του έδωσε τιμές μεσσία.
Στην τέχνη του είχε πια πιστέψει
μα εκείνος είχε άλλα στη σκέψη,
γιατί δεν είχε φάει τη φόλα...
Άνθρωπος ήταν πάνω απ' όλα
και του ΄λεγε τ' ανθρώπου η φύση
ένα ευεργέτημα να αφήσει.
Το άγαλμα δεν θα 'χε αξία
αμίλητο, στην απραξία...
Θα 'παιρνε αυτός τιμή και χρήμα
μα στο λαιμό θα το 'χε κρίμα.
Φθίνουν οι δόξες και τα πλούτη
μέγιστη αξία θα 'ναι τούτη:
Σύμβολο πια λαών, εντέχνως
που από οπουδήποτε, όποιο έθνος
οι μέλλουσες γενιές σαν έρθουν
να το κοιτούν μπας και συνέλθουν!


Κώστας Σφενδουράκης
















Το άλμπουμ

Το άλμπουμ κοιτά ο εαυτός μου
στις φωτογραφίες μονάχα εγώ
σαν κύτταρο τούτου του κόσμου...
Γυρίζει σελίδες, του τις εξηγώ.

" Εδώ είμαι μόνος στη γέννα.
Γεννήθηκα όπως γεννιούνται οι φτωχοί...
Εδώ είμαι πίσω από μένα
σκυμμένος...Στους ώμους βαριά η ενοχή.

Απόκριες...Προβάρω κοστούμια.
Θα κάναμε πάρτυ σ' ένα άδειο ναό...
Στο τέλος, που ντύθηκα μούμια
τα ρούχα ακριβά να ντυθώ Φαραώ.

Εδώ είναι που άπλωνα δίχτυα
και πάντα όταν τα 'βγαζα εγώ είχα πιαστεί.
Κι εδώ μια σειρά από ξενύχτια
ωχρός, παγωμένος με χέρια χιαστί.

Κι αυτή τελευταία, εαυτέ μου
δεν είμαι γιατί μ' έχει κρύψει η φυγή
στα σπλάχνα εκείνου του ανέμου
και φεύγω πιο πέρα, πιο πάνω απ' τη γη.


Κώστας Σφενδουράκης

Προς γνώση και συμμόρφωση κ. Γουίνστον Σμιθ




Έχω πάντοτε μέσα στην τσέπη μου κάθε πελάτη μου
και κλειδιά ενός κόσμου τόσο ανόητου όσο και άτιμου.
 Θα δικάζω εγώ, διαταγή θα 'ναι πάντα η γνώμη μου... 
Μες στο νόμο μου μόνο θα υπάρχει η έννοια του ''νόμιμου''
Οι γλωσσίτσες στη γη να μου φτιάχνουν χαλί για την μπότα μου 
μια μεμβράνη η ψυχή κι η καρδιά με μορφή ιπποπόταμου.
Δεν υπήρξαν εμπόδια, ούτε "εγώ" ή κραυγές και ούτ' είδα νου...
Κατακτώ!...Κι είμαι Αρχή ενός κόσμου τυφλού και ουτιδανού.


Κώστας Σφενδουράκης

Αλίκη Ψαχούλα - Ώρες





















Διαβάστε ή κατεβάστε (σε μορφή pdf), ακολουθώντας το σύνδεσμο εδώ, το τριακοστό τέταρτο βιβλίο της σειράς "εν καινώ" των 24Γραμμάτων: την ποιητική συλλογή "Ώρες" της Αλίκης Ψαχούλα.

--------------------------------------


ΑΠΟΛΟΓΙΑ

Να συστηθώ.
Είμαι η Νύχτα.
Γνώριζα εκείνη την ανεμώνη από δροσόσταλο ακόμα.
Την έτρεφα με τα σκοτάδια μου,
της έδινα τη λευκότητα των βυθών
και το σφρίγος των φαντασμάτων.
Μόνο εγώ την έβλεπα γυμνή
γιατί ντρεπόταν το μαύρο της Μέρας.

Μια φορά,
τίναξα τα μακριά μανίκια μου
πιο δυνατά απ' ό,τι συνήθως.

Η ανεμώνη, λευκό πεφτάστερο, γλίστρησε στον υγρό καθρέφτη μου.
Προσπαθούσε να δει τον πάλλευκο ανθό της
ώρες πολλές μες στα Ερέβη μου.
Όταν η Μέρα πέταξε πάνω μου τη σκόνη της
η ανεμώνη ξέπνοη ξεβράστηκε στα πόδια δυο έκπληκτων ναυαγών.

Δεν μπορούσαν να ξέρουν--
αδύνατον να μαντέψουν
τον αφρισμένο ρόγχο του ανθού.
Την έπιασαν στα χέρια τους
κι αδημονούσαν για λίγο Φως ακόμα--
να ορθοποδήσουν τα πέταλά της.
Ίσα που πρόλαβα να δω την άφατη λύπη τους
σαν ο ανθός χαιρέτησε τον μίσχο
και σωριάστηκε με γδούπο πάνω στη λάσπη βράχων αλλοτινών.

Είμαι η Νύχτα.

Δεν έχω τίποτα να κάνω με το Τίποτα που βάζετε δίπλα μου.

Είμαι η Νύχτα.

Γεννώ φεγγάρια, άστρα, ανεμώνες, σαλεμένους ναυαγούς.

Είμαι η Νύχτα.

Κολυμπά μέσα μου όλο το Λευκό της Αρχής και του Τέλους.

----------------------------------


Ποιητικό αίτιο


Σαν Αφγανός του εβδομήντα,
κάπου κει γύρω στα εξήντα,
έφτιαξε μπλογκ για να πηδήσει,
γράφοντας ποιήματα εν στύσει.
Όμως δεν έβρισκε κοπέλα
και άρχισε τα σύρε κι έλα
σ' άλλους ποιητάδες διαδικτύου,
με στυλ μουσάτου και αστείου.
Σαν κάτοχος μιας τέτοιας μούρης
έψαχνε τα κονέ ο λιγούρης
κι όπου πετύχαινε γυναίκα,
της έβαζε με τόνο δέκα.
Ίσως καμιά να του καθόταν...
Γινόταν τούρκος όμως όταν
κάθε μια ντίβα απ' το σινάφι
τον άφηνε πάνω στο ράφι.
Έτσι λοιπόν αποφασίζει,
μέσα απ' τους άντρες που γνωρίζει,
να κάνει φίλους-βρε τον ψεύτη-
στα θηλυκά τους να τη πέφτει.
Απ' τη λιγούρα του για αιδοίο
το πρόσωπό του έγινε δύο,
το 'να το κρύβει μες στην τέχνη,
εκείνο που βρωμά και ζέχνει.
Και γράφει -τάχα μου- με λύπη
"με ενοχλεί που ο άλλος λείπει"...
Αμ δε! Εκεί είναι και ο άλλος
ο αληθινός, γλίτσης μεγάλος!
Είναι από κείνους τους γαμάτους,
που σκέφτονται με τα απαυτά τους...
Μα εγώ τον βλέπω κάθε μέρα,
να κάνει στα δικά μου αέρα.


Κώστας Σφενδουράκης