Από βράχια είναι η γυναίκα που αγαπώ κι έχει δυο πρόσωπα,
άλλοτε σκύβει επάνω μου μελαχρινή και άγρια, ανυπότακτη,
καντήλια ανάβουν με ένα πικρό της χαμόγελο,
δουλεύουν ακούραστα πάνω της οι άνθρωποι της γης,
οι κορυδαλοί φυσούν στο χωματένιο της πρόσωπο λέξεις και νότες διψασμένες.
Από βράχια είναι η άγρια πλευρά της,
σαν γυναίκα που ποτέ μαζί της δεν ξεμπέρδεψες,
τα μαλλιά της φύκια και θάλασσα και το στόμα της θυμάρι με φασκόμηλο,
γύρε επάνω στους ώμους μου τιμημένη,
τραγούδα ταξιδιάρικα και με μυσταγωγία,
πάντα σε ακούω κάτω σε ένα φαράγγι.
Είναι μέρες που σαν μια ηλικιωμένη γυναίκα με μαντήλι στο κεφάλι κατακάθαρο είσαι,
στο κεφαλόσκαλο με περιμένεις, με μια γάτα μπερμπάντισσα,
με βασιλικά στην αυλή σου και μπουγάδες λαμπρές στον ουρανό,
με παιδιά που έθαψες κατάμονη με τα γέρικα χέρια σου,
μάνα από αλάτι είσαι, καπετάνισσα.
Αφήνεις να πετάξουν στις στέγες σου μαύρα πουλιά,
φοβάμαι, μου θυμίζεις θάνατο,
ξοδιάζεται η μνήμη μου να αφήσει το πένθος μακριά, κάποτε όμως ανήμπορη στέκει.
Το άλλο σου πρόσωπο ξανθό και τρυφερό ,
σέρνεις χαρές και τρύγους με σταφύλια της οργής που έγιναν πλάνες,
ερωτεύτρα,
μάγισσα,
σαν μια κοπέλα με χάρη και γητειές με μυστικά αιώνων,
απόηχος μιας ομορφιάς που παραλύει σιγά σιγά με δηλητήρια άγνωστα καλοδουλεμένα,
Τα στήθια σου κοιτούν στην θάλασσα,
τα πόδια σου στις αδελφές σου τις Κυκλάδες,
μπαίνω στον κόσμο σου και χάνομαι στην ορχήστρα σου σαν μουσικός αποξενωμένος..
Η πιό πιστή ερωμένη,
η πιο όμορφη στις σπονδές των θεών.
Λούσε με,
φάε με,
ταπείνωσε με,
άσε με νε σε πατήσω,
μίλα μου τρυφερά, εσύ ξέρεις..
Κι έχεις και άλλα πρόσωπα εκτός της κοπέλας και της γραίας,
όλες μου τις αισθήσεις ανεβάζω επάνω σου,
κείνο που με σκοτώνει είναι πως την μια με θες, την άλλη με διώχνεις,
έτσι είναι αιώνιος ο έρωτας μου λες,
ναι΄
εσύ καλά ξέρεις,
πάνω σου τόσοι αντάμωσαν τα σώματα τους σμίγοντας τα με αλάτι,
με ελιά,
με την γοητεία που βρήκα πρώτη φορά στους ρομαντικούς διαβάζοντας.
Έλα τώρα,
άσε πάνω μου όλα τα τριζόνια σου, τους τζίτζικες, τα χελιδόνια,
κείνους τους αετούς που χαράζουν πορείες αυθόρμητες,
τα πληγωμένα σου παιδιά απάλυνε τα,
δες,
ο πόνος μαζεύει στην καρδιά του όλο το αίμα,
κάνε με να αφήσω εδώ την τελευταία ανάσα μου,
είναι πως από την ζωή το τίποτε και το παν ξέρω μαζί σου ταυτόχρονα
να σαι αέρας,
να σαι νερό,
να σαι η γη γυναίκα και να σαι η αιώνια φωτιά..
Κι όταν φύγω για πάντα από εδώ, ένα χαμόγελο από πέτρα θα μαι σε κάποιο σοκάκι σου,
να σε στολίζω,
να με πατούν χωρίς να ξέρουν οι καλοκαιρινοί σου έρωτες,
να στάζω αίμα μαζί τους κι έρωτα..
Πόπη Συνοδινού
«Θέλουν να σας κάνουν καλά. Αλλοίμονο, εκεί φτάνει ο παραλογισμός των λογικών. Καλά, δηλαδή να γυρίσετε πίσω, έξω στην τέφρινη πραγματικότητα, να ξαναδήτε πίσω με την κρίσι του ακέραιου μυαλού την πιο αβάσταχτη, την πιο αρμολογημένη αλλόφρονη λογική της ζωής που σκοτώνει την ανθρώπινη καρδιά. [...] Μα τι θα βάλετε στη θέση του οράματος εσείς οι λογικοί; [...] Καλοπροαίρετοι γιατροί μου, αν επιμένετε να με γιατρέψετε από κάτι, γιατρέψτε με από την λογική».
Ρώμος Φιλύρας από το δρομοκαΐτειο
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου