Σπλάχνο μου,
ούρλιαζε η μητέρα μου κι έτρωγε την καρδιά της.
Μαύρα ντυμένες γυναίκες γύρω της, της κρατούν παρέα.
Μα εγώ που αναχώρησα ήθελα να πω,
αφείστε να μιλήσει ένα ηπειρώτικο μοιρολόι, μια αμοργιανή μαντινάδα που πλέει στο Αιγαίο.
Nina.
Billie.
Βαμβακάρης.
Τι θέλουν γύρω μας αυτές οι υποκριτικές στο πένθος γυναίκες,ήθελα το δωμάτιο βαμμένο από κεράσι,
σαν αυτό που έβαψαν το στόμα μου.
Τελευταία επιθυμία.
Ρέκβιεμ.
................................................................................................
Κάποτε αγάπησα κάποιον που με είπε (ΕΙΜΑΡΜΕΝΗ), το τραγικό ήταν πως ποτέ δεν με πίστεψε.
Του είπα,
από παιδί έβγαζα τα δόντια μου και τα έβαζα στο φεγγάρι,
διάβαζα κι έγραφα ποιήματα,
τα ποιήματα ήταν πρόβατα που μαλάκωναν τον λύκο.
Διέκρινα την αξία που έχουν τα δάκρυα σαν ρέουν,
κάποτε από ευγνωμοσύνη, κάποτε από πόνο, κάποτε από έρωτα.
BAUDELAIRE! Σε λατρεύω!
................................................................................................
Ο έρωτας έβοσκε στα καφενεία, στα μπουρδέλα, στα σχολεία,
στα ασφυχτικά μέσα μαζικής συνεύρεσης,
στις κλούβες με τους μαύρους που κοίταζαν έξω από τα τζάμια σαν τίγρεις θλιμμένες,
θεέ μου, είπα,
πως αντέχεις να βλέπεις μια τίγρη θλιμμένη;
Έβγαλα τα σπλάχνα μου,
τα μοίραζα σε φτωχικά δωμάτια, σε δωμάτια υπόγεια, σε ερωτικά αγκαλιάσματα,
πάντα ο έρωτας ξαγρυπνά τον θάνατο.
Μητέρα.
Ρέκβιεμ.
................................................................................................
Κι όμως, ενώ σαν παιδί είχα μόνο όνειρα να σαλεύω
γέμιζα μέσα μου τα ψυχικά αποθέματα,
αγαπούσα πάντα τον ήλιο, όταν με χάιδευε στα μάτια, όταν χάιδευε τα βουνά μπροστά στην θάλασσα.
Η όψη του δίκαιου και του άδικου πάντα στον πνεύμονα μου ουρλιαχτό.
Τις νύχτες που φωνάζει ο έρωτας, που δυναμώνει η αρρώστια,
τις ημέρες που δεν μπορείς να σκεφτείς από το τόσο φως.
Δημήτρης Ροδόπουλος. Ωδή!
................................................................................................
Κι ενώ με έκαιγε η ζωή,
μια πόρνη πολυτελείας μου έκλεψε κοσμήματα αγαπημένα, κλεπτομανής στο είδος,
έβαλε στην ζυγαριά, ένα τίποτε σε γραμμάρια την ψυχή μου ένα γραμμάριο ο χρυσός.
Λιωμένα δόντια εβραίων. Και κάθε.
Πως αντέχεις θεέ μου να βλέπεις να μην αφήνονται στην ησυχία τους οι νεκροί;
Ρέκβιεμ!
................................................................................................
Ο έρωτας είναι πάντα η αιτία να ανακαλύπτεις τον άλλο μέσα από εσένα
και τούμπαλιν.
Κρυφά λατωμεία αναδεύουν οσμές σάρκας, εσώρουχα μαύρα, χέρια αγγέλων κολασμένων
πάνω σε ανακατωμένα στρώματα.
Μπορεί ένα στρώμα να κλάψει,
όταν είδε τους εραστές να συνθέτουν σωματικά σονέτα,
μιας ώψιμης τρέλας, μιας φευγαλέας τρύπας στο φεγγάρι.
Ένα μεθυσμένο πρόσωπο βυθισμένο σε ένα άλλο πρόσωπο.
Τίποτε δεν ξέρεις αν δεν σκέφτηκες να πεθάνεις για τουλάχιστον έναν έρωτα.
Φωτιά σε σύννεφο πληγωμένο.
Τζάμι που κόβει τα δάχτυλα μου και πίνω το αίμα.
................................................................................................
Χρόνια κοφτερά, χωμένα στο χαλάζι,
στον αγρό μια παρθένα γυμνάζει τα στήθια της φορώντας κόκκινο σκούρο του αίματος.
Αγαπώ το αίμα,
γράφει όμορφα στα ποιήματα,
γράφει όμορφα στα πρόσωπα,
κάνει την καρδιά μου μηχανή υποστήριξης στις αισθήσεις μου,
άλλο οι αισθήσεις,
άλλο τα αισθήματα.
Ένα καράβι που φεύγει από το λιμάνι, η ψυχή μου που κλαίει,
σαν ελάφι που έχασε την μητέρα του,
κλονίζομαι από την ζωή. Καρούζος.
Σαχτούρης.
................................................................................................
Απορείς κάποιες φορές γιατί απομακρύνομαι.
Έχω ανάγκη να μένω μόνη μου,
γεννούν τα αστέρια ελπιδοφόρα βρέφη και τα βλέπω.
Από τα κόκαλα βγαλμένη η ελπίδα,
άλλο η ελευθερία,
την πρώτη γεύση της ελευθερίας την πήρα όταν αντιστάθηκα με τον τρόπο μου στους γονείς μου.
Όταν μπορούσα πια να πάρω γεύσεις ομορφιάς χωρίς να γεννάει αυτό ανία, πάντα με έκπληξη.
Και δίχως τοξικότητες.
Όξινες γεύσεις και γλυκές. Βασανίζουν τα μέλη μας.
Μα έτσι τα μέλη μας θριαμβεύουν.
Από τις ήττες τις επώδυνες.
Τα βιβλία της ανησυχίας.
Πεσσόα! Σε λατρεύω.
................................................................................................
Την στιγμή που άρχισα να φεύγω από το σώμα μου σκέφτηκα τι είναι πολιτισμός.
Είναι η ευγένεια, φυσική αρχόντισσα και πολύτιμη μάνα-σύμβολο.
Ο έρωτας.
Τα αρχαία αγάλματα.
Η τραγωδία. Το αρχέγονο ένστικτο. Η αναλυτική σκέψη που φέρνει τα ερπετά στο φως.
Φυγαδεύει τα σκοτάδια τα ψυχικά ,πέραν του χάους.
Η αγάπη.
Ανιδιοτέλεια. Μότσαρτ!
Μπιθικώτσης!
Η ποίηση.
Όμηρος! Με τύφλωσε το τόσο σου φως!
Ο ήλιος!
Ζωοδότης.
Πατέρας και μητέρα στα κρύα μας σπίτια.
Κοιμητήρια ζεστά από ένα γυναικείο χέρι, ένα λουλούδι στο μάρμαρο.
Θεέ μου πως αντέχεις να βλέπεις τους ποιητές να χτυπούν την νύχτα τα λευκά τους μάρμαρα;
Πάντα ο έρωτας. Αυτή η ατέλειωτη αρχαία κολώνα μεταξύ ουρανού και γης φτιαγμένη από αιμοσφαίρια.
Ειμαρμένη, με είπες, μα δεν πίστεψες πως βαθιά σε ερωτεύτηκα.
................................................................................................
Και τώρα μητέρα,
ευχαριστώ που έβαψες το δωμάτιο και το στόμα μου με κεράσι,
κάμετε έναν χορό,
ίσως λίγα πνευστά, ένα τρομπόνι, μια ντραμς,
Miles Davis.
Ένα μπουζούκι.
Χαράξτε λέξεις στα πατώματα χορεύοντας θανάτους.
Ο θάνατος δεν είναι αυτό που ξέρουμε. Τίποτε δεν ξέρουμε.
Ανοίξτε τα παράθυρα, κοιτάξτε τους καθρέφτες.
Τίποτε δεν είναι η ζωή αν δεν την έζησες.
Ένα τσίριγμα από κάποιο μεθυσμένο βαγόνι τρένου.
Ένα τσιγάρο δρόμος.
Όλα είναι δρόμος.
Τζακ Κέρουκ. Τόσο αθώος και κολασμένος.
Φέρτε ένα βιολί, ανάψτε το.
Κάντε το αηδόνι, αυτό είναι ο θάνατος, το τραγούδι από το αηδόνι.
Μάνος Χατζηδάκης. Η προσωπογραφία της μητέρας μου.
Λιτές τελετές.
Πετρολούκας πάλι.
Πεθαίνω, μα το ξέρεις έζησα. Με δόντια, με νύχια. Χορεύοντας εκστασιασμένα.
Πανσέληνος.
Μουδιάζω.
Ανατέλλω...
Πόπη Συνοδινού