Δίνει στην αρχή το τέλος
φτιάχνει άλλη αρχή
"πνεύμα" ονόμασε το βέλος
το σπαθί, "ψυχή".
Βάφει με λευκό τον Άδη
μπλε τον ουρανό
γίνεται στίγμα, σημάδι
μέσα στο κενό.
Πίνει θάλασσες του κόσμου
ντύνεται βροχές
λέει "εγώ είμαι δικός μου"
διώχνει ενοχές.
Δίχως έγνοια δίχως φθόνο
δίχως αφορμή
σαν τον άπιαστο τον χρόνο
φεύγει με ορμή.
Τόσο τρέχει που τον φθάνει
που τον ξεπερνά...
τώρα μέχρι να πεθάνει
δεν ξαναγερνά !
Κώστας Σφενδουράκης
«Θέλουν να σας κάνουν καλά. Αλλοίμονο, εκεί φτάνει ο παραλογισμός των λογικών. Καλά, δηλαδή να γυρίσετε πίσω, έξω στην τέφρινη πραγματικότητα, να ξαναδήτε πίσω με την κρίσι του ακέραιου μυαλού την πιο αβάσταχτη, την πιο αρμολογημένη αλλόφρονη λογική της ζωής που σκοτώνει την ανθρώπινη καρδιά. [...] Μα τι θα βάλετε στη θέση του οράματος εσείς οι λογικοί; [...] Καλοπροαίρετοι γιατροί μου, αν επιμένετε να με γιατρέψετε από κάτι, γιατρέψτε με από την λογική».
Ρώμος Φιλύρας από το δρομοκαΐτειο
50 χιλιόμετρα βόλτα στην Α... (της Πόπης Συνοδινού)
Από βράχια είναι η γυναίκα που αγαπώ κι έχει δυο πρόσωπα,
άλλοτε σκύβει επάνω μου μελαχρινή και άγρια, ανυπότακτη,
καντήλια ανάβουν με ένα πικρό της χαμόγελο,
δουλεύουν ακούραστα πάνω της οι άνθρωποι της γης,
οι κορυδαλοί φυσούν στο χωματένιο της πρόσωπο λέξεις και νότες διψασμένες.
Από βράχια είναι η άγρια πλευρά της,
σαν γυναίκα που ποτέ μαζί της δεν ξεμπέρδεψες,
τα μαλλιά της φύκια και θάλασσα και το στόμα της θυμάρι με φασκόμηλο,
γύρε επάνω στους ώμους μου τιμημένη,
τραγούδα ταξιδιάρικα και με μυσταγωγία,
πάντα σε ακούω κάτω σε ένα φαράγγι.
Είναι μέρες που σαν μια ηλικιωμένη γυναίκα με μαντήλι στο κεφάλι κατακάθαρο είσαι,
στο κεφαλόσκαλο με περιμένεις, με μια γάτα μπερμπάντισσα,
με βασιλικά στην αυλή σου και μπουγάδες λαμπρές στον ουρανό,
με παιδιά που έθαψες κατάμονη με τα γέρικα χέρια σου,
μάνα από αλάτι είσαι, καπετάνισσα.
Αφήνεις να πετάξουν στις στέγες σου μαύρα πουλιά,
φοβάμαι, μου θυμίζεις θάνατο,
ξοδιάζεται η μνήμη μου να αφήσει το πένθος μακριά, κάποτε όμως ανήμπορη στέκει.
Το άλλο σου πρόσωπο ξανθό και τρυφερό ,
σέρνεις χαρές και τρύγους με σταφύλια της οργής που έγιναν πλάνες,
ερωτεύτρα,
μάγισσα,
σαν μια κοπέλα με χάρη και γητειές με μυστικά αιώνων,
απόηχος μιας ομορφιάς που παραλύει σιγά σιγά με δηλητήρια άγνωστα καλοδουλεμένα,
Τα στήθια σου κοιτούν στην θάλασσα,
τα πόδια σου στις αδελφές σου τις Κυκλάδες,
μπαίνω στον κόσμο σου και χάνομαι στην ορχήστρα σου σαν μουσικός αποξενωμένος..
Η πιό πιστή ερωμένη,
η πιο όμορφη στις σπονδές των θεών.
Λούσε με,
φάε με,
ταπείνωσε με,
άσε με νε σε πατήσω,
μίλα μου τρυφερά, εσύ ξέρεις..
Κι έχεις και άλλα πρόσωπα εκτός της κοπέλας και της γραίας,
όλες μου τις αισθήσεις ανεβάζω επάνω σου,
κείνο που με σκοτώνει είναι πως την μια με θες, την άλλη με διώχνεις,
έτσι είναι αιώνιος ο έρωτας μου λες,
ναι΄
εσύ καλά ξέρεις,
πάνω σου τόσοι αντάμωσαν τα σώματα τους σμίγοντας τα με αλάτι,
με ελιά,
με την γοητεία που βρήκα πρώτη φορά στους ρομαντικούς διαβάζοντας.
Έλα τώρα,
άσε πάνω μου όλα τα τριζόνια σου, τους τζίτζικες, τα χελιδόνια,
κείνους τους αετούς που χαράζουν πορείες αυθόρμητες,
τα πληγωμένα σου παιδιά απάλυνε τα,
δες,
ο πόνος μαζεύει στην καρδιά του όλο το αίμα,
κάνε με να αφήσω εδώ την τελευταία ανάσα μου,
είναι πως από την ζωή το τίποτε και το παν ξέρω μαζί σου ταυτόχρονα
να σαι αέρας,
να σαι νερό,
να σαι η γη γυναίκα και να σαι η αιώνια φωτιά..
Κι όταν φύγω για πάντα από εδώ, ένα χαμόγελο από πέτρα θα μαι σε κάποιο σοκάκι σου,
να σε στολίζω,
να με πατούν χωρίς να ξέρουν οι καλοκαιρινοί σου έρωτες,
να στάζω αίμα μαζί τους κι έρωτα..
Πόπη Συνοδινού
άλλοτε σκύβει επάνω μου μελαχρινή και άγρια, ανυπότακτη,
καντήλια ανάβουν με ένα πικρό της χαμόγελο,
δουλεύουν ακούραστα πάνω της οι άνθρωποι της γης,
οι κορυδαλοί φυσούν στο χωματένιο της πρόσωπο λέξεις και νότες διψασμένες.
Από βράχια είναι η άγρια πλευρά της,
σαν γυναίκα που ποτέ μαζί της δεν ξεμπέρδεψες,
τα μαλλιά της φύκια και θάλασσα και το στόμα της θυμάρι με φασκόμηλο,
γύρε επάνω στους ώμους μου τιμημένη,
τραγούδα ταξιδιάρικα και με μυσταγωγία,
πάντα σε ακούω κάτω σε ένα φαράγγι.
Είναι μέρες που σαν μια ηλικιωμένη γυναίκα με μαντήλι στο κεφάλι κατακάθαρο είσαι,
στο κεφαλόσκαλο με περιμένεις, με μια γάτα μπερμπάντισσα,
με βασιλικά στην αυλή σου και μπουγάδες λαμπρές στον ουρανό,
με παιδιά που έθαψες κατάμονη με τα γέρικα χέρια σου,
μάνα από αλάτι είσαι, καπετάνισσα.
Αφήνεις να πετάξουν στις στέγες σου μαύρα πουλιά,
φοβάμαι, μου θυμίζεις θάνατο,
ξοδιάζεται η μνήμη μου να αφήσει το πένθος μακριά, κάποτε όμως ανήμπορη στέκει.
Το άλλο σου πρόσωπο ξανθό και τρυφερό ,
σέρνεις χαρές και τρύγους με σταφύλια της οργής που έγιναν πλάνες,
ερωτεύτρα,
μάγισσα,
σαν μια κοπέλα με χάρη και γητειές με μυστικά αιώνων,
απόηχος μιας ομορφιάς που παραλύει σιγά σιγά με δηλητήρια άγνωστα καλοδουλεμένα,
Τα στήθια σου κοιτούν στην θάλασσα,
τα πόδια σου στις αδελφές σου τις Κυκλάδες,
μπαίνω στον κόσμο σου και χάνομαι στην ορχήστρα σου σαν μουσικός αποξενωμένος..
Η πιό πιστή ερωμένη,
η πιο όμορφη στις σπονδές των θεών.
Λούσε με,
φάε με,
ταπείνωσε με,
άσε με νε σε πατήσω,
μίλα μου τρυφερά, εσύ ξέρεις..
Κι έχεις και άλλα πρόσωπα εκτός της κοπέλας και της γραίας,
όλες μου τις αισθήσεις ανεβάζω επάνω σου,
κείνο που με σκοτώνει είναι πως την μια με θες, την άλλη με διώχνεις,
έτσι είναι αιώνιος ο έρωτας μου λες,
ναι΄
εσύ καλά ξέρεις,
πάνω σου τόσοι αντάμωσαν τα σώματα τους σμίγοντας τα με αλάτι,
με ελιά,
με την γοητεία που βρήκα πρώτη φορά στους ρομαντικούς διαβάζοντας.
Έλα τώρα,
άσε πάνω μου όλα τα τριζόνια σου, τους τζίτζικες, τα χελιδόνια,
κείνους τους αετούς που χαράζουν πορείες αυθόρμητες,
τα πληγωμένα σου παιδιά απάλυνε τα,
δες,
ο πόνος μαζεύει στην καρδιά του όλο το αίμα,
κάνε με να αφήσω εδώ την τελευταία ανάσα μου,
είναι πως από την ζωή το τίποτε και το παν ξέρω μαζί σου ταυτόχρονα
να σαι αέρας,
να σαι νερό,
να σαι η γη γυναίκα και να σαι η αιώνια φωτιά..
Κι όταν φύγω για πάντα από εδώ, ένα χαμόγελο από πέτρα θα μαι σε κάποιο σοκάκι σου,
να σε στολίζω,
να με πατούν χωρίς να ξέρουν οι καλοκαιρινοί σου έρωτες,
να στάζω αίμα μαζί τους κι έρωτα..
Πόπη Συνοδινού
Ο τόπος
Έφυγα πάλι από την Κρήτη
μία Τετάρτη ένα πρωί
πίσω μου άφησα το σπίτι
να κυοφορήσει την ζωή.
Έκλεισα εκεί ελπίδας σκέψεις
σ' ένα μπουκάλι με ρακί
των ποιημάτων σκόρπιες λέξεις
και μια εικόνα πατρική.
Τούτος ο τόπος μ' έχει θρέψει
γλυκιά εικόνα και πικρή
αυτόν τον τόπο έχω λατρέψει-
αυτόν τον τόπο: να με πείθει
ότι η ζωή που 'ναι μικρή
γίνεται ωραίο παραμύθι !
Κώστας Σφενδουράκης
μία Τετάρτη ένα πρωί
πίσω μου άφησα το σπίτι
να κυοφορήσει την ζωή.
Έκλεισα εκεί ελπίδας σκέψεις
σ' ένα μπουκάλι με ρακί
των ποιημάτων σκόρπιες λέξεις
και μια εικόνα πατρική.
Τούτος ο τόπος μ' έχει θρέψει
γλυκιά εικόνα και πικρή
αυτόν τον τόπο έχω λατρέψει-
αυτόν τον τόπο: να με πείθει
ότι η ζωή που 'ναι μικρή
γίνεται ωραίο παραμύθι !
Κώστας Σφενδουράκης
Εις μνήμην, ένεκεν τιμής
Αυτός ο κόσμος άλλαξε λοιπόν
Κεμάλ Γκεβάρα Γκάντι Βελουχιώτη
τώρα είναι υπό το κράτος των δειλών...
αυτόν τον κόσμο δείτε τον προδότη.
Αυτός ο κόσμος άλλαξε παιδιά!
όπως ονειρευτήκατε; όχι, όμως
μας έλειψε η δική σας η καρδιά
και δεν αντέχει τους σταυρούς ο ώμος.
Αυτός ο κόσμος άλλαξε κι εσείς
χαμένοι κάπου μες στην Ιστορία
σαν ήρωες επανάστασης μισής
που την μισή την πήρε η εφορία.
Τώρα σ' ένα τραπέζι είστε μαζί
διαλέγεστε αιώνια ονειροπόλοι
κι εδώ, κονκάρδες, μπλούζες φαντεζί
σας κάναμε να σας θυμόμαστε όλοι.
Κώστας Σφενδουράκης
Κεμάλ Γκεβάρα Γκάντι Βελουχιώτη
τώρα είναι υπό το κράτος των δειλών...
αυτόν τον κόσμο δείτε τον προδότη.
Αυτός ο κόσμος άλλαξε παιδιά!
όπως ονειρευτήκατε; όχι, όμως
μας έλειψε η δική σας η καρδιά
και δεν αντέχει τους σταυρούς ο ώμος.
Αυτός ο κόσμος άλλαξε κι εσείς
χαμένοι κάπου μες στην Ιστορία
σαν ήρωες επανάστασης μισής
που την μισή την πήρε η εφορία.
Τώρα σ' ένα τραπέζι είστε μαζί
διαλέγεστε αιώνια ονειροπόλοι
κι εδώ, κονκάρδες, μπλούζες φαντεζί
σας κάναμε να σας θυμόμαστε όλοι.
Κώστας Σφενδουράκης
Άφεση
Η μοίρα μου έστησε παγίδα
την ομορφιά μου 'δειξε πέρα
σαν πεταλούδα στον αέρα
να πνίγεται στη καταιγίδα.
Μα έκανα την καρδιά πυξίδα
το όνειρο λευκή παντιέρα
είπα την θάλασσα μητέρα
και την ταξίδεψα μ' ελπίδα.
Σ' ανατολή βορά σε δύση
σε νότο, ορίζοντες απλώνω
με ένα σκοπό να έχω μόνο:
η μοίρα να μη μ' οδηγήσει
μέχρι να την αφήσω πίσω
την ομορφιά να κατακτήσω.
Κώστας Σφενδουράκης
την ομορφιά μου 'δειξε πέρα
σαν πεταλούδα στον αέρα
να πνίγεται στη καταιγίδα.
Μα έκανα την καρδιά πυξίδα
το όνειρο λευκή παντιέρα
είπα την θάλασσα μητέρα
και την ταξίδεψα μ' ελπίδα.
Σ' ανατολή βορά σε δύση
σε νότο, ορίζοντες απλώνω
με ένα σκοπό να έχω μόνο:
η μοίρα να μη μ' οδηγήσει
μέχρι να την αφήσω πίσω
την ομορφιά να κατακτήσω.
Κώστας Σφενδουράκης
Ευρώπη
Ευρώπη των λαών
ανάμεικτων φυλών
πυρετωδώς την σέρνουν ηγετίσκοι.
Θηρίο ο αιών
ονύχων απαλών
ξεσχίζοντας να μένουν μόνον ίσκιοι.
Κορμιά υποταγής
χαμένα ανασφαλή
κανάλια τους συντάσσουνε τον λόγο.
Όσοι είναι της φυγής
" παγκόσμια απειλή "
ποντάρισμα στης εξουσίας τον τζόγο.
Μια κόρη βασιλιά
τον Μίνωα γεννά
αγαπημένη, έρωτας του Δία...
Τώρα έγινε αγκαλιά
της Μήδειας που πονά
μα θα την ζήσει όλη την τραγωδία.
Κώστας Σφενδουράκης
ανάμεικτων φυλών
πυρετωδώς την σέρνουν ηγετίσκοι.
Θηρίο ο αιών
ονύχων απαλών
ξεσχίζοντας να μένουν μόνον ίσκιοι.
Κορμιά υποταγής
χαμένα ανασφαλή
κανάλια τους συντάσσουνε τον λόγο.
Όσοι είναι της φυγής
" παγκόσμια απειλή "
ποντάρισμα στης εξουσίας τον τζόγο.
Μια κόρη βασιλιά
τον Μίνωα γεννά
αγαπημένη, έρωτας του Δία...
Τώρα έγινε αγκαλιά
της Μήδειας που πονά
μα θα την ζήσει όλη την τραγωδία.
Κώστας Σφενδουράκης
Σαν παραμύθι
Μέσα σε δάση απέραντα
με δέντρα σαν θηρία
κάπου στης γης τα πέρατα
γεννιέται μια ιστορία.
Εκεί όσοι υπήρχανε
χιλιάδες πριν αιώνες
δε γνώριζαν δεν είχανε
νόμους ούτε κανόνες.
Μια ιστορία αληθινή
μα μοιάζει παραμύθι
την εποχή τη λίθινη
που υπήρχαν άλλα ήθη.
Ζούσε ένας γίγαντας που λες
ανάμεσα στα ζώα
μακριά απ’ ανθρώπινες φυλές
καρδιά παιδιού αθώα.
Είχε ένα σπίτι στο βουνό
τεράστιο από κοτρώνες
που έφτανε ως τον ουρανό
να βγάζει τους χειμώνες.
Μια ιδέα πράγματι σοφή
σκοπός του είχε γίνει
για να μαζεύει την τροφή
ποτέ να μην ξεμείνει.
Για μια αποθήκη κόπιαζε
μερόνυχτα με πίστη
κι έγινε τόση πο’ μοιαζε
τεράστιου ουρανοξύστη.
Από μακριά το κοίταζαν
οι άνθρωποι ετούτο
το κτίριο και είκαζαν
πως μέσα θα ‘χει πλούτο...
Κι ας το κρατούσε μυστικό
αυτοί έχουν τόσους τρόπους!...
Εξάπτει το δελεαστικό
τη σκέψη στους ανθρώπους.
Είχε μαζέψει μέσα μια
μεγάλη περιουσία
τροφή να βγάλει τη χρονιά
κι ότι άλλο είχε αξία.
Το έμαθαν και σκέφτηκαν
στα μέρη του να τρέξουν
κι έτσι τον επισκέφτηκαν
με στόχο να τον κλέψουν.
Οταν τους είδε από μακριά
με όπλα ήταν ζωσμένοι
κι η αγαθή του η καρδιά
έτρεμε φοβισμένη.
Τον πιάσανε και ουρλιάζανε
τον κάνανε κομμάτια
άγρια θηρία μοιάζανε
στα άδολά του μάτια.
Κι όταν τελειώσαν ο αρχηγός
λέει στο γιό του : «Γιέ μου
πάρε του γίγαντα το βιός
σαν λάφυρο πολέμου».
Πάει ο γίγαντας λοιπόν
δεν έκανε απογόνους
χάθηκε εκεί στο παρελθόν
πριν χίλιους μύριους χρόνους.
Μα είμαστε εμείς απόγονοι
εκείνων των ανθρώπων
όχι βεβαίως πρωτόγονοι
μα κληρονόμοι τρόπων.
Με ίδιο τρόπο εκφράζουμε
τη ζήλια και τον φθόνο
για λίγα δεν διστάζουμε
διαπράττουμε και φόνο.
Ιδιος ο τρόπος αρπαγής
και κάθε μίσους πράξη
η ανθρωπότητα επί γης
ποτέ δεν θα αλλάξει.
Κώστας Σφενδουράκης
με δέντρα σαν θηρία
κάπου στης γης τα πέρατα
γεννιέται μια ιστορία.
Εκεί όσοι υπήρχανε
χιλιάδες πριν αιώνες
δε γνώριζαν δεν είχανε
νόμους ούτε κανόνες.
Μια ιστορία αληθινή
μα μοιάζει παραμύθι
την εποχή τη λίθινη
που υπήρχαν άλλα ήθη.
Ζούσε ένας γίγαντας που λες
ανάμεσα στα ζώα
μακριά απ’ ανθρώπινες φυλές
καρδιά παιδιού αθώα.
Είχε ένα σπίτι στο βουνό
τεράστιο από κοτρώνες
που έφτανε ως τον ουρανό
να βγάζει τους χειμώνες.
Μια ιδέα πράγματι σοφή
σκοπός του είχε γίνει
για να μαζεύει την τροφή
ποτέ να μην ξεμείνει.
Για μια αποθήκη κόπιαζε
μερόνυχτα με πίστη
κι έγινε τόση πο’ μοιαζε
τεράστιου ουρανοξύστη.
Από μακριά το κοίταζαν
οι άνθρωποι ετούτο
το κτίριο και είκαζαν
πως μέσα θα ‘χει πλούτο...
Κι ας το κρατούσε μυστικό
αυτοί έχουν τόσους τρόπους!...
Εξάπτει το δελεαστικό
τη σκέψη στους ανθρώπους.
Είχε μαζέψει μέσα μια
μεγάλη περιουσία
τροφή να βγάλει τη χρονιά
κι ότι άλλο είχε αξία.
Το έμαθαν και σκέφτηκαν
στα μέρη του να τρέξουν
κι έτσι τον επισκέφτηκαν
με στόχο να τον κλέψουν.
Οταν τους είδε από μακριά
με όπλα ήταν ζωσμένοι
κι η αγαθή του η καρδιά
έτρεμε φοβισμένη.
Τον πιάσανε και ουρλιάζανε
τον κάνανε κομμάτια
άγρια θηρία μοιάζανε
στα άδολά του μάτια.
Κι όταν τελειώσαν ο αρχηγός
λέει στο γιό του : «Γιέ μου
πάρε του γίγαντα το βιός
σαν λάφυρο πολέμου».
Πάει ο γίγαντας λοιπόν
δεν έκανε απογόνους
χάθηκε εκεί στο παρελθόν
πριν χίλιους μύριους χρόνους.
Μα είμαστε εμείς απόγονοι
εκείνων των ανθρώπων
όχι βεβαίως πρωτόγονοι
μα κληρονόμοι τρόπων.
Με ίδιο τρόπο εκφράζουμε
τη ζήλια και τον φθόνο
για λίγα δεν διστάζουμε
διαπράττουμε και φόνο.
Ιδιος ο τρόπος αρπαγής
και κάθε μίσους πράξη
η ανθρωπότητα επί γης
ποτέ δεν θα αλλάξει.
Κώστας Σφενδουράκης
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)