«Θέλουν να σας κάνουν καλά. Αλλοίμονο, εκεί φτάνει ο παραλογισμός των λογικών. Καλά, δηλαδή να γυρίσετε πίσω, έξω στην τέφρινη πραγματικότητα, να ξαναδήτε πίσω με την κρίσι του ακέραιου μυαλού την πιο αβάσταχτη, την πιο αρμολογημένη αλλόφρονη λογική της ζωής που σκοτώνει την ανθρώπινη καρδιά. [...] Μα τι θα βάλετε στη θέση του οράματος εσείς οι λογικοί; [...] Καλοπροαίρετοι γιατροί μου, αν επιμένετε να με γιατρέψετε από κάτι, γιατρέψτε με από την λογική».

Ρώμος Φιλύρας από το δρομοκαΐτειο

Θέαινα

Στάσιμης γενιάς σκοτεινό κανάλι
πάνω στον βωμό το αίμα είναι πηκτό
μένει απ' το σφαχτό μόνο το κεφάλι
τρέφονται μ' αυτό τα όρνεα των οκτώ.

Τούτο το γυαλί παραισθήσεων ζάλη
όσο πιο πολύ μένει ανοικτό
τόσο θα ενταθεί των κενών η πάλη
μέχρι να χαθεί κάθε τι υπαρκτό.

Θελκτική θεά δέξου τη θυσία!
ακατάπαυστη τούτη η τελετή
με οργασμούς νεκρούς κάθε συνουσία

μα καρποφορείς της ψευτιάς το φάσμα
μέσα για να μπουν όλοι σου οι πιστοί
γυάλινη θεά, ω άφθαρτο πλάσμα!


Κώστας Σφενδουράκης

Το θέατρο

Το θέατρο τούτο πάσχει από αναιμία
και καταλήγει ωχρή η κάθε πράξη
των θεατών προσμένει η νηνεμία,
μάταια εν' άνεμο να την ταράξει.

Μιας τραγωδίας αρχαίας καρικατούρα
το σκηνικό μια σήψη αιώνων όζει
και κάθε θεατής μοιάζει φιγούρα,
σκιά απ’ την παρέα του καραγκιόζη.

Των ηθοποιών οι διάλογοι του κώλου,
επαναλαμβανόμενες οι ατάκες,
στα καμαρίνια μεταξύ τους λένε:

"ξέρουμε πως δεν φταίμε εμείς καθόλου∙
πληρώσαν να μας δούνε οι μαλάκες,
επέλεξαν αυτό που τώρα κλαίνε".


Κώστας Σφενδουράκης

Eσπεpiδεs

Τελειώνει πληβείος ο τρόπος-το θέρος αφρός
Εκεί που κοιτάζεις αργούν να σωπάσουν τα ρήματα
Φρικτά φοβισμένος-καθρέφτης μιας νύχτας τεφρός
Την τρέλα ανιχνεύουμε να γράφουμε ποιήματα

Πήγα στα κύματα ξεπλύναν υπόγεια
Χαράζω στο δέντρο τον κήπο ποτίζεις
Ασπαίροντας έσπασαν ποτάμια τα λόγια
Ανάπηρο επίγειο χαρά μού κοστίζεις

Φουσκώνει η κλεψύδρα μα πέφτει η άμμος χρυσή
Ατμόπλοιο ο κίνδυνος με ερέτη σπασμένο τα Μέθανα
Ραγίζει το γράμμα τη φλέβα-αίμα αργό θαλασσί
Φιλάνθρωπη ρέμβη από τότε που πέθανα

Έκλαιγε δίπλα μου αθώος και φταίκτης
Ανάλαφρος ίσκιος με μονότονη στίξη
Ιστόρησε χνάρια από νότες της Έκτης
Πουκάμισο που ήθελε μ’ανάσα ν’ανοίξει

Νικήθηκε ο πόνος ενάμιση μήνα λυτός
Θνητός τελικά ο παράδεισος σβήνει ονόματα
Βαθαίνει ως το αδιάβαστο πένθιμο ο λωτός
Τελείες ρουφήχτρες διψάνε για κόματα

Νήπια τα μάτια σου κι η ζώνη κλεμένη
Ρωτώ για χρυσόμηλα-απαντούν οι Ατρείδες
Μονόπρακτα γύρισε η σελίδα καμένη
Σταμάτησε η έρημος στις Εσπερίδες

Υπέγραψες είδωλα-πρόσωπα αιχμάλωτα εκεί
Μυστήριο νερό αγριεύει της Νύμφης το πέραμα
Διαγράφει τον θρίαμβο κύκλο μ’οργή δανεική
Ερύθεια Αρεθούσα Αίγλη Εστία-τις έρανα

Κατάφωρη εξαίρεση κατάφωρη δίνη
Το τραύμα ερμήνευε κυανό σαρκοβόρο
Η πρώτη εικόνα μια αχυρόστρωτη κλίνη
Μας βάζει αναπάντεχα στην τελευταία Ζωφόρο


Χαριτίνη Ξύδη

Αναμνήσεις

Ω! Περπατάτε μέσα μου και ξέρετε
πότε γλυκές εικόνες να μου φέρετε
αέναες και στην ανατριχίλα τους
αειθαλείς, με πάνω όλα τα φύλλα τους.

Φευγάτες στης ζωής μου τα καμώματα
γυρνώντας με γεμίζετε μ’ αρώματα
και χρώματα που αλλάζουν μεσ’ τη ζάλη μου
απ’ το ποτό σας που 'ναι στο κεφάλι μου.

Και πάντα όταν λείπετε κενότητα
μου λείπει απ’ το συναίσθημα η αγνότητα
στις σκοτεινές μου σκέψεις μέσα χάνομαι
κι ενώ ζω τη ζωή δεν την αισθάνομαι.

Κάθε μια από σας λευκή και όμορφη
στου νου μου στων θεών μου το βουνό μορφή
με μήνυμα "το πνεύμα είν' αθάνατο"
μέσα από σας θα χαιρετώ τον θάνατο.


Κώστας Σφενδουράκης

Μια μαντινάδα μοντέρνα να πεις, στον φίλο μου Κώστα

Για δες καλέ μου φίλε εσύ ,Κώστα Σφενδουράκη,

για δες, τα ξημερώματα πως μας σημαδεύουνε ώσπου να απωθάνουμε όρθιοι,

για ιδές την Κρήτη και την Αμοργό!

Πως την σημάδεψαν για πάντα οι θεοί που συνοδεύουν τον εωσφόρο,

και πως εγώ η αδύναμη ,να πω , αχ,το φως του το κατέχω,

όλα τα νησιά μαθές θα με περιγελούνε,

πως δεν κατέχω τίποτις, θα πούνε γαργαλιστά,

όμως εγώ βαθιά μέσα μου αντικρύζω το φώς,

κι όλο έρχεται από την Κρήτη στην Αμοργό,

συνέχεια το συναντάω,

κι έχω μάτια Ροβινσώνα από νησιά,

τα βλέπεις; τα φοράω,

όλα να είναι όμορφα στην ζωή σου φίλε μου,

Κώστα εσύ με το υπέροχο σκυλί σου,

υπέροχη κι η θωριά σου,

κι εγώ ένας απλός φίλος σου αδύναμος να περιγράψω την καρδιά σου,

αυτήν θα την περιγράψουνε ανάγλυφα οι στιγμές του χρόνου,

όμως κι εγώ αχ, πως ονειρευόμουνα με τον Προύστ να την κορφολογήσω,

κι αν ήταν δυνατόν έτσι διάτρητη να στην εχαρήσω,

καλέ μου φίλε, καλό καλοκαίρι να χεις πιό,

να μην σε συζητάνε, άλλοι από νεράιδες και ξωτικά σε μεθυσμένο αρακλό και αγαπητό για πάντα..


Πόπη Συνοδινού


Σ' ευχαριστώ απ' την καρδιά μου Πόπη...

Μετανάστες

Κορμιά χαμένα και κυρτά
σαλεύουνε σε υγρά υπόγεια
εκεί που ο χρόνος σταματά
εκεί που δεν χωράνε λόγια.

Κάθε κορμί και μιας γωνιάς
ο στριμωγμένος ιδιοκτήτης
υπό αίρεση της γειτονιάς
η υπομονή και η ανοχή της.

Τα μάτια πάνω κοφτερά
λεπίδια όταν τους κοιτάνε
τα πληγωμένα τους φτερά
τους κόβουνε να μη πετάνε.

Αλλάζουν τόπους συνεχώς
ψάχνοντας φως ή ένα σημάδι
γι’ αυτούς ο κόσμος δυστυχώς
είν’ ο προάγγελος του Άδη.

Άπατρεις μιας ζωής μικρής
τους ξεγελά ότι θα τους δώσει
μα πριν λαλήσει ο αλέκτωρ τρις
η ίδια η ζωή θα τους προδώσει.


Κώστας Σφενδουράκης

Οδοιπορικό

Σε δρόμους σιωπηλούς οδεύει η κόρη
κλεισμένη μες στα όνειρά τους δίχως
το σώμα της να υψώνεται σαν τοίχος
μα να 'ναι της ψυχής το πανωφόρι.

Στα μάτια την κοιτούν συνοδοιπόροι
το ποίημα της βουβό κι ο κάθε στίχος
τροφή - δεν τους χρειάζεται ο ήχος
θα ψέλνουν τα πουλιά - αγγελιοφόροι.

Εκείνοι την ονόμασαν Ελπίδα
"ανάξια λόγου" είπαν κάποιοι άλλοι
προσπέρασαν κουνώντας το κεφάλι...

Μα όσοι ακολούθησαν -τους είδα-
ακούραστοι συνέχισαν κι ακόμη
ανοίχτηκαν μπροστά τους άλλοι δρόμοι.


Κώστας Σφενδουράκης

Πέφτει Βροχή


Πέφτει βροχή
Πέφτει βροχή
Στο πρόσωπό μου πέφτει
Πέφτει βροχή
Πέφτει βροχή
Στου κόσμου τον καθρέφτη.
Πέφτει βροχή
Πέφτει βροχή
Σ΄Ανατολή και Δύση
Πέφτει βροχή
Πέφτει βροχή
Κι ο ήλιος έχει σβήσει.

Έβγα στο σκοτάδι και περπάτα
Κι ας μη θέλουν οι θεοί
Έχεις ήλιο τα ζεστά σου νιάτα
Έχεις ήλιο τη ζωή.
Έχεις ήλιο τα ζεστά σου νιάτα
Έχεις ήλιο τη ζωή
Έβγα στο σκοτάδι και περπάτα
Κι ας μη θέλουν οι θεοί.

Πέφτει βροχή
Πέφτει βροχή
Ο ουρανός μολύβι
Πέφτει βροχή
Πέφτει βροχή
Κι η νύχτα κάτι κρύβει.
Πέφτει βροχή
Πέφτει βροχή
Την ώρα που σου γράφω
Πέφτει βροχή
Πέφτει βροχή
Και στου Χριστού τον τάφο.

Έβγα στο σκοτάδι και περπάτα
Κι ας μη θέλουν οι θεοί
Έχεις ήλιο τα ζεστά σου νιάτα
Έχεις ήλιο τη ζωή.
Έχεις ήλιο τα ζεστά σου νιάτα
Έχεις ήλιο την ζωή
Έβγα στο σκοτάδι και περπάτα
Κι ας μην θέλουν οι Θεοί.

Έχεις ήλιο τα ζεστά σου νιάτα
Έχεις ήλιο την ζωή
Έβγα στο σκοτάδι και περπάτα
Κι ας μην θέλουν οι Θεοί.


Νίκος Γκάτσος

Ανασφάλεια...

Φοβάμαι μη ξυπνήσω ένα πρωί
χωρίς στα χείλη να 'χω ένα στίχο
και δίχως πια να ακούω αυτόν τον ήχο
σαν φύλλο της καρδιάς μου που θροεί.

Φοβάμαι μήπως έρθει μια στιγμή
και νιώσω ότι τα μάτια έχουν στεγνώσει...
ανώφελη, ξερή του πόνου γνώση
θα γίνουν δίχως δάκρυ οι στεναγμοί.

Φοβάμαι αν ξημερώσει μιαν αυγή
κι η νότα της ζωής μου αλλοιωμένη
να φτάνει στη φωνή μου και να βγαίνει

σαν ράθυμη κι ανώφελη κραυγή.
Φοβάμαι μη με βρει εκείνη η μέρα
να ψάχνω τη ψυχή μου στον αέρα...


Κώστας Σφενδουράκης

Της Πλατείας...

Πέρασα χθες απ' την πλατεία
είδα σουβλάκια, καλαμπόκια, είδα μπύρες και νερά
γεμάτα από πελατεία
ανάμεσα σε συνθημάτων και βουλής τα ιερά.

Η επανάσταση αστεία
ένας αλήτης σε μιαν άκρη είχε και κάτι τυχερά
δεν γνώριζε όμως την αιτία
όλα του μοιάζουνε γελοία, όλα τα βρίσκει ανιαρά.

Κάποιοι με είδαν για συντρόφι
και μου χτυπήσανε την πλάτη χρίζοντας με αγωνιστή
μα εκεί συνάντησα τη Σόφη
στην πλατεία τριγυρνούσε μήπως βρει να ξεσκιστεί.

Πάμε πλατεία έχει πλάκα
εσύ θα πας να αγανακτήσεις όσο θέλεις για ό,τι θες
κι εγώ θα κάνω τον μαλάκα
μέχρι να ξαναβρώ τη Σόφη να συνεχίσουμε από χθες.


Κώστας Σφενδουράκης

Οδύνη

Η πιο βαθιά οδύνη
στενεύει τα όριά του
βλέπει, το μέλλον φθίνει...
Θολό απ' τα δάκρυά του.

Το όνειρό του δίνη
ρουφάει το μυαλό του.
Μετράει με κομποσκοίνι
τις μέρες του ασώτου.

Δεν έχει που να πάει
σαν ένα περιστέρι
μονάχο, δίχως ταίρι

και σέρνεται στα χάη
οπού δεν έχει δρόμο.
Όπου δεν έχει δρόμο...


Κώστας Σφενδουράκης

Ο Κήπος της Λήθης (της Πόπης Συνοδινού)

Τον εβλεπε απο μακρια να πλησιαζει προς το μερος της και ο ηλιος της
τυφλωνε τα ματια. Την χτυπουσε κατασαρκα, ομως αφεθηκε να ζεσταινει
την πλατη της και να παρακολουθει τον αγνωστο αντρα να πλησιαζει πιο πολυ.
Διεσχισε τα πυκνα δεντρα και τους ανθισμενους θαμνους του μεγαλου κηπου,
ειχε κατι το μεγαλειωδες στις κινησεις του. Σαν να περπατουσε διασχιζοντας
την αποσταση αναμεσα σε νεκρους στρατιωτες. Τον φανταζοταν να φορα
μια βασιλικη κορωνα, τον φανταζοταν σαν να ηταν ο μοναδικος που επεζησε
σε μια μαχη που ειχε αιμα και διαρκεια. Της αρεσε αυτο το κατι το αγερωχο
πανω του. Ηταν πολυ ψηλος, τωρα πια η αποσταση ηταν μικρη. Μπορουσε να
δει το προσωπο του, ειχε κατι απο λυπη και εκπληξη μαζι. Ματια μεγαλα
και καταμαυρα. Φυτεμενες μεγαλες βλεφαριδες και μυτη ισια και καπως
τραβηγμενη στο μακρος. Χειλη ανισα, το κατω χειλος πιο παχυ απο το επανω.
Οι ακρες του στοματος τραβηγμενες σε μια λεπτη ειρωνεια. Ενιωσε πως μετα
απο τοσο καιρο μπορουσε να αφησει την ζωη της στα χερια καποιου αλλου...
-Καλημερα σας, τι κανετε καλη μου; της ειπε καθως ηταν μπροστα της ευθυς
και μεγαλος σαν ενας πευκος. -Πολυ καλα, σας ευχαριστω, απαντησε και εβαλε
τα χερια επανω απο τα ματια της να μπορει να δει πιο καθαρα την μορφη του
καθως την τυφλωνε ο ηλιος. Κοιταξε τα χερια της και το μπλε τετραδιο
αφημενο στα ποδια της. -Γραφετε; γραφετε σιγουρα καιρο. -Πως το καταλαβατε;
εκανε εκεινη απορημενη. -Πως γραφετε καιρο; -Ναι, αυτο ακριβως.
-Ω, αγαπητη μου, φαινεται πως ξερετε να παρατηρειτε γυρω σας βαθια τα
πραγματα. Ακομη εχετε κεινη την εξυπναδα στα ματια που δεν εχουν οι
συνηθισμενοι ανθρωποι, αυτο που εχουν κεινοι που ζωγραφιζουν και γραφουν.
-Α, μαλιστα, εκανε εκεινη και χαμηλωσε τα ματια καθως αγρια αρχιζε να χτυπα
η καρδια της. Πρωτη φορα της συνεβαινε αυτο στα τριαντα της χρονια.
-Πειτε μου, θελετε να παμε εναν μικρο περιπατο, να βρουμε ενα σημειο
που δεν θα κουραζονται τα ματια μας απο τον ανελεητο ηλιο;
-Ασφαλως, εκανε κεινη και πεταχτηκε πανω με την ελαφραδα που εχει ενα ζαρκαδι.
Καθως περπατουσαν μυριζαν ηδη ο ενας τον αλλο. Μια γλυκια σιωπη τυλιγε
το μεταξι της αναμεσα τους. ΔεΝ χορταινε τον βηματισμο του, τοση αρχοντια
και φινετσα ισως να μην ειχε ξαναδει σε εναν αντρα. -Ερχεστε καιρο εδω;
την ρωτησε ακουμπωντας ποτε ποτε το κορμι της με το δικο του. Ισα ισα οσο
χρειαζοταν για να νιωσει την καρδια της να φτερουγησει σαν πουλι.
-Δεν θυμαμαι, πρεπει να ναι καιρος, εσεις; -Ουτε κι εγω, δεν δινω σημασια
στον χρονο με αποτελεσμα να ξεχνω την χρονικη λεπτομερεια. Εχω πεταξει
εδω και καιρο το ρολοι. Εσεις φορατε ρολοι; ρωτησε κι επιασε το αριστερο της
χερι φυλακιζοντας το στην μεγαλη του χουφτα. Κι επειτα αρχισε να φιλα
ενα ενα τα δαχτυλα με την λεπτοτητα που διαθετει ενα φτερο απο παγονι.
-Ουτε εγω φοραω, ειπε εκεινη και συρματινες δονησεις συγκινησης
πηρουνιαζαν το κορμι της. -Ξερετε σας ξεχωρισα απο μακρια, δεν εχετε
καμμια σχεση με αυτους που συχναζουν εδω. -Δηλαδη; τι εχουν οι αλλοι;
-Μμμ..ειναι ανθρωποι γκριζοι, δεν μου προκαλουν κανενα ενδιαφερον. Ειναι
αχρωμοι και αοσμοι. -ΝΑΙ, εχετε δικαιο, συμφωνω απολυτα μαζι σας. Με τι
ασχολειστε αληθεια;Και πως ειναι το ονομα σας; -Ειμαι μουσικος, πιανιστας.
Αυτην την εποχη ξεκουραζω τα χερια μου και προσπαθω να ανσυνταξω την σκεψη
μου σε ενα εργο που το αρχισα πριν δυο χρονια. Ξερετε περασαν τα δαχτυλα
μου μια περιοδο αγχους. Θα ξερετε ασφαλως πως υπαρχει αυτο σαν κατασταση
στους πιανιστες, ετσι δεν ειναι; -Οχι, δεν το ηξερα. Μα δεν μου ειπατε
το ονομα σας... -Ας αφησουμε τα ονοματα και τον χρονο εξω απο εμας
αγαπητη μου. Εχουμε πιο σημαντικη αποστολη να επιτελεσουμε. ΔΕν βοηθουν
τα ονοματα σε αυτο. -αΠΟΣΤΟΛΗ; τι ειδους αποστολη; -Να γνωριστουμε βαθια,
υπαρχει κατι πιο ωραιο απο αυτο; -Πως τα καταφερνετε και μονο ασφαλως
και συμφωνω να λεω αντι για απαντηση; τον ρωτησε και σταματησε να περπατα.
Τον κοιταξε καταματα. -Ειναι που το μυαλο μας συμφωνει, αυτο μοναχα.
Αληθεια ποσο σπανιο να συμφωνουν οι ανθρωποι! περνουν χρονια μαζι
πιστευοντας πως συμφωνουν και μετα μεσα σε ενα λεπτο ανακαλυπτουν πως ποτε
δεν συμφωνουσαν πραγματικα. Απλα μοιραζονταν τον χρονο τους. Οπως εκαναν
τοσα χρονια η μητερα κι ο πατερας μου.. Αληθεια δεν σας θλιβει αυτη η
διαπιστωση; -Απολυτα με θλιβει, ναι, γι αυτο κι εγω εδω και χρονια
δεν θελω παρα μονο την παρεα με τον εαυτο μου. Δεν χρειαζομαι να μοιραζομαι
τον χρονο μου. -Υποθετω ομως πως αυτο το κενο το καλυπτετε γραφοντας ε;
οπως κι εγω το καλυπτω με το πιανο μου. -Ναι, φυσικα. ΜΑ θεε μου, μου
ρουφηξατε τις λεξεις, εχει συμπηκνωθει το λεξιλογιο μου ξαφνικα.
Την επιασε αγκαζε. -Θα μπορουσα να μιλαω εγω για εσας κι εσεις να παιζετε
στο πιανο αντι για μενα. Ετσι δεν θα γνωριζαμε απολυτα μονο ο ενας τον αλλο
αλλα θα γινομασταν ενα. Παντα ηθελα να το κανω αυτο με μια γυναικα.
-Ειναι υπεροχο αυτο που λετε. Αληθεια, ποσο καιρο παιζετε πιανο;
-Μα απο μικρο παιδι. Η μητερα μου ειχε μεγαλη αγαπη με την μουσικη, αυτη με
εβαλε στον κοσμο της μουσικης και παντα με ενθαρρυνε. Μονο ο πατερας ειχε
παντοτε αντιρρησεις. -Και τις εχει ακομη; -Οχι πια, απο την στιγμη που
εδωσα ενα μεγαλο κονσερτο στην Βιεννη σταματησε. Βεβαια κι εγω απο τοτε
σταματησα να σχολουμαι μαζι του. -Ειναι λιγο λυπηρο αυτο, να μην
καταλαβαινουν οι γονεις τους ποθους των παιδιων τους. -Ναι φυσικα. Μα δεν
μπορουν να γινουν ολοι γονεις....ειχε μια λυπη μεσα στα λογια του που εκεινη
το ενιωσε αμεσως. Εφτασαν στην συστοιχια των πευκων. Ο αερας ξαφνικα δροσισε
με την αυρα του τα προσωπα τους και οι πεσμενες βελονες τους αρωματισαν
λεπτα την ατμοσφαιρα. Καθισαν κατω απο τον ισκιο ενος μεγαλου δεντρου. Για
ωρα δεν μιλουσαν, ακουγαν απλα την ανασα ο ενας του αλλου προπσαθωντας και
οι δυο να μην κανουν κατι που θα διαταραξει την ομορφια της στιγμης. Πρωτος
μιλησε αυτος. -Νιωθω πως σας ξερω, πως σας ηξερα πριν σας δω, το βρισκετε
παραξενο; -Το βρισκω συγκλονιστικο. Εγω σας εβλεπα να ερχεστε κοντα μου και
νομιζα πως σας εχω ξαναδει καπου σε μια περασμενη μου ζωη... -Ειναι υπεροχο
αυτο, και τι εικονες σας ηρθαν; ειχατε καποια εικονα, η απλα ειχατε την αισθηση;
-Να, ηταν σαν να ειχατε επιζησει μονο εσεις απο καποια μαχη και σαν να
εισασταν βασιλιας. ΜπΟΡΟΥΣΑ ΝΑ ΔΩ τους πεσμενους στρατιωτες διπλα στα ποδια σας..
Τοτε ο αντρας αρχισε να κλαιει. Εντελως ξαφνικα. ΕΒΑΛΕ ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΤΟΥ ΣΤΑ
ΧΕΡΙΑ ΤΟΥ κι αρχισε να κλαιει. Στην αρχη ηταν ενα σιγανο κλαμα. Μετα πηρε να
γινεται θρηνος. Τρανταζοταν ολο του το σωμα. Κλαμματα και κραυγες ασχηματιστες.
Η γυναικα τον αγκαλιασε φωναζοντας του να σταματησει. -Σας παρακαλω,
σταματειστε, φωναζε. Δεν μπορω να βλεπω τους αλλους να κλαινε , ποσο μαλλον εσας.
Μου σπαραζετε την καρδια. Του επιασε τα χερια και τα φιλαγε με λυσσα.
Αυτος ομως ουρλιαζε πια. Μεσα απο τις αναθρες κραυγες μπορεσε να καταλαβει πως
αυτη η εικονα τον βασανιζε απο μικρο. Πως εβλεπε απο παιδι να ειναι βασιλιας
και να περπατα σε μια πεδιαδα πλημμυρισμενη αιμα με χιλιαδες στρατιωτες
πεσμενους στα ποδια του. Ακομη ελεγε πως εφταιγε αυτος, αυτος δεν υπολογισε
σωστα και ηταν η αιτια να χαθουν τοσες ζωες... Η γυναικα εκλαιγε μαζι του
γεματη συγκινηση. Δεν μπορουσε να ελεγξει την τοση συγκινηση...
Ειχε συγκλονιστει απο αυτο που τους συνεβαινε. Πιαστηκαν κατω απο το δεντρο
αγκαλια και εγιναν σαν ενα ομικρον. Μεγαλος σπαραγμος. Θρηνος δυνατος σαν
βουνο που μολις μετακινηθηκε. Ματια πληγιασμενα λες και χιλιαδες πευκοβελονες
τρυπουσαν το ασπρο των ματιων τους. Κι ενας μεγαλος πονος στον λαιμο.
Και στο στηθος. Κι ενα μαυρο συννεφο να τους εμποδιζει να δουν τα προσωπα τους..
Δεν ειδαν πισω τους την γυναικα και τον αντρα να πλησιαζουν τρεχοντας..
Φορουσαν ασπρα ρουχα. -Υποτροπιασε ο πιανιστας, φωναζε η γυναικα. -Ναι, τρεχα
εσυ να φωναξεις τον καθηγητη, Φυγεεεεε, της φωναξε καθως ηταν ηδη κοντα
στο πεσμενο ζευγαρι. Εβαλε τα χερια του επανω στους ωμους του τρυφερα.
-Ελα, ηρεμησε παμε επανω στο δωματιο σου, του ειπε γλυκα. Κι ο πιανιστας λες
και μαλακωσε στην στιγμη. -Θα ρθει και αυτη μαζι μου; ρωτησε με μια φωνουλα
παιδικη σχεδον. -θα ρθει, ναι, σηκω τωρα και σταματα να κλαις.Αντε σηκω!
Κι οι ανθρωποι σηκωθηκαν και περπατησαν στον νοσοκομο διπλα.
ΓΕΜΑΤΟΙ ΠΛΗΓΕς αορατες. Αυτες ειναι οι δυσκολες και οι αγιατρευτες, οι
αορατες πληγες. Ο καθηγητης επανω ειδοποιηθηκε απο την νοσοκομα. Εδωσε εντολη
να ετοιμασουν το δωματιο για το ηλεκτροσοκ. Ο πιανιστας επρεπε να κανει
ηλεκτροσοκ.. Η αλλη θα ξαναμπαινε παλι στο κλειστο δωματιο για καιρο.
Θα της αλλαζε τα φαρμακα. Αναθεματισε την ωρα που διαλεξε αυτην την δουλεια,
ξαφνικα ενιωσε τοσο κουρασμενος.. Τοσο κουρασμενος... -



Πόπη Συνοδινού

Καραβάνι

Φωσφόριζαν στο σκοτάδι-άτρακτοι σεληνάκατου
μικρές σπίθες απ’την ψυχή των αστεριών
απ’την ψυχή του πιο μυστικού θεού
μ’εκείνο το μπλε που κάνει τα στόματα φάρους
για όσα άρρητα φώτισαν στο πάντα και στο ποτέ
λέξεις αντίρροπες που μιλιούνται την ίδια στιγμή

Ακόμα δεν ακούγονταν ο παραμικρός ήχος
η νύχτα άλλωστε έχει τις δικές της ανάσες-ανεμόσκαλες
με μια κίνηση μωρού όταν πρωτοξυπνάει
στο ατέρμονο μαύρο τ’ουρανού της

Ήμασταν-λέει-σε καραβάνι
όλο τραγούδια και γέλια κι εωθινά μυστήρια
Σπαθιές και πέτρες εξόδια πάθη και γκρεμούς
όλα τα’χα ξεχάσει ή τα άφηνα σ’εκείνο το άσπρο
του γέλιου σου-πήγαινα πήγαινα μαζί του
Με είδες! Μην το αρνηθείς…
πηδούσα πάνω απ’τις φωτιές
στο κατάλευκο που μου άνοιγε δρόμο
Πέρα απ’τις σκιές-μακριά απ’τις αδειασμένες ελπίδες
συνειδητοποιούσα το λιώσιμο σ’ένα κοινό σώμα
σ’ένα ζεϊμπέκικο τραγούδι τον ψαλμό
την απονιά στο ποτέ
την πίστη στο πάντα
-ναι- σ’έναν αμανέ μαζί καμιά φορά-

Κι έχει αυτό τη μοίρα του απρόοπτου
σαν ξεχασμένο εικόνισμα που
το χαϊδεύεις τρυφερά
σε μια εκκλησία ξερή μετά από πυρκαγιά
σαν μαγιάτικο στεφάνι που
το ξεχνάει ο καιρός
φορτωμένο λεπίδες γιασεμιού
στο όρος των ελαιών-στάχτη

Έτσι αγγίζουν πια τα χέρια μου
εικονίσματα όχι εικόνες
έτσι τραντάζεται η όσφρησή μου
από μύρα όχι περιττώματα
έτσι υπάρχει η γεύση μου
στ’αγιάσματα όχι στα ξερατά
έτσι αγγίζουν πια τα χέρια μου
όπως τα χείλια φιλάνε χείλια
μέχρι το λιώσιμο σ’ένα στόμα

Και λέω από κει ν’αρχίσω
να με πάρει ο ύπνος ο παντοτινός
μέσα στις φλέβες σου που σφιχτά
αγκαλιάζουν όλο το αίμα μου

Βροντάνε οι πόρτες πίσω μας
σε όσο πόνο ξεχάσαμε πως είναι
δικός μας


Χαριτίνη Ξύδη

Μετάλλαξη

Είμαι εγώ, είμαι εγώ, δεν είναι άλλος
αυτός που γέμιζε η ματιά του από σελήνη,
με μια ψυχή που 'χε ντυθεί αγγέλου κάλλος
με κάθε ανάσα κι έναν κόμπο του να λύνει.

Δεν είμ' εγώ, δεν είμ' εγώ αυτό που είπα
εγώ είμαι μόνο μια σκιά απελπισίας
τώρα η ματιά μου πια γεμίζει με μια τσίπα.
Εγώ είμαι της συνείδησής μου ο αντιρρησίας.

Μη με κοιτάς, μη με κοιτάς αγαπημένε
είμαι το μέλλον σου, του μέλλοντος η φρίκη
που την εικόνα σου κρατώ για δεκανίκι.

Θα σε κοιτώ μ' αυτά τα μάτια που θα κλαίνε,
για τη ζωή που πια δε θα γυρίσει πίσω...
Είσαι η φωτιά, θα σε ποθώ μέχρι να σβήσω!


Κώστας Σφενδουράκης

Όφις

Μες στη κοιλιά μου έχω ένα φίδι
φρόνιμο είναι, μεθοδικό
σέρνει τους δρόμους για το κακό
τις διαδρομές του δεν τις προδίδει.

Πριν έρθει η ώρα δόλια λουφάζει
άγνωστη μου 'ναι η αφορμή
την βρίσκει κι είναι αυτή η στιγμή
αργά κι αλύπητα να με ταράζει.

Τα σπλάχνα αρχίζει να μου τυλίγει
κι ύστερα σίζω απ' το λαιμό
τον κολασμένο του συριγμό
που απλώνει μέσα μου θανάτου ρίγη.

Εχω ένα φίδι μες στη κοιλιά μου
δεν το 'χω βάλει εγώ εκεί
φωλιά έχει φτιάξει να κατοικεί...
Αυτή η φωλιά του είν' η φωλιά μου!


Κώστας Σφενδουράκης

Απόκριση

Η ποίηση λοιπόν σε ποιον ανήκει
που στο δικό της -λέει- δε βάζει σπίτι
τον κάθε ποιητάκο τον αλήτη
γιατί δεν έχει να πληρώσει νοίκι;

Ποιος την κακοποιεί ποιος τη βιάζει
εκείνη που μας θρέφει σαν τη μάνα;
Ποιος την πουλάει σαν φθηνή πουτάνα
λέγοντας "ο σκοπός τα μέσα αγιάζει" ;

Την ποίηση κανένας δεν θα αρπάξει...
Απ' τα έγκατα γεννιέται ως την δόξα.
Παρθένα είναι ντυμένη στο μετάξι.

Δεν βρίσκεται στου καθενός την λόξα
στου κάθε ξιπασμένου το γινάτι...
Τα άλλα, υποκρισία και απάτη.



Κώστας Σφενδουράκης

Ήλεκτρο

Είναι τα μάτια σου ένας κόσμος ξωτικός
Άλλες φορές γίνονται υπόθεση του Άδη
Οίδημα αλήστου ταραχής αυτό το βράδυ
Φάνηκε ο Έρωτας βαρύς,τσεχωφικός

Υπάρχουν μέρες-λες-για μας στο μισημένο
Και κάπου ανάμεσα σ’αυτές, οι σημαδούρες
Τεκμήρια οι γρύλλοι τα βαρκάκια οι παρτιτούρες
Κάτι απ’τα μάτια σου διαρκώς μαστουρωμένο

Φάρος και σκήτη,ένας δρόμος στη Χαλκίδα
Σπιθοβολεί και μας γλιτώνει από το σκότος
Για τη χαρά που το μαζί γίνεται κρότος
Σπάει το φιλί, πάει τη στιγμή στην Ατλαντίδα

Η ανέμη τύλιξε τα δύστροπα,τα γνέθει
Μαζί με τρίλεπτες τροχιές αθανασίας
Από την άβυσσο ως την άκρη της Ασίας
Άπληστα ύδατα και ρίγος απ’ τη μέθη

Ό,τι μας βρίσκει και το βρίσκουμε στο θέλω
~Δεν φταίω εγώ που σ’αγαπώ μαστουρωμένα~
Φταίνε τα πρέπει και τα μη που’ναι απλωμένα
Σ’ένα σχοινάκι που όσο κόβεται ανατέλλω

Ό,τι χωρέσαμε το μπόρεσε η ανάσα
Εκεί αρχίσαμε να ζούμε αθωωμένα.
Δεν φταις εσύ που μ’αγαπάς μαστουρωμένα
Ούτε γι’αυτά που στη ζωή μας προσπεράσαν

Σηκώνω άγκυρα ξανά για τα ταξίδια
Από το ήλεκτρο επείγει ερριμμένο
Βλέμμα απόσκομο αρχαίο πεπρωμένο
Σε λάθη που ποτέ δεν θα’ναι ίδια
Σε λάθη που ποτέ ξανά δεν θα'ναι ίδια.

Είναι τα μάτια σου μια θάλασσα που ανήκει
Σε χέρια που από χθες είναι μπλεγμένα
Σκαρί λευκό με τα πανιά του ανοιγμένα
Με το κατάρτι του υψωμένο ως τη Νίκη.


Χαριτίνη Ξύδη

Καθαρότητα

Θυσιάζω τον πόνο
στο βωμό των ονείρων
στις αυλές των «σωτήρων»
πια σταυρό δε σηκώνω!

Και παιδεύω το πνεύμα
στου μυαλού το σχολείο
- ακυβέρνητο πλοίο
που το σέρνει το ρεύμα.

Με το βλέμμα αγνάντια
θα μου δείξει η αλήθεια,
(στης ψυχής μου τα μύχια
του ανθρώπου η κατάντια)

και θα διώξει τα πάντα
μόνο αυτή θ’ απομείνει
γύρω – γύρω εκείνη
στη καρδιά σαν γιρλάντα.


Κώστας Σφενδουράκης

Δυο νεκροί

Μαύρισε το ασημένιο το φεγγάρι
Στη θάλασσα το χάδι του είναι γκρι.
Σ'ένα παραθυράκι στο πατάρι
στέκονται,το κοιτάνε δυο νεκροί...
Οι καύτρες των τσιγάρων τους σαν φάροι.

Σκέφτονται ότι θα θέλανε να ζήσουν.
Ο ένας λέει στον άλλον νοερά
"δεν είσαι αυτό που θα'θελα να ήσουν",
κοιτώντας τον με οίκτο,τρυφερά.
Ίσως μπορούν τα μάτια να τον πείσουν.

Τώρα θα μείνουν στο πατάρι μόνοι.
Το ξέρουν,δεν θ'αλλάξει η εποχή,
μα ο ήχος των κυμάτων αφιόνι,
παραίσθηση που τη ζωή ηχεί.
Σε λίγο θα'πρεπε να ξημερώνει.

Όλα περνούν,δεν μένουνε για πάντα.
Παν τα τσιγάρα,έσβησαν κι αυτά.
Πρόσκαιρα τα όνειρα και τα κουμάντα,
πάγωσαν και τα δάκρυα τα καυτά.
Ίσως να μείνει μόνο αυτή η μπαλάντα...


Κώστας Σφενδουράκης

Αγοραίο

Πάρε,έλα πάρε πληροφορία
στου διαδικτύου τη λαϊκή
Πάρε,έλα πάρε,είναι ευκαιρία
Δες! είναι η σχέση μας απλοϊκή...

Είναι ευκαιρία και ξεπουλάμε,
σύμφωνοι οι όροι της αγοράς.
Ό,τι είναι σάπιο δεν το πετάμε,
είναι καρπός της δικής μας σποράς.

Πάρε αναγνώριση,πάρε φιλία.
Σάλιο χρειάζεται,όχι λεφτά,
μόνο να δώσεις παραγγελία,
να'ναι στα μέτρα σου και χωνευτά.

Πάρε,έλα πάρε κι από ξεφτίλα,
Ένα προφίλ που σε φτύνει ανφάς.
Του διαδικτύου είν' όλη η σαπίλα,
τζάμπα την έχουμε για να τη φας.

Πάρε,έλα πάρε,φίλιες σχέσεις,
είναι έτσι η όψη τους να σ'απατά.
Μεταλλαγμένες,πριν να τις χέσεις,
μην καταλάβεις πως είναι σκατά.


Κώστας Σφενδουράκης

Κανένας

Μη μου μιλάς, μη μου στέκεσαι, δεν είμαι κανένας.
Μες στο σαθρό το καπέλο σου δεν μπαίνω λαγός.
Είμαι μια τρίχα που γλίστρησε απ'τα δόντια της χτένας,
είσαι εσύ ξακουστός της τέχνης προαγωγός.

Μη μου μιλάς και τρυπήσου με τη μύτη της πένας.
Κάψε τις φλέβες σου να γίνεις ο καλός αγωγός.
Κάνε αυτό που αγαπάς-δεν το ξέρει ο καθένας.
Νιώσε σαν άρχοντας σαν πρόεδρος ή έστω υπουργός.

Μη μου μιλάς, μη μου στέκεσαι, εγώ θα περάσω.
Τούτη την πύλη διαβήκανε γενιές και γενιές.
Δεν με τρομάζει -το ξέρεις- το μαύρο σου ράσο.

Δεν είσαι...αλήθεια! Δεν είσαι σοφός ή πατέρας.
Κάνε όπου θες, μέσα, γύρω σου, παντού μελανιές.
Εγώ είμαι ένας κανένας που γίνομαι αέρας...


Κώστας Σφενδουράκης