«Θέλουν να σας κάνουν καλά. Αλλοίμονο, εκεί φτάνει ο παραλογισμός των λογικών. Καλά, δηλαδή να γυρίσετε πίσω, έξω στην τέφρινη πραγματικότητα, να ξαναδήτε πίσω με την κρίσι του ακέραιου μυαλού την πιο αβάσταχτη, την πιο αρμολογημένη αλλόφρονη λογική της ζωής που σκοτώνει την ανθρώπινη καρδιά. [...] Μα τι θα βάλετε στη θέση του οράματος εσείς οι λογικοί; [...] Καλοπροαίρετοι γιατροί μου, αν επιμένετε να με γιατρέψετε από κάτι, γιατρέψτε με από την λογική».

Ρώμος Φιλύρας από το δρομοκαΐτειο

Εξομολόγηση στη σκιά μου

Κάθομαι κάτω από μια γυαλιστερή παρέα από σύννεφα ενώ

το μετρό περνά αφήνοντας από το στόμα του εκατοντάδες ανθρώπους.

Περιμένω την βροχή.

Μαζί με την αναμονή της έρχονται συναισθήματα κορυφωτικά

με μια φυσική αναδίπλωση στην ανθρώπινη μου αντίληψη.

Έρχονται στιγμές που νοιάζομαι για τον άνθρωπο με διάθεση απόλυτη

με νοιάζει το άγνωστο παιδί σε ένα υπόγειο

ή κείνο που παίζει απορημένα με ένα νεο παιχνίδι.

Εγώ είχα παιχνίδια δανεικά, καμμία σημασία όμως δεν έχει γιατί φριχτά τα αγάπησα.

Πάντα διέθετα αισθητήρες στα κόκκινα μπαλόνια.

Μπορούσα εύκολα δηλαδή να διώξω την φριχτή πραγματικότητα και να μπώ σε αυτήν που ήθελα εγώ.

Με ένοιαζε που για όλα τα κακά έφταιγα εγώ, συνέπεια ενός περιβάλλοντος ανώριμου.

Έφταιγε κι η γκρίνια που φέρνει η φτώχια, τα νιάτα των γονιών που πάλευαν να μην ξοδιαστούν.

Είχα όμως τύχη καλή. Γενναίοι φίλοι μου στην φτωχογειτονιά μου φόρεσαν ασπίδα της αγάπης.

Πόσο θολό είναι το τοπίο σαν αυτή δεν την έχεις ή νομίζεις δεν σου χρειάζεται...

Το σχολείο ήταν το κοιμητήριο των αισθήσεων, έτσι το βλεπα από τον χάρακα μιας δασκάλας.

Αυτός ο χάρακας μου έμαθε πως ή θα κλάψω ή θα κρατήσω μια περηφάνεια.

Κι έκλαιγα μόνο στο σπίτι.

Με λύσσα κράτησα την περηφάνεια. Αυτή δεν είναι μια περσόνα που κρατά βεντάλια και ζητά να την προσέξεις.

Είναι το ακέραιο καταφύγιο της κατοίκησης στα ψηλά κλαδιά.

Και να μένεις ίδιος κι ακλόνητος στην ομορφιά που θες να ορίσεις για κατοικία...

Η μητέρα μου με πήγαινε σε σπίτια πλούσια.

Δούλευε με τα παιδιά τους κρατώντας τα.

Σαν λίγο μεγαλύτερη τους έπαιζα κουκλοθέατρο.

Έφτιαχνα ρόλους και λέξεις να τους παρασύρω μακριά από την παιδική πλήξη.

Λάτρευα τα βιβλία και το θέατρο.

Από εκεί έφτιαχνα τα δικά μου πειρατικά ορμητήρια βρίσκοντας εμπνεύσεις.

Ξαπόστελνα την κακία και την ζήλια δίνοντας την σε ρόλους καθαρίζοντας το χώμα μου.

Ανέβαινα σε μια καρέκλα και έπαιζα φορώντας ρούχα της μαμάς μου.

Σάλιωνα τα κραγιόνια τα ξύλινα και με έβαφα.

Κόκκινο του πολέμου ή του ηλιοβασιλέματος..

Από τότε έχω μια ευγνωμοσύνη μέσα μου για τα πράγματα.

Τους ανθρώπους. Κι ας παραπονιέμαι πολλές φορές δίχως συστολή.

Ότι συμβαίνει είναι το μπόλιασμα. Η ανακάλυψη. Η μάθηση. Η κοινωνική παιδεία.

Εντάξει δεν έχει πάντα γέλια και χαρές, μάλλον περισσότερα τα δάκρυα.

όμως κάπως έτσι αφυπνίζεσαι.

Μαθαίνεις όχι άκοπα με ποιους θα πας και ποιούς θα αφήσεις...

Αυτό που δεν θέλω να χάσω είναι αυτή η ευγνωμοσύνη μου στα πράγματα.

Την θέα της αρμονίας και της δικαιοσύνης..

Στα πάντα.

Κι ότι βλέπω τώρα στα παιδικά μάτια είναι λύπη και αγωνία.

Γιατί ξέρουν να διαβάζουν τον γονιό και τις κοινωνίες.

Πιο πολύ από τον σοφό ή τον ποιητή, είναι που δεν έχουν δεύτερες σκέψεις..

Κι αυτό τρέμω, την ύπαρξη της δεύτερης σκέψης. Που φυσικά γίνεται, απλά δεν υπάρχει μεγάλη διάρκεια..

Είμαι εδώ, πάνω από το στόμιο της αβύσσου που λέγεται άγνωστο.

Πάνω από κρατήρες θανάτου που κάποτε με αγγίζει σαν σκέψη..

Φοβάμαι. Ότι παραμύθια να σκεφτώ τον φοβάμαι.

Να προλάβω θέλω ακόμη κι άλλα.

Ανεξόφλητα όνειρα.

Πιο πολύ όμως φοβάμαι μην σταματήσω να αισθάνομαι.

Να σκέφτομαι.

Να αγαπάω.

Το μετρό συνεχίζει να ξερνάει κόσμο από το στόμα του.

Φιγούρες τρομαγμένες, σκεφτικές.

Υπομονετικοί ήρωες, ξεκάθαρο.

Ας έχουμε τουλάχιστον ό ένας τον άλλο.

Όπως τα ζώα στις αγέλες.

Κι ας μυρίζουνε το αίμα. Υπάρχει η στιγμή που το ένα γλύφει ευχαριστημένο το άλλο τιθασεύοντας το άγριο ένστικτο.

Ας χαϊδέψουμε τους φόβους μας κρατώντας τις βελουδένιες πατουσιές των γατιών.

Ένα δάκρυ όταν σμίγει με το άλλο γίνεται ποτάμι.

Το ποτάμι κάποτε έχει δύναμη να καθαρίσει το άδικο.

Και κάποτε έχει και ένα μέγιστο αποτέλεσμα στα πράγματα...

Σύννεφα από πάνω μου, ρίξε βροχή το δάκρυ σου να πλύνεις την βρώμικη μου πόλη

Η πόλη μου γέρασε πια. Κι όμως! Δεν ξέχασε πως υπήρξε και σαν έφηβος...


Πόπη Συνοδινού

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου