«Θέλουν να σας κάνουν καλά. Αλλοίμονο, εκεί φτάνει ο παραλογισμός των λογικών. Καλά, δηλαδή να γυρίσετε πίσω, έξω στην τέφρινη πραγματικότητα, να ξαναδήτε πίσω με την κρίσι του ακέραιου μυαλού την πιο αβάσταχτη, την πιο αρμολογημένη αλλόφρονη λογική της ζωής που σκοτώνει την ανθρώπινη καρδιά. [...] Μα τι θα βάλετε στη θέση του οράματος εσείς οι λογικοί; [...] Καλοπροαίρετοι γιατροί μου, αν επιμένετε να με γιατρέψετε από κάτι, γιατρέψτε με από την λογική».

Ρώμος Φιλύρας από το δρομοκαΐτειο

Όνειρο μιας κάποιας Κυριακής

Ήρθε μειλίχιος και προσηνής ο τεφρώδης αυτός σκελετός
με μιαν αόριστη υποψία ύπαρξης και ανυπαρξίας,
με κορδέλες μεταξωτές κιτρινοκόκκινες τυλιγμένος
κατεβαίνοντας από βίαια ύψη μέσα σε ολοπράσινους καπνούς
τυλιγμένος θαρρείς το σάβανο του απείρου.
Με τα χέρια του τ' άσαρκα,τα διάφανα,τα σταυρωμένα
άνοιξε την πόρτα και κάθισε δίπλα μου στο κρεβάτι.
Με μιλιά τρεμάμενη σιγοψιθυριστή
-θυμιάζω το άπειρο-μου λέει-
έφυγα απ' το σώμα και το μυαλό
στην σιγή περπατώ εξυψωμένος.
Τότε αιωρήθηκε σαν φωτοβολίδα γελώντας
και τρίζοντας ανυπόφορα.
-με τρομάζεις του είπα
-ποιος είσαι εσύ ο ασώματος;
μήπως ο διάβολος ή κανένας άγγελος;
-εμπεριέχω και τα δυο και γέλασε στενεύοντας
το άδειο του το στήθος.
πές μου του λέω τι έχασες στην ύπαρξη, τι κέρδισες
στο άπειρο βαθιά αγκιστρωμένος;
Σηκώθηκε τότε και η τέφρα του γέμισε το δωμάτιο
με καπνούς έξαλλου τίποτα.
-θέλω τσιγάρο λέει,
δεν εγκαταλείπονται οι συνήθειες,ωστόσο
όσο ήμουνα έλειπα και τώρα που λείπω είμαι
και μου τεινε το χέρι σε φιλική χειραψία
μα τραβήχτηκα και ανακάθισε.
-τι λες του λέω άνθρωπε και τι μονολογείς; τι μαυρίλα προμηνύεις
και τι σκέψεις ξερόκλαδα συνάζεις που δεν τα εννοώ;
Μην ήρθε η ώρα μου να λύσω την εξίσωση
και να αποσπαστώ απ την τροχιά της ύλης;
η είσαι μια αναλαμπή κι οράματα του άγχους;
-τίποτα απ' όλα τούτα που μου λες μα λίγο από τα πάντα
ξεπήδησε η φωνή του σαν περιστεριού άγριο φτεροκόπημα
μέσα από τα στήθη.
-μαυρίλα προμηνύω ωστόσο μα όχι σαν αυτή του τάφου.
Τότε στρέφοντας το βλέμμα δεξιά είδα χιλιάδες άλογα
με αίματα στα λάμποντα πλευρά να καλπάζουν ξέφρενα
υπερπηδώντας κόκκινα σύννεφα,
πιο πέρα ένα κριάρι χτυπιόταν με τον ήλιο
και ένα κοριτσάκι με μισό χαμόγελο μάζευε χαμομήλι.
-Τι είναι κόλαση και τι παράδεισος κύριε;
ρωτάω επί της ευκαιρίας.
-τίποτα και τα πάντα δύστυχε-
ξερόκλαδα, χαμόκλαδα, πουλάκια, περιστέρια,
δράκοι με χίλια πρόσωπα και θηλυκά ωραία.
Μα είσαι τόσο ασαφής ευλαβέστατε
πώς να σε εννοήσω;
-δέντρα απ' την ανάποδη και χέρια ανυψωμένα,
γλώσσα σαν τη σιγή την τρυφερή και λαίμαργο νεράκι.
κάτι θαρρώ να εννοώ και κάπως να σε ξέρω
κι άμα θα σταυροκοπηθώ εδώ θα παραμείνεις;
-χα- τότε κάγχασε τ' ανύπαρχτα του χείλη,
δεν ξέρω-λέει-δοκίμασε.
Μα μήπως οι θρησκείες είναι μαντριά για να κρατούν
την εξαγρίωση μέσα στα όρια της
και τάξη να επιβάλουν;
η μήπως ευτυχέστερο σε κάνει αυτή η δράκαινα με τα πολλά κεφάλια;
-ας το αφήσουμε κύριε του είπα αυτό δεν φτάνει το μυαλό μου,
και τι 'ναι η νόηση μου λες;
πονάει το κεφάλι μου από οδύνες τοκετού
και έσφιξα γερά το κεφάλι στα χέρια μου.
Τότε είδα τα σύννεφα ψηλά να μετασχηματίζονται σε ρητά
του ανούσιου τίποτα φληναφήματα.
Συμπληγάδες συγκρούονταν τα νέφη και οι κεραυνοί
ρινόκεροι με τα ρινοκεράκια στο διάβα τους τσακίζανε
τα έρημα δεντράκια.
Α - μου λέει-νόησις αυτή η καλουμένη,
πρόκες στον αέρα αγαπητέ
λιθάρι, πανωλίθαρο, πετρούλες συναγμένες
και πύργοι μες στα κύματα.
Κουκλάκια χωρίς πρόσωπα και δίχως τα χεράκια
ανατομίας μαθήματα που κάνουνε τ' ανήσυχα παιδάκια,
και πες μου λέει-ξέρεις κάτι εσύ που νόημα μέσα να 'χεί
ώστε το σύμπαν να ακινητεί για λίγο την τροχιά του;
-Ναι κάτι ίσως ξέρω τόλμησα να πω-
τα μάτια της είναι τόσο μεγάλα κύριε-είπα-
και στα χέρια της ας ήταν να πεθάνω.
Ανοησίες απάντησε-είναι πολύ ρηχό για να ακινητήσει σύμπαν
είναι κάτι βαθύτερο οπωσδήποτε- κάτι βαθύτερο-
είπε στα χέρια κρατώντας μια φλογίτσα από ροζ μενεξέδες
και από λεύγες μακριά ακουγόταν μελωδίες πιάνου
να ξεδιπλώνονται σαν σημαίες στον αέρα.
και παράξενες λέξεις που πρώτη φορά άκουγα,
ενώ μια πεταλούδα ήρθε και κάθισε στον ώμο του.
-Είναι κάτι βαθύτερο οπωσδήποτε-κάτι βαθύτερο μονολογούσε επίμονα,
και τρόμαζαν τα βιβλία στα ράφια φτύνοντας τις σελίδες τους,
αυτές οι μελωδίες του χαρτιού οι λεκτικές οι σαύρες
τα φορτισμένα κενοτάφια του νου οι αχόρταγες λεξούλες.
Τον κοιτούσα στα μάτια που είχαν πλέον
τη λάμψη του γάργαρου τίποτα,
από χιλιάδες μίλια μακριά έβλεπα τ' άπειρο να έρχεται
και να ρουφάει την ζωή που σαν σταματημένη από αιώνες έμοιαζε.
-Και τι 'μαι εγώ μακάριε; -τόλμησα να ψελλίσω.
Είσαι ό λόγος όσο ζεις κι ύστερα θα σαι χάος.
Ποιος είσαι συ που μου μιλάς και κάπου σε γνωρίζω.
Μήπως είσαι ο πάναγνος, ο άχραντος και άσαρκος πατέρας;
-Εγώ είμαι γιε μου και έλληνα ποιητή μου και σε χιλιάδες
λεύγες άπειρο κάποτε και συ θα 'ρθεις...

Στην μνήμη του πατέρα μου
Βαλάντης Βορδός

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου