«Θέλουν να σας κάνουν καλά. Αλλοίμονο, εκεί φτάνει ο παραλογισμός των λογικών. Καλά, δηλαδή να γυρίσετε πίσω, έξω στην τέφρινη πραγματικότητα, να ξαναδήτε πίσω με την κρίσι του ακέραιου μυαλού την πιο αβάσταχτη, την πιο αρμολογημένη αλλόφρονη λογική της ζωής που σκοτώνει την ανθρώπινη καρδιά. [...] Μα τι θα βάλετε στη θέση του οράματος εσείς οι λογικοί; [...] Καλοπροαίρετοι γιατροί μου, αν επιμένετε να με γιατρέψετε από κάτι, γιατρέψτε με από την λογική».

Ρώμος Φιλύρας από το δρομοκαΐτειο

Ο Λόφος

Πώς να’ναι τώρα που πέφτει ο ήλιος στο λόφο

απέναντι απ’το σπίτι σου...

τι ώρα θα ξυπνάς άραγε;

Θα’χει σκοτεινιάσει;

Ποια θα’ναι η πρώτη κουβέντα που θα λες

Θ’ανακατεύεις τα μαλλιά σου?θα τα’χεις κόψει;

Θ’ανοιγοκλείνεις τα μάτια σου σαν

Απορημένο παιδί;



Εκεί στο λόφο απέναντι απ’το σπίτι σου

Είχα καπνίσει το πρώτο μου τσιγάρο

είχα ζαλιστεί τόσο απ’την πρώτη ρουφηξιά

που δεν έβλεπα μπροστά μου

Δίπλα το νεκροταφείο...

Έλεγες πως μυρίζουν οι νεκροί λεβάντα

Αναλόγως από πού έρχεται ο αέρας

Εγώ μύριζα από τότε λιβάνια

Αλλά ο καπνός αγρίευε τη μυρωδιά

Και φοβόμουν

Ήθελα να ξεσπάσω τη φωνή μου με κραυγές

Κάποιες φορές το έκανες εσύ κι ακούγονταν

Ο αντίλαλος σ’αγαπώ χωρίς να’χεις πει αυτό

Άναβαν τα καντηλάκια το βράδυ απ'αυτό το σ'αγαπώ

βαρκούλες με τα πυροφάνια τους στο πέλαγος του Άδη

κι άλλες φορές το'λεγες στ'αλήθεια ίσα ίσα ψιθυρισμένο

αλλά με ξεκούφαινε



Τέλος πάντων έλεγα για το λόφο

το πρώτο μου τσιγάρο κάτω από μια ελιά

παραδίπλα το σχοινί του Ιούδα φθαρμένο

Έβαλες το χέρι σου μέσα στο τζιν μου

με χάιδευες όσο κάπνιζα

Δεν ήξερα να πω αν μ’αρέσει

Ούτε το τσιγάρο ούτε το χάδι

Πώς να’ναι τώρα στο λόφο;

Ποιες μυρωδιές να ανακατεύονται στα μαλλιά

στα δάχτυλά σου...

Φιλάς ακόμα τα πέταλα στις μαργαρίτες;

Ποιοι χαϊδεύονται κάτω απ’την ελιά;

Πώς μυρίζουν οι ανάσες των κρεμασμένων;

Κάποτε ο αέρας μου φέρνει σκουριά

από αίμα σκοτωμένο

κι άλλοτε κοπριά απ'τα βουστάσια

-δεν φοβάμαι

φυτίλια κρατάνε ζεστή τη φωνή και τη μνήμη

Αλλά εγώ έχω μάθει πια στα λιβάνια

όλο πένθος συναντάω

Βαρύ σκοτεινό πηχτό σαν κατακάθι

Γι’αυτό πρώτη φορά αναρωτήθηκα για κείνες

Τις παλιές συνήθειες

να χαϊδευόμαστε κάτω απ’την ελιά

Να τρέχουμε ξυπόλητοι με τους κουβάδες

κατά μήκος του Ποταμού για να πιάσουμε καβούρια

Να κολυμπάμε γυμνοί από τα μέσα Απριλίου

Να πατάμε αχινούς και να μου βγάζεις

Τ’αγκάθια απ’τις πατούσες

να λιαζόμαστε σαν σαύρες δίπλα δίπλα

ν’ανακατεύω τα μαλλιά σου

να μου μαθαίνεις στην καραμπίνα σκοποβολή

αλλά μόνο στα άδεια τενεκεδάκια της ΕΨΑ

ρίχναμε τα χιλιοτρυπούσαμε και βγάζαμε το άχτι μας

έπειτα παριστάναμε ότι όπως οι μεγάλοι πηγαίναμε

κι εμείς για Τσίχλες στις Σκιές του Αη Γιώργη

Ενώ στο είχα υποσχεθεί

Δεν θ’αναρωτηθώ πώς θα’ναι στο λόφο

Ούτε στο παλιό σπίτι που...

Ούτε θα θυμηθώ πως την πρώτη φορά

Που κοίταζες ώρα τα μάτια μου

Είπες πως είναι το ασπράδι της ίριδας

Πλοίο για ν’αράζουν λιμάνια

Στο είπα

Έκανα λάθος και ζαλίζομαι

και μπερδεύομαι

Χωρίς μήνες και μέρες

εγώ το ξέρω

Χαλάλι σου κι ο αμφορέας

Και η τουφεκιά

Άλλωστε έκοψα το τσιγάρο

Πάω συχνότερα στα νεκροταφεία





Και τώρα είναι Δεκέμβρης

Ο μήνας που σκοτώνονται οι θάλασσες

Κι όλα τα φύ[λ]λα καίγονται στο 22


Χαριτίνη Ξύδη

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου