Ένα όνειρο το χλώμιανε το μέτωπό μου. Ο νους μου
στ’ όνειρο πάντα καρφωτός. Κ’ έτσι, θα ζήσω μόνος,
ολομόναχος, η τέχνη μου κ’ εγώ. Θα την κρατήσω
στα χέρια μου την τέχνη μου σα λάβαρο ˙ και τόσο
δυναμερά στα στήθη μου θα την κολλήσω απάνου,
που ανάμεσ’ απ’ τη σάρκα μου θα να βρει την καρδιά μου
και θα τη σημαδέψει. Ακούς; Γιατί και δε μου μένει
πια τίποτε σ’ αυτή τη γη, τίποτε. Μόνο η Τέχνη,
για να πειράζει ένα μυαλό, στ’ ασκηταριό του μέσα,
μεθώντας το μ’ ένα πιοτό κόκκινο που ξανάβει.
Όταν τρεμοσαλέβουνε τα πάντα, όταν πεθαίνουν,
να η Τέχνη, χρυσοκάμωτος ναός, θεμελιωμένη.
Χτίζεται η Τέχνη ολονυχτίς. Η μέρα, προς το βράδυ,
σαν αργοκλεί τα μάτια της ειρηνικά στον ύπνο,
του χρυσοκάμωτου ναού λαμποκοπάν οι τοίχοι,
τον ουρανό με τ’ άστρα του τον αντικαθρεπτίζουν
και του τα ρίχνουνε ξανά τ’ αντιφεγγίσματά τους.
Κι ο ποιητής - πολύ άργησε για να είν’ ιερέας - τραβάει
προς τη λαμπράδα τη χυμένη από τα παραθύρια,
προς τη λαμπράδα που γυαλίζει, λάμα από μαγνήτες.
Ο θόλος πάει τόσο ψηλά που κρύβεται η κορφή του,
κ’ είν’ ασημένιοι οι στύλοι του και η πύλη του απ’ αλάργα
προς τους αστραφτερούς γιαλούς τα φύλλα της τ’ ανοίγει,
και των κυμάτων ο χορός ταιριάζει τους αχούς του
με της λατρείας τα ψάλσιμο, και αγγίζει ο διαβατάρης
άνεμος από τ’ άπειρο π’ όλο έρχεται και πάει,
με κάποια σιγανόφωνα και μυστικά τραγούδια
τους πύργους μεγαλόκορμους, ο ένας του άλλου σκέπη,
μαύροι γιγάντιοι από γρανίτη δυνατοί πλασμένοι.
Κι όποιος διαβεί τις σιωπηλές καμάρες, δεν ξανοίγει
τίποτε ˙ μοναχά, βαθιά, κατάνακρα, αλλού πέρα,
μια λύρα χάλκινη, που ορθή κι ασάλευτη στημένη
στους φανταχτούς ανάμεσα πυρσούς, τον περιμένει.
Κωστής Παλαμάς
στ’ όνειρο πάντα καρφωτός. Κ’ έτσι, θα ζήσω μόνος,
ολομόναχος, η τέχνη μου κ’ εγώ. Θα την κρατήσω
στα χέρια μου την τέχνη μου σα λάβαρο ˙ και τόσο
δυναμερά στα στήθη μου θα την κολλήσω απάνου,
που ανάμεσ’ απ’ τη σάρκα μου θα να βρει την καρδιά μου
και θα τη σημαδέψει. Ακούς; Γιατί και δε μου μένει
πια τίποτε σ’ αυτή τη γη, τίποτε. Μόνο η Τέχνη,
για να πειράζει ένα μυαλό, στ’ ασκηταριό του μέσα,
μεθώντας το μ’ ένα πιοτό κόκκινο που ξανάβει.
Όταν τρεμοσαλέβουνε τα πάντα, όταν πεθαίνουν,
να η Τέχνη, χρυσοκάμωτος ναός, θεμελιωμένη.
Χτίζεται η Τέχνη ολονυχτίς. Η μέρα, προς το βράδυ,
σαν αργοκλεί τα μάτια της ειρηνικά στον ύπνο,
του χρυσοκάμωτου ναού λαμποκοπάν οι τοίχοι,
τον ουρανό με τ’ άστρα του τον αντικαθρεπτίζουν
και του τα ρίχνουνε ξανά τ’ αντιφεγγίσματά τους.
Κι ο ποιητής - πολύ άργησε για να είν’ ιερέας - τραβάει
προς τη λαμπράδα τη χυμένη από τα παραθύρια,
προς τη λαμπράδα που γυαλίζει, λάμα από μαγνήτες.
Ο θόλος πάει τόσο ψηλά που κρύβεται η κορφή του,
κ’ είν’ ασημένιοι οι στύλοι του και η πύλη του απ’ αλάργα
προς τους αστραφτερούς γιαλούς τα φύλλα της τ’ ανοίγει,
και των κυμάτων ο χορός ταιριάζει τους αχούς του
με της λατρείας τα ψάλσιμο, και αγγίζει ο διαβατάρης
άνεμος από τ’ άπειρο π’ όλο έρχεται και πάει,
με κάποια σιγανόφωνα και μυστικά τραγούδια
τους πύργους μεγαλόκορμους, ο ένας του άλλου σκέπη,
μαύροι γιγάντιοι από γρανίτη δυνατοί πλασμένοι.
Κι όποιος διαβεί τις σιωπηλές καμάρες, δεν ξανοίγει
τίποτε ˙ μοναχά, βαθιά, κατάνακρα, αλλού πέρα,
μια λύρα χάλκινη, που ορθή κι ασάλευτη στημένη
στους φανταχτούς ανάμεσα πυρσούς, τον περιμένει.
Κωστής Παλαμάς
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου