Στο στρατό ,ήταν το στερνό ποδήλατο.
Μές στους μυριάδες ,ο ύστατος.
Οι ακτίνες του γύριζαν πολυτέμνοντας , τόξα και ασφάλτινους κομήτες.
Νύχτα,
στο ανεξακρίβωτο δέντρο,
η φυλλωσιά ένα ψηφιδωτό αεικίνητο ,
όλο χλωροσύνη και κυψέλες.
Αχνοί ιστοί , ισχνοί βολβοί και κραταιό δοξάρι,
στη βιόλα του ήχοι εκκρεμούν ως το λιγνό χορτάρι.
Μακριά τα μέλη των κλαριών συνθέτουν παραγάδι
και μέσα φαίνει στιλβωτό , με λέπια ένα κοπάδι.
Μές στους μυριάδες ,ο ύστατος.
Οι ακτίνες του γύριζαν πολυτέμνοντας , τόξα και ασφάλτινους κομήτες.
Νύχτα,
στο ανεξακρίβωτο δέντρο,
η φυλλωσιά ένα ψηφιδωτό αεικίνητο ,
όλο χλωροσύνη και κυψέλες.
Αχνοί ιστοί , ισχνοί βολβοί και κραταιό δοξάρι,
στη βιόλα του ήχοι εκκρεμούν ως το λιγνό χορτάρι.
Μακριά τα μέλη των κλαριών συνθέτουν παραγάδι
και μέσα φαίνει στιλβωτό , με λέπια ένα κοπάδι.
Κοπάδι κάτωχρό κι υγρό , σπαρτάριστο εν συσπάση
τα βράγχι' ασκοί με κρύσταλλο φουσκώνουν ως την χάση.
Ύστερα , την μέρα, μακριά απο δεντρίσια παραγάδια ,
κάτω απ' την ρόδα του ,
σταχτερές οι πλατείες δοκιμάζονται απο τη βία του λάστιχου και του τάχους.
Είδε μερικά συνθήματα της ώρας
και τους φωτεινούς γοφούς των ανταρσιών ν' αναβοσβήνουν αχνά ,μέσα στις ακτίνες του.
Οι λοβοί του άνθισαν ,
αυγατίζοντας ομοβροντίες αγανάκτησης.
Τώρα πάει με τα σμήνη και τ' όχημα του δεν αγγίζει δρόμο.
Ζύμη νέφους στις γροθιές του
το ψωμί του όλο γεννάνε ,
δύνες οι ορθοπεταλιές του,
το αλέθουν , το ρουφάνε.
Στο καλάθι του ως αντήλιο ,
στη φορμόλη ένα κεφάλι,
το κεφάλι του το ίδιο ,
ταξιδέυει και αγάλλει.
Στέκει μόνος ο λαιμός του,
σπίτι ενός ξενιτεμένου
νόστο ανθίζει ο γκρεμός του ,
μάρτυς Μάρτη εσταυρωμένου.
Τώρ' ακέφαλος πώς στέκει
λένε αθώα οι τσιρκολάνοι ,
πίσω τρέχει απ' ένα τσέρκι ,
κι όπως πάει θα πεθάνει.
Αδέσπωτε , ύστατε ακροβάτη των σελών,
εσύ καλπάζεις συλλέγοντας μες τα δόντια ακίδες και τυχαία ζωύφια.
Στις χούφτες σου , ο πληθυσμός της πολιτείας με τις εξάρσεις του ,
τις αφυπνήσεις και το αστείο κουκλοθέατρο που στήνει ,
καθώς σκέλεθρα μαριονέτων,
κινούνται αμέριμνα απο καραβόσχοινα.
Στο αναλόγιο σου , οι κενές βιτρίνες καθρεφτισμένες σε πολύχρωμα εκκλησιαστικά τζάμια.
Κι εσύ , αξιοθέατο του κέντρου , αεικίνητο ,
κομπάρσε ενός θιάσου που δεν μένει ,
βλέπω το κοσμοδρόμιο και το μακρινό σου άρμα ,
και κάτω απ' τα λάστιχα σου ,
τα νερά παλλινοστούν με αφρούς , σταυρούς και βράγχια.
Των σταυρών τα χνουδάτα πνευμόνια,
συμμαζεύουν ανάσες νερένιες
και τα όντα θαλάσσια πιόνια
με πεταλιές προχωρούν ασημένιες.
Ποδηλάτη , παράξενος δύτης
καταλήγεις καθώς ξεμακραίνεις ,
στα πελάγη , δρομεύς και αγύρτης
τερματίζεις , τη στέψη αναμένεις.
Απ' τα νερά σηκώνονται τα όρη σαν πυξίδες ,
βλέπεις τώρα διάφανο τ' άστρο κάποιου βορρά
κι αν είναι θανατερό το χρυσάφι
μες τις κασέλες των οριζόντων , όπως καταβυθίζεται σε τάφρους ορυχείων ,
εσύ θές μόνο το σημείο φυγής μες στον πίνακα που τρέχεις να αγγίξεις
κι ύστερα στην καμπύλη να χαθείς ,
ανεμίζοντας βάγια και συμπαθητικούς Ιούδες.
Μπηγμένοι σταυροί μές στους λόφους
σ' αυτούς πάς με ούριους συντρόφους
Λημέρια σε κρύβουνε , πόσα; Μέτρα!
Κοιμάσαι , προσκέφαλο η πέτρα.
Μεσία της Παρασκευής ,
μιας οποιασδήποτε Παρασκευής
και γεννημένε άνευ άστρου και πάχνης ,
ένα ποδήλατο η περιουσία σου όλη κι όλη ,
ένα ποδήλατο και οι ταγμένοι δρόμοι.
Τα πέταλα μες τις ίριδες παφλάζουν ,
στο διάκενο των ακτίνων , μια αυτοκρατορία πλασμάτων.
Η γλώσσα τους απ' το υλικό σου.
Αλογίσια και στην χαίτη της λαξευμένος ο καλπασμός στο αμφίρροπο.
Μια μπόρα σε βάλλει απόκοσμων καστράτων ,
που φεύγουν στοχεύοντας άριες πάνω στα δικά τους ποδήλατα ,
δεμένα με χορδές και λαρύγγια.
Μές στο βελούδο σηκώνεται αναπάντεχα ,
θεόρατος ένας Φαρινέλι ,
πελαγοδρομεύς όπως κι έσυ ,στην γλώσσα γλιστρά κι υψώνεται της φλύαρης πορείας σου.
Γόρδιων έκταση τώρα τα μέλη ,
πέλματα μπρούτζινα λιώνουν αμπέλια
και στο νερό μέσα του Φαρινέλι,
φεύγει απο κρύσταλλο μι' αγέλη χέλια.
΄Αγρι' ανήμεροι , λαύροι καστράτοι ,
λάρυγγες άνεμοι, κάτοικοι θόλου
άντρες ιδιότροποι μα ντελικάτοι
μες στον ασκό λεπτεπίλεπτου Αιόλου.
Πού πάς μέσα σε αόρατες ουρές ,
μέσα στην ευρεία υγρασία ενός ρε, να υπάρξεις ,
εσύ , ραγδαίε και μοναχικέ.
Κι όμως!
Σε είδα να κάνεις ποδήλατο πάνω στο πεντάγραμμο,
ακέφαλος στο κρεσέντο σου , σαν αλλοπαρμένο αλογάκι.
Πάλευες με την μπροστινή τη ρόδα σου ,
ν' ανοίξεις τη σφυχτή κλειδαριά ενός σόλ.
Φεύγαν απ' την διάτρητη σκεπή του , σμήνη τα χελιδόνια.
Ακολούθησες κι εσύ.
Ο λαιμός σου ορθάνοιχτος , μια φωλιά αλλιώτικη απο λάσπη , βαμβάκι κι αδένες.
Οι κούρμπες σου όλο σπόρια και νερό.
Στην ράχη σου , μόλις που φύτρωνε ένα οξύ κουδουνάκι ,
αναγκαίο σε κάθε σωστό ποδηλάτη.
Ντόρα Βλάσση
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου