«Θέλουν να σας κάνουν καλά. Αλλοίμονο, εκεί φτάνει ο παραλογισμός των λογικών. Καλά, δηλαδή να γυρίσετε πίσω, έξω στην τέφρινη πραγματικότητα, να ξαναδήτε πίσω με την κρίσι του ακέραιου μυαλού την πιο αβάσταχτη, την πιο αρμολογημένη αλλόφρονη λογική της ζωής που σκοτώνει την ανθρώπινη καρδιά. [...] Μα τι θα βάλετε στη θέση του οράματος εσείς οι λογικοί; [...] Καλοπροαίρετοι γιατροί μου, αν επιμένετε να με γιατρέψετε από κάτι, γιατρέψτε με από την λογική».

Ρώμος Φιλύρας από το δρομοκαΐτειο

Έμινε

πάει αυτό ήταν Εμινέ της είπε τώρα μπήκες στη ζωή μου και δεν πρόκειται να βγεις έτσι
άνοιγε εκείνη τα συρτάρια και πέταγε έξω ό,τι έβρισκε γιατί στην καινούρια ζωή πας με καινούρια ρούχα και πράγματα με καινούρια μυστήρια άλλες τελετουργίες έτσι τα'βγαλε όλα
και τα 'συρε ως την αυλή να βάλει φωτιά και να τα κάψει από μέσα της φώναζε κείνος να
γράφει κι ένα ποίημα μαζί να'ναι μόνο για δυο για τους δυο τους να μη χωράει άλλον πάμε
πάλι απ'την αρχή ξύστρα μολύβι μαύρες γραμμές ως πού ως πού ρώταγε η άλλη μην
κρυφτείς κάτω απ'το κρεβάτι ούτε στις τρύπες των δέντρων έχουν μάτια τα φυλλώματα έχουν
στόματα οι ρίζες δίπλα τους πλαστουργούσε η αιωνιότητα τη θάλασσα τ'αλμυρίκια τα
δέντρα ζεστή που είναι η άμμος το καλοκαίρι τον ήλιο χρώματα ήταν ήδη σε κακή
κατάσταση όταν έσπαγε τα πιάτα και τα ποτήρια άνοιγε το ψυγείο έπινε παγωμένο νερό μια
το'ριχνε στο κεφάλι της έσταζε κι ήρθαν οι καμήλες της Αφρικής τα πουλιά τα ψάρια κι
ολόκληρος ο Νείλος και μπήκαν μέσα στην κουζίνα της φίλαγε τους καρπούς και το κορμί
της ήταν χαρούμενο μόνο τα χαρούμενα σώματα αγαπούν ιδανικά Εμινέ τα λυπημένα δεν
έχουν χρόνο ούτε λόγος για τα νεκρά κι όμως των ερώτων μου οι νεκροί μιλούν για τους
ζωντανούς ποιος με παρατείνει ο Αδάμ η Εύα ο Κόνδορας τα Ελάφια τα Καράβια οι άγκυρες
τα Παραμύθια οι Νύχτες η Νύχτα όσα πετούν και παρασύρουν στο πέταγμα κι αυτός
προσπαθούσε να κλείσει τη βαλίτσα με τα χαρτιά και τα υφάσματα κρατούσε το χέρι της
φοβόταν μην αντιδράσει της έδωσε το φάρμακό της "για όλους εγώ σ'αγαπώ" ξάπλωσε
εξουθενωμένη παραμέρισε αυτός όσα τον θύμωναν μελαγχολικά κι αδιευκρίνιστα υπό
προθεσμία κοίταξε τα μάτια της ήταν θαμπά θαμπά είναι τα μάτια της σκέφτηκε ήθελε να πει
μια ιστορία να τώρα θα την επινοήσει κάπου κάπου τον διέκοπταν οι ανάσες της του τέλους
και στο θώρακά της ακούγονταν μια καρδιά άτονη λίγοι παλμοί λίγος βήχας ένα τρέμισμα
στα χέρια της ίσως πεθάνει παρατήρησε ήταν τα μάτια της Εμινέ σαν τα δικά σου ήθελε να
ζήσει χωρίς ν'ακυρωθεί αλλά η ευαισθησία της δεν την άφηνε της έδωσε με το ζόρι λίγο
σιρόπι ο βήχας επιδεινώθηκε της έβαλε τη μάσκα των εισπνοών την έλεγαν Lorelei όπως
εκείνη τη Σειρήνα στη γερμανική μυθολογία που μάγευε τα καράβια κι αυτά τσακίζονταν
στους βράχους-Άλκηστη είπαμε?τράβηξε λίγο τη μάσκα για να ψιθυρίσει -Άλκηστη ναι
άκουγε Mozart και Delafosse μεγάλωσε στη Σκυθία την κοιτίδα της μαγείας λένε πως στο
Vesinet και στο Pecq φέρανε και πουλάνε μαύρο τσάι από την Ινδία το καλύτερο αύριο κιόλας
θα πάω να το ψάξω-Στη Μεσοποταμία είπαμε?-Ναι στις όχθες του Τίγρη απέναντι η
Σελεύκεια να με βοηθάς στις μεταφράσεις μου αυτή είναι η υπόσχεσή σου θα ζήσουμε στην
Ωφίρ στο είπα άκου το αηδόνι Εμινέ κλείσε τα μάτια άκου...


Χαριτίνη Ξύδη

1 σχόλιο: