«Θέλουν να σας κάνουν καλά. Αλλοίμονο, εκεί φτάνει ο παραλογισμός των λογικών. Καλά, δηλαδή να γυρίσετε πίσω, έξω στην τέφρινη πραγματικότητα, να ξαναδήτε πίσω με την κρίσι του ακέραιου μυαλού την πιο αβάσταχτη, την πιο αρμολογημένη αλλόφρονη λογική της ζωής που σκοτώνει την ανθρώπινη καρδιά. [...] Μα τι θα βάλετε στη θέση του οράματος εσείς οι λογικοί; [...] Καλοπροαίρετοι γιατροί μου, αν επιμένετε να με γιατρέψετε από κάτι, γιατρέψτε με από την λογική».

Ρώμος Φιλύρας από το δρομοκαΐτειο

Για όσους δουλεύουνε υπόγεια
και πάντα ύπουλα χτυπάνε
ή παγιδεύουνε με λόγια
αυτούς που λεν' ότι αγαπάνε...

Για όσους δεν γνωρίζουν δίκιο
κι αυτούς που στην καρδιά τους βάζουν
τους παίρνουν υψηλό ενοίκιο
που πονηρά με δόλο αρπάζουν...

Για όσους η έννοια της αγάπης
στερείται κάποιας σημασίας
και που μονάχα τα δεσμά της
είναι γι’ αυτούς μέσο εξουσίας...

Για όλους αυτούς και επιπλέον
για όσους πίνουν στην υγειά τους
έχω να πω, δε θέλω πλέον
στη ζωή μου ούτε τη σκιά τους.


Κώστας Σφενδουράκης

Σχόλιο:
Η απογοήτευση του μαθητή, όταν ο δάσκαλος που θαυμάζει,
ξαφνικά δείχνει ένα άλλο πρόσωπο εμπάθειας υποκρισίας
και μικρότητας απέναντί του χτυπώντας τον ύπουλα
απαξιώνοντας τον, διαδίδοντας ανυπόστατες κατηγορίες
μόνο και μόνο γιατί κάποια στιγμή δεν τον άκουσε ή
υπάκουσε, είναι τεράστια γιατί εναλλάσσονται μέσα της
η θλίψη η οργή η αίσθηση της αδικίας και του προκαλεί
ένα βασανιστικό ερωτηματικό και μια ανυπόφορη αηδία.
Παρ' όλα αυτά ο μαθητής σεβόμενος αυτά που έλαβε απ' τον
δάσκαλο και πρόσθεσαν σε μια πνευματική γι' αυτόν
οικοδομή δεν θα ακολουθήσει τον ίδιο δρόμο...
Ούτε εχθρός ούτε δάσκαλος πια (δεν μιλάμε για φιλία, γιατί
είναι εκεί πιο μεγάλη η πλάνη ).
Το ευχαριστώ παραμένει γιατί είναι από καρδιάς...
Υ.Γ.
Δεν έχω μάθει στη ζωή μου ούτε να εκδικούμαι ούτε να
φέρομαι ύπουλα ούτε να άγομαι και φέρομαι από αιδοία ή
φαλλούς αλλά να προχωράω με το κεφάλι ψηλά.Ευχαριστώ τον
πατέρα μου γι' αυτό...και έτσι συνεχίζω. Πάμε παρακάτω...

Αχέροντας

Πάρ'την καρδιά μου στίψ'τηνα, ρίξε λεμόνι πιες.
Είναι τα λόγια δύσκολα...
Παιδιά ήμασταν που σβήναμε σαν άναβε φωτιές,
μόνο με νεροπίστολα...

Τώρα που μεγαλώσαμε, με πνίγουν οι καπνοί,
του νου μου τα παράλογα...
Και γίνονται τα όνειρα, θυσιασμένοι αμνοί,
καβάλα σ'άσπρα άλογα...

Ρίξε λεμόνι,πιέσ'τηνα, να μην την πιεις πικρή.
πιες τη μεμιάς, αγόγγυστα...
Τέτοιες καρδιές τις βλέπουνε, γιατί έχουν οι νεκροί,
μάτια ψυχρά, αφλόγιστα...

Ήταν αγνή και άδολη, γεμάτη από ψυχή,
στον κόσμο όταν ξεμύτισα...
Ένα κουρέλι έγινε, που στάζει ενοχή,
μια μεθυσμένη αλήτισσα...

Πιες την που την αγάπησες, πιες την όταν χαθώ,
Σμίξε τη με τον έρωντα...
Άλλη καρδιά για μένανε, πλάθεται στο βυθό,
στα σπλάχνα του Αχέροντα...


Κώστας Σφενδουράκης

Καλλιρρόη

Μέθυσα προχθές στου Θωμά το χάνι
βλέμμα απλανές κι ο καιρός βαρύς
κάτι απ' τα παλιά θέλει να πεθάνει
μοιάζει με φωλιά μες στο τζάκι η δρυς.

Μέθυσες κι εσύ ήλιε κι αϊτέ μου
με γλυκό κρασί μες στη συννεφιά
μα έχω την ορμή μέσα μου του ανέμου
πνέω να φανεί μόνο η ομορφιά.

Τώρα η φωτιά έσβησε στο τζάκι
δεν υπάρχει πια κάτι απ' τα παλιά...
Φεύγω σαν τρελός δίχως το σακάκι
πέφτω, είμαι πηλός, σπάω στα σκαλιά !


Κώστας Σφενδουράκης

Όλοι οι καθρέφτες

Δε λένε τίποτα, απλώς κοιτάζονται
Μες στου καθρέφτη τ’ωραίο σώμα
Σκιές στον πάγο του κομματιάζονται
Οι χίλιες νύχτες και μία ακόμα

Μοιάζουν τα μάτια του ακατάβλητα
Σέρνονται πάνω τους σαν οχιές
Απ’τις ρωγμές του ρέουν ανάλυτα
Σκυλιά και άγγελοι κι ενοχές

Κάπου στο βάθος του, χάραγμα εγκάρσιο
Το πιο φρικτό του άλγους κομμάτι
Αχίλλεια φλέβα στο μετατάρσιο
Βήμα δεν κάνεις με βέλος στην πλάτη

Μες στους καθρέφτες χρόνια κοιτάζονται
Στεριές οι θάλασσες, άβατες χώρες
Τα ιδεογράμματα που αφουγκράζονται
Δεν είναι κώδικες «για μια Ντολόρες»*

Όλοι οι καθρέφτες μάς τεμαχίζουνε
Στα δυο στα τέσσερα δήμιοι-ικέτες
Σιγά κι αθόρυβα όμως ορίζουνε
Ποιους θα ξυπνήσουνε οι δραπέτες

Όσο επιτρέπουμε βλέμματα αλλήθωρα
Όσο προβάρουμε την αυταπάτη
Κανένα κάτοπτρο δεν θα μας χάριζε
Ποτέ ενωμένο-το Ένα του μάτι.


*Από στίχο του Άλκη Αλκαίου


Χαριτίνη Ξύδη

Σφαγή

Τον παλαιό που τον πλημμύριζαν οι φόβοι
είδε να σέρνεται να γλείφει το γυαλί
αυτό συνήθιζε, την γλώσσα του να κόβει
να ξεγελιέται πως η γη είναι απαλή.

Τον κουβαλάει ο νέος τώρα και το νιώθει
νιώθει την στέρηση να γίνεται απειλή
να θανατώνονται ένας ένας όλοι οι πόθοι
έτσι όπως είναι στοιβαγμένοι στο κελί.

Τώρα κρατάει την ρομφαία για να κόψει
τα σιαμαία για να μείνει το παιδί
που θα σμιλέψει να του δώσει ωραία όψη...

Θα μοιάζουν κάτω το νεκρό σώμα κι οι φλοίδες
μιας θεραπείας ή ποιημάτων επωδοί
θα πάψουν πλέον να θυμίζουν αλυσίδες.


Κώστας Σφενδουράκης

Αλλαξιά

Έχει απέραντη ομορφιά η μοναξιά
μια θάλασσα εναλλασσόμενων χρωμάτων...
Άδεια η ντουλάπα δεν υπάρχει αλλαξιά
μόνο η αίσθηση ανύπαρκτων πραγμάτων.

Μες στο δωμάτιο οι στιγμές της προσμονής
αλλάζουν σχήμα για να γίνουνε ρυτίδες
σ' έναν καθρέφτη που δεν φάνηκε κανείς
μόνο ραΐσματα που μοιάζουν με λεπίδες.

Ένα σκυλί κουλουριασμένο στη γωνιά
τα αποτσίγαρα έχουν βγει απ' το τασάκι
γενέθλια μέρα να αλλάζει μια γενιά.

Η ομορφιά της μοναξιάς, η προσμονή
φωτογραφία μιας γυναίκας στην Ιθάκη
που ζωντανεύει αργά αργά... Υπομονή!


Κώστας Σφενδουράκης

Της λήθης το λουλούδι

Μπήκα μες στα βράχια και κολύμπησα βαθιά
Άκουσα το πιο όμορφο τραγούδι.
Φύτεψα ένα δέντρο μ'όνομα παραμυθιά
Μύρισα της λήθης το λουλούδι

Μάτωσα τη θάλασσα,τη γέμισα πληγές
Κύμα η καρδιά μου θα τις σβήσει
Ήπια από έρωτα αρχέγονου πηγές,
ήτανε το πιο γλυκό μεθύσι.

Έφτιαξα ένα άστρο μοναχός στον ουρανό,
πήρα υλικά απ'το κορμί της.
Μίσεψα σε γαλαξία άλλο, μακρινό...
Είμαι τώρα ήλιος και πλανήτης.


Κώστας Σφενδουράκης

Επόμενος σταθμός Άδης

Είμαι ένα βήμα πιο κοντά στον Άδη
μέσα στο Μετρό.
Τούνελ πανικού, νοσηρό σκοτάδι.
Τους παλμούς μετρώ.

Επόμενος σταθμός στο Μεταξουργείο,
κόσμος σκοτεινός
στις χειρολαβές, μοιάζει με σφαγείο,
λείπει ο καπνός.

Άντε φτάσαμε Σύνταγμα επιτέλους
γύρισα ζωή!
Γύρω μου κοιτώ μήπως δω αγγέλους...
Κοσμοσυρροή.


Κώστας Σφενδουράκης

Έμινε

πάει αυτό ήταν Εμινέ της είπε τώρα μπήκες στη ζωή μου και δεν πρόκειται να βγεις έτσι
άνοιγε εκείνη τα συρτάρια και πέταγε έξω ό,τι έβρισκε γιατί στην καινούρια ζωή πας με καινούρια ρούχα και πράγματα με καινούρια μυστήρια άλλες τελετουργίες έτσι τα'βγαλε όλα
και τα 'συρε ως την αυλή να βάλει φωτιά και να τα κάψει από μέσα της φώναζε κείνος να
γράφει κι ένα ποίημα μαζί να'ναι μόνο για δυο για τους δυο τους να μη χωράει άλλον πάμε
πάλι απ'την αρχή ξύστρα μολύβι μαύρες γραμμές ως πού ως πού ρώταγε η άλλη μην
κρυφτείς κάτω απ'το κρεβάτι ούτε στις τρύπες των δέντρων έχουν μάτια τα φυλλώματα έχουν
στόματα οι ρίζες δίπλα τους πλαστουργούσε η αιωνιότητα τη θάλασσα τ'αλμυρίκια τα
δέντρα ζεστή που είναι η άμμος το καλοκαίρι τον ήλιο χρώματα ήταν ήδη σε κακή
κατάσταση όταν έσπαγε τα πιάτα και τα ποτήρια άνοιγε το ψυγείο έπινε παγωμένο νερό μια
το'ριχνε στο κεφάλι της έσταζε κι ήρθαν οι καμήλες της Αφρικής τα πουλιά τα ψάρια κι
ολόκληρος ο Νείλος και μπήκαν μέσα στην κουζίνα της φίλαγε τους καρπούς και το κορμί
της ήταν χαρούμενο μόνο τα χαρούμενα σώματα αγαπούν ιδανικά Εμινέ τα λυπημένα δεν
έχουν χρόνο ούτε λόγος για τα νεκρά κι όμως των ερώτων μου οι νεκροί μιλούν για τους
ζωντανούς ποιος με παρατείνει ο Αδάμ η Εύα ο Κόνδορας τα Ελάφια τα Καράβια οι άγκυρες
τα Παραμύθια οι Νύχτες η Νύχτα όσα πετούν και παρασύρουν στο πέταγμα κι αυτός
προσπαθούσε να κλείσει τη βαλίτσα με τα χαρτιά και τα υφάσματα κρατούσε το χέρι της
φοβόταν μην αντιδράσει της έδωσε το φάρμακό της "για όλους εγώ σ'αγαπώ" ξάπλωσε
εξουθενωμένη παραμέρισε αυτός όσα τον θύμωναν μελαγχολικά κι αδιευκρίνιστα υπό
προθεσμία κοίταξε τα μάτια της ήταν θαμπά θαμπά είναι τα μάτια της σκέφτηκε ήθελε να πει
μια ιστορία να τώρα θα την επινοήσει κάπου κάπου τον διέκοπταν οι ανάσες της του τέλους
και στο θώρακά της ακούγονταν μια καρδιά άτονη λίγοι παλμοί λίγος βήχας ένα τρέμισμα
στα χέρια της ίσως πεθάνει παρατήρησε ήταν τα μάτια της Εμινέ σαν τα δικά σου ήθελε να
ζήσει χωρίς ν'ακυρωθεί αλλά η ευαισθησία της δεν την άφηνε της έδωσε με το ζόρι λίγο
σιρόπι ο βήχας επιδεινώθηκε της έβαλε τη μάσκα των εισπνοών την έλεγαν Lorelei όπως
εκείνη τη Σειρήνα στη γερμανική μυθολογία που μάγευε τα καράβια κι αυτά τσακίζονταν
στους βράχους-Άλκηστη είπαμε?τράβηξε λίγο τη μάσκα για να ψιθυρίσει -Άλκηστη ναι
άκουγε Mozart και Delafosse μεγάλωσε στη Σκυθία την κοιτίδα της μαγείας λένε πως στο
Vesinet και στο Pecq φέρανε και πουλάνε μαύρο τσάι από την Ινδία το καλύτερο αύριο κιόλας
θα πάω να το ψάξω-Στη Μεσοποταμία είπαμε?-Ναι στις όχθες του Τίγρη απέναντι η
Σελεύκεια να με βοηθάς στις μεταφράσεις μου αυτή είναι η υπόσχεσή σου θα ζήσουμε στην
Ωφίρ στο είπα άκου το αηδόνι Εμινέ κλείσε τα μάτια άκου...


Χαριτίνη Ξύδη

Λαχτάρα

Δεν μπορεί αυτήν την γη να αποκτήσει που ποθεί
την βροχή διψά μα αυτός της δίνει δάκρυ
με το βλέμμα του επάνω της με χρώματα, βαθύ
να διαχέεται απ' τη μια ως την άλλη άκρη.

Δεν μπορεί να την ξεχάσει όμως πια την ομορφιά
τούτη η γη είναι των πόθων του η βεράντα
μα μια μέρα θα χωθεί το ξέρει μέσα της βαθιά
και θα μείνει εκεί βαθιά μέσα για πάντα...


Κώστας Σφενδουράκης

Ο εχθρός

Μια υποχθόνια αγάπη και μίσος παρέα
του μολυβένιου στρατού και της χάρτινης πόλης
του μυαλού , του εαυτού , του μεγάλου μου εχθρού
που σαν βαδίζω μπροστά θα μου κόβει τη θέα .
...
Ο εαυτός μου είναι ο μεγάλος εχθρός μου .
Θάνατος στον εχθρό !
...
Μολυβένιε στρατέ σιγανά να σκοτώνεις
τον εχθρό εαυτό μου ,μεσ’ τη χάρτινη πόλη .
Μολυβένιε στρατέ σιγανά να σκοτώνεις
Σιγανά το μυαλό να λυτρώνεις .


Pandiony

Στιγμές στιγμές και στάλες

Στιγμή στιγμή το χτίσαμε το τέλος
τοπίο αρρωστιάρικο η αγάπη
τον έρωτα κλειστό σ' ένα ντουλάπι
να μη μπορεί να ρίξει ούτε ένα βέλος.

Στιγμή στιγμή στο δρόμο μας παγίδα
να κρύβει κάθε μία υποψία
ο πόθος μας σε ρόλο εφαψία
υπό των αποστάσεων την αιγίδα.

Στιγμή στιγμή κι άλλες στιγμές επίσης
θα φύγουν βασανίζοντας την σκέψη...
ποιος μπόρεσε λοιπόν να τα επιστρέψει;
τα " σ' αγαπώ " δεν έχουν εγγυήσεις

Στιγμή στιγμή ως να χαθεί η μνήμη...
ειν' έρωτας; δεν έχει σημασία
θα μένει ίσως μες στην φαντασία
ή κάπου θα διαδίδεται σαν φήμη...


Κώστας Σφενδουράκης

Οχι ναυάγιο...όχι!

Όοοοοοοοοοοοοοοοοοοοο..οοοοοοοοοομμμμμ..
Η βυσσινάδα αγκαλιάζει τα παγάκια με μια αύρα ωχρή, /(-[{που είσαι εσύ_εσύ είσαι εσύ εσύ!}]-)/
την πίνω, αραιωμένη με -κάτι μυστικό-.Οι αγκαλιές με φοβίζουν, φοβάμαι τι να θυμάμαι μετά...
Σαν αγάπη που ξεχειλίζει όταν δεν την ρουφάει κανείς... πέφτει στο πάτωμα και στραπατσάρεται [σε χαρτί απορροφητικό για τα απορρίματα] .
Έχουν υπάρξει στιγμές που ένιωσα αυτό το ρούφηγμα, όπως νιώθω τις στιγμές που προκαλώ πόνο.Είναι αμφίδρομη αυτή η κίνηση σε όσους έχουν ακόμα αισθήματα. Αυτά όμως είναι χάδια, χάδια είναι, ναι. Και την πίεση νιώθω, πραγματική, στα μηνίγγια, με ιλιγγιώδεις ταχύτητες σκέψεων που προσπαθούν να φτάσουν στο σημείο που διαπερνά το υποσυνείδητο.{Τώρα που γράφω το γόνατό μου, το χτυπημένο, ακουμπά στο πλυντήριο πίσω απ την μπάρα και ζεσταίνεται στην μηχανή του πλυντηρίου..}.Κάποια στιγμή ψωνίστηκα σε μανάβικο, αλλά δεν ήμουν εσπέριο μήλο ή κάποιο εσπεριδοειδές λάθος. Το τελάρο ήμουν, με ένα λιωμένο ακτινίδιο και χαλίκια και ξερά φύλλα [ιτιάς ?] .[Γαμώτο, τι τέλεια που ήταν! να το ξανακάνεις]
Λοιπόν πρίν απ' αυτό, δεν είχα αναπνευστήρα και βούτηξα και βρήκα ένα χρυσό καράβι που ναυπηγήθηκε μυθικά εκεί στον βυθό. Όχι ναυάγιο.Μη σε ξεγελάν τα φαινόμενα, τα αισθητά...
Από πάντα ονειρευόμουν ένα καράβι, αυτό το καράβι που σε μια άλλη ζωή σχίζει ''τη θολή γραμμή των οριζόντων''.
Δεν ξέρω-είσαι κι εσύ εκεί.Μια βυσσινάδα με βότκα δλδ και τα παγάκια. Περιτριγυρισμένοι από σκελετούς και θησαυρούς.Μ'αρέσει να κάθομαι δίπλα τους, να γεννιέμαι από τις ηλιαχτίδες που ξιφίζουν την θάλασσα και φτάνουν ως εκεί και λαμπυρίζουν.Να φωτίζομαι, να βλέπω καθαρά στα μαύρα νερά για να γράφω με αυτή την αίσθηση. Σαν αρμονική τρικυμία, για τα ιδανικά που βρίσκονται και χάνονται [lost and found, συμπληρώστε τη φόρμα παρακαλώ.Τη φόρμα από την άλλη μεριά,κυρία μου, όχι στο άδειο, εκεί με τα κουτάκια...-καλά χαζή είναι αυτή!βαρεμένη...]Στίβω το μυαλό μου και βγαίνουν στήμονες, προσπαθώντας να καταλάβω μπήκα εκεί, εκεί που δεν... που δεν θέλω να βγω...με κλωτσάν και δεν λέω να βγω...αναπνέω τις φούσκες... με τραβάνε οι φουσκωτοί και δεν θέλω ,σας λέω, να βγω, αφήστε με εδώ δίπλα απ' τη νεκροκεφαλή μου να γράφω τα ξόρκια που θα την αναστήσουν και το καράβι της θα γεμίσουν πανιά...
έιι...έιι...κάποιος μέσα μου ψιθυρίζει...[-έιι μαλάκα μου-] έγινε αυτό... στο κατάστρωμα είσαι... το καράβι σε ταξιδεύει... και εσύ διαβάζεις και γράφεις...!


Pandiony

Γαλάζιο

Η ειρήνη αραιώνει το θάνατο και μεγαλώνει
το φόβο παίζοντας σκηνές της απουσίας μας.
Είδατε ποιητή να πεθαίνει, τίποτα, δεν συμβαίνει
τίποτα απ' όσα σας γελούν όταν διαβάζετε.
Ο κόσμος της γλώσσας παραμένει αδιάφορος
όσο και οι μακρινοί αστερισμοί και περιμένει
κάποιον καινούριο πλανημένο από το ζωτικό της
ψεύδος. Βγαίνεις τη νύχτα ύστερα από λόγια
γραμμένα σχεδόν σαν μόλις έχοντας κάνει
σε γυναίκα έρωτα και δεν σε πιάνει ο ύπνος
κι όπου κι αν είσαι είναι κήπος επειδή γυμνός
ξανακοιτάζεις σαν παιδί προς τ' άστρα εκείνα
που τα πρόδωσες με βλέμμα και ποτέ δεν πρόδωσαν
κι ενώ περίμενες μια τιμωρία θεού
έχει μικρύνει ξαφνικά η παρουσία της επομένης
του θανάτου σου στον κόσμο και μετράς
όλα τα ευχαριστώ για όλα που δεν έδωσες
καθώς ο πόλεμος που έρχεται αναπόφευκτα
πυκνώνει τη ζωή του ενός στις διαστάσεις της.
Θέλησα γαλάζιο και αγάπη σάρκας πριν
ακόμα κι από την πρώτη λέξη του ποιήματος.


Γιώργος Μίχος

Ο Κώστας

Κάποτε ο Κώστας πήρε τους δρόμους γι'αλλού να φύγει.
Ήταν ο τόπος,εκεί που ζούσε,μια μαύρη αλήθεια.
Σαν ένα φίδι που το λαιμό του σφιχτά τυλίγει...
Πήρε τους δρόμους να ζήσει όπως στα παραμύθια.

Πήρε τους δρόμους και περπατούσε χωρίς να πέφτει.
Έπαιρνε θάρρος από το πάθος,απ'την ελπίδα.
Όμως,μια μέρα,ενώ κοιτιόμουν μες στον καθρέφτη
Τον αναζήτησα-εκεί τον έβλεπα-μα δεν τον είδα.


Κώστας Σφενδουράκης

Τα σκουλήκια

Τρώνε και πίνουν οι φαγάνες,
πετρέλαιο βάζουνε για σως
και τα στομάχια τους χοάνες
μέσα να λιώνει ο χρυσός.

Μυριάδες κάτω τα σκουλήκια
έρπουν και παίρνουν μυρωδιά.
Απ'των φαγάνων τα μανίκια
έστω να γλείψουν τη λαδιά.

Κι ένα σκουλήκι λέει στ'άλλα:
θ'ανέβω στο τραπέζι εγώ,
θα φτάσω μέχρι την κουτάλα,
αν με ψηφίσετε αρχηγό.

"Σύντροφε",λένε τα σκουλήκια
-θέλουν να πουν,"πουτάνας γιε",
μα ας όψονται τα μπινελίκια-
"σε σένα ελπίζουμε αρχηγέ!"

Τον ψήφισαν μα άλλαξε πλάνα
σαν έφτασε στην κορυφή.
Μια σκέψη του, σ'έναν φαγάνα
ξεδίπλωσε,που'χε κρυφή...

Υπέγραψε τη συμφωνία
για λίγα ψίχουλα φαΐ
Των σκουληκιών την κοινωνία
είχε πουλήσει εσαεί.

Τώρα τα έχουν να τα λιώνουν.
Φτιάχνουν πανάκριβη αλοιφή,
το δέρμα τους ν'ανανεώνουν
στην καθημερινή τρυφή.


Κώστα Σφενδουράκης