«Θέλουν να σας κάνουν καλά. Αλλοίμονο, εκεί φτάνει ο παραλογισμός των λογικών. Καλά, δηλαδή να γυρίσετε πίσω, έξω στην τέφρινη πραγματικότητα, να ξαναδήτε πίσω με την κρίσι του ακέραιου μυαλού την πιο αβάσταχτη, την πιο αρμολογημένη αλλόφρονη λογική της ζωής που σκοτώνει την ανθρώπινη καρδιά. [...] Μα τι θα βάλετε στη θέση του οράματος εσείς οι λογικοί; [...] Καλοπροαίρετοι γιατροί μου, αν επιμένετε να με γιατρέψετε από κάτι, γιατρέψτε με από την λογική».

Ρώμος Φιλύρας από το δρομοκαΐτειο

οντότητα

Την θέλω γυμνή την ψυχή
μα εκείνη με θέλει ντυμένο
και κάθε που βγάζω ιαχή
αυτή την μετράει σαν αίνο.

Το πνεύμα το θέλω πουλί
εκείνο με θέλει για σκλάβο
καράβι του, δίχως βουλή
για πάντα δεμένο με κάβο.

Η σάρκα μου μια μηχανή
εν μέσω αοράτων ιμάντων
τα λάθη μου εδάφη αχανή
κι αρχή είν' ο θάνατος πάντων.

Ψυχή, σάρκα, πνεύμα• καρδιά
δεν μ' έχει αγαπήσει κανένα
μα εσύ φοράς ρούχα φαρδιά
αν θέλεις, χωράνε κι εμένα...


Κώστας Σφενδουράκης

Χ(ε)ίλια δίστιχα



Δημήτρης Ε. Σολδάτος

Η λύπη εξευγενίζει

Θα μπορούσα να πω: η λύπη μου του αισθηματία
που απ' το αλάτι των δακρύων κάνει αγάλματα...
εύκολα κάνεις κακή ποίηση με ωραίες εικόνες
κι ούτε που θέλω πια κανείς να με πιστέψει
που αγγίζω κάποτε αγάπη από την εκφρασμένη
κι απ' την πατημένη όπως τη φέρνει όλο πόνο
ο λόγος των ανθρώπων. Γιατί από λέξεις είναι
ακόμα ότι μας πλήγωσε και ψάχνει λέξεις
κάποια γλώσσας άγνωστης να κλείσει την πληγή.
Γεμίζει ο κόσμος θύματα μιάς εκ των υστέρων ερμηνείας
κι ανοίγει μέσα τους ο πόνος και ξοδεύονται:
Να φτιάξει χάρτες από λέξεις που κάποτε διαβάζονται
τόσο απ' τους άλλους όσο του είναι αόρατοι.
Η λύπη μου είναι από συνθήκη του ανθρώπινου
που εξευγενίζεται από λέξεις και ματώνοντας
να κρύψει πως του λείπει αέρας να τον αγαπούν
και να το κλάψει κάποτε κοιτώντας θάλασσα.


Γιώργος Μίχος

Με μόνο της ζωής τη μαρτυρία

Με μόνο της ζωής τη μαρτυρία
βιώνω την πορεία προς τη λήθη
ατέλειωτη και άθλια τιμωρία
οι εξουσίες, τα κτίρια, τα πλήθη.

Κοιτάζοντας πίσω στην Ιστορία
φαντάζουνε στα μάτια μου σαν μύθοι
εκείνοι που τα βάλαν με "θηρία"...
θολή η συμβολή τους, δεν με πείθει.

Ανήκω σε εποχή ανυπαρξίας
υπάρχει μόνο ό,τι δεν θέλω να 'μαι
υπάρχει όμως κι αυτός ο ταραξίας
που με ξυπνά για λίγο όταν κοιμάμαι

να πάρω τόσο όσο μου ανήκει,
όσο έχω αποδεχτεί από τη φρίκη...


Κώστας Σφενδουράκης

Φόβοι

Φοβάται! Η συνήθεια αν ανατρέψει
το θρόνο της δικιάς του ουτοπίας
στη μέση, θα κρεμάσει, της πλατείας
το φως του, το σκοτάδι του, τη σκέψη.

Φοβάται η ψυχή του μη γεμίσει
με λάσπη, πέτρες κι υψωθούνε τείχη
θα πάψει ν' αναπνεει και οι στίχοι
νεκροί στη σύλληψη πριν τους γεννήσει.

Φοβάται μην ανοίγοντας το στόμα
αντί να βγει τραγούδι να ξερνάει
του κόσμου που μισεί την αηδία.

Κι όταν πεθάνει θα απαιτούν το πτώμα
- φοβάται - όσοι τον κάναν να πονάει,
για να τον συνοδεύσουν στη κηδεία.


Κώστας Σφενδουράκης

Φεγγαράκι

Της αγάπης το φως

coitus aliena



περισσότερα για τους coitus aliena

Πάρτι στην Ομόνοια



(από την ομώνυμη θεατρική παράσταση που έπαιξε η Άννα Γκούντρα)

Αριστερή μπαλάντα

Μοιάζουν να 'ναι για τον κόσμο μάλλον προβληματισμένα
το 'να πόδι στην Ευρώπη τ' άλλο αλλού κι ισορροπούνε
κι αν δεν έχουνε ιδέες, όταν πιάσουνε την πένα
τον μικρό τους Τσε, τον Τσίπρα, τι τους είπε θα σκεφτούνε.
Τον φοβούνται κιόλας μήπως νοιώσει ότι τον απειλούνε
γιατί βγάζει απ' τη σκακιέρα όλα τα άχρηστα τα πιόνια
όμως βλέπει τους δικούς του σαν αδέλφια, κείνους που 'ναι
τα παιδιά των εργολάβων, μαυραγοριτών τα εγγόνια.

Να κι αυτοί της Παπαρήγα λίγο τα 'χουνε χαμένα
το δρεπάνι έχουνε πιάσει απ' την άλλη, θα κοπούνε
θα κοπούν και στο λαιμό τους που το βάλανε καδένα
κι όταν τους κουκουλοφόρους κοπανάνε όπου βρούνε
απαγγέλουνε τον Ρίτσο,Θεοδωράκη τραγουδούνε
και τους ραίνει η Αλέκα με του Στάλιν την κολώνια...
πάντα βλέπει τους δικούς της σαν αδέλφια, κείνους που 'ναι
τα παιδιά των εργολάβων, μαυραγοριτών τα εγγόνια.

Να κι οι σκόρπιοι, τον Αλέκο θέλανε κι έγιναν ένα
μ' έναν πόθο: με τους άλλους στη Βουλή να ενωθούνε.
Βλέπουνε τον Αλαβάνο να μιλάει στον Αντένα
ν' αναπτύσσει θεωρίες που πρώτη φορά ακούνε
τι πειράζει αν δεν γουστάρουν, τι πειράζει αν διαφωνούνε;
μήπως νιώθουνε κι ανάξιοι να του δέσουν τα κορδόνια;
μήπως βλέπουν τους δικούς του σαν αδέλφια, κείνους που 'ναι
τα παιδιά των εργολάβων, μαυραγοριτών τα εγγόνια;

Ολοι τσούρμο της κουλτούρας και του μόχθου τραγουδούνε
με την ποίηση, την τέχνη, με πανό και με καδρόνια
όλοι βλέπουν τους δικούς τους στον καθρέφτη, κείνους που 'ναι
τα παιδιά των εργολάβων, μαυραγοριτών τα εγγόνια.


Κώστας Σφενδουράκης

Προφητεία

Προφητεία

Παναγιώτης Πάκος

Not a word

Not a word

Παναγιώτης Πάκος

LastSolo


Παναγιώτης Πάκος

Χειμωνιάτικο παραμύθι

Χειμωνιάτικο παραμύθι

Παναγιώτης Πάκος

Θα σε αγαπάω


Παναγιώτης Πάκος

Τυχαίο;...

Ήμουνα χθες στου συνδικάτου την πορεία:
απέναντι καθόμουνα, σ’ ένα παγκάκι,
έκανε κρύο – είχα γίνει σαν παγάκι –
μα αξίζει ο αγώνας την ταλαιπωρία.

Είχε ρυθμό η διαδήλωση, κρατούσα τέμπο
κοιτάζοντας τ’ αγωνιζόμενο τ’ ασκέρι
και το κρατούσα με τ’ αριστερό μου χέρι
γιατί με τ’ άλλο έτρωγα τον πασατέμπο.

Μετείχα στην διαδήλωση από κει με πάθος
– τι δίκαιος και διεκδικητικός ο αγώνας! –
όμως μου πιάστηκε ο αριστερός αγκώνας
κι έτρεμε απ’ την παγωνιά η κάτω γνάθος.

Τυχαίο;... Όχι! Με καλούσε το καθήκον
να συνεχίσω τον αγώνα μου κατ’ οίκον!


Κώστας Σφενδουράκης

Άκου τ' αηδόνια

Άκου τ' αηδόνια

Μουσική: Idir (A vava inouva)
Τραγούδι: Σταυρούλα Μάκρα


Τις νύχτες στην ερημιά άκου τ’ αηδόνια
Τ’ άκουσα να πέφτουν με σπασμένα φτερά
Αν θέλεις να φύγεις μακριά, άκου τ’ αηδόνια
Τ’ άκουσα να πέφτουν σε πηγάδια ξερά

Έρχετ’ η ανατολή
σαν πάγια εντολή,
μα κι ο ήλιος για να βγει
ψάχνει πλέον αφορμή.
Λίγη χαρά ζητάει να βρει στα βλέμματα
Μα βλέπει στις καρδιές συρματοπλέγματα

Γιατί να ’χει η καρδιά
συρματοπλέγματα

Τις νύχτες στην ερημιά άκου τ’ αηδόνια
Τ’ άκουσα να πέφτουν με σπασμένα φτερά
Αν θέλεις να φύγεις μακριά, άκου τ’ αηδόνια
Τ’ άκουσα να πέφτουν σε πηγάδια ξερά

Κόκκινος από ντροπή
βγαίνει ο ήλιος την αυγή.
πίνει πικρό νερό,
τρώει βρώμικο ψωμί.
Και τα παιδιά του κόσμου του χαμογελούν
μα αν βγουν απ’ την κρυψώνα τα πυροβολούν

Μη βγεις απ’ την κρυψώνα.
Ο ήλιος είναι εχθρός

Τις νύχτες στην ερημιά άκου τ’ αηδόνια
Τ’ άκουσα να πέφτουν με σπασμένα φτερά
Αν θέλεις να φύγεις μακριά, άκου τ’ αηδόνια
Τ’ άκουσα να πέφτουν σε πηγάδια ξερά


Παναγιώτης Πάκος

Άνθρωποι και ποντίκια

Συνωστισμός επικρατεί στη διμοιρία -
μια νυχτερίδα απ’ το παράθυρό μας μπήκε
κι όλος ο λόχος μαζεμένος, τη χαζεύει,
λες και δεν έχουν ξαναδεί πουλί ποτέ τους
(και τι πουλί; Ένα ποντίκι με φτερά,
σαν όλ’ αυτά που σουλατσάρουν στην κουζίνα,
στις αποθήκες κι όπου μένει φαγητό -
τρώνε συνέχεια μπας και βγάλουνε φτερά
και μας αφήσουνε και φύγουν κάποια μέρα.
Μα τα ποντίκια είναι ποντίκια ό,τι κι αν φάνε,
πουλιά δε γίνονται, κι ας βγάλουν και φτερά…)

Στην αγκαλιά μου κελαηδάει ένα πουλάκι,
φωλιά-αγκαλιά, φιλί-πουλί κι ας μην πετάει.


Παναγιώτης Πάκος

Χαϊκού

Εντός ορίων.
Πέντε, επτά και πέντε.
Ελευθερία!

~

Μετά τη βροχή.
Στο νερόλακκο δίπλα.
Ένα σπουργίτι.

~

Λόγια ψυχής.
Ακατέργαστα βγαίνουν.
Άκρατος οίνος.

~

… τακ τικ τακ τικ τακ …
Ακόμα και η σιωπή
στόλισμα θέλει.

~

Έρωτας είναι
όταν όλο το σύμπαν
σε δώμα χωρά.

~

Χελιδόνια.
Θα μας λείψουνε φέτος.
Αντιπαροχή!

~

Καμένα δάση.
Γκρίζα βουνά και πόλεις.
Δολοφονία!


Γιώργος Πρίμπας

Γράμμα ενός λιονταριού σε άλλο


Συγχώρεσέ με φίλε μου γι’ αυτό που θα σου πω.

Δεν  σου ’γραφα τώρα καιρό, ήθελα να ’μαι μόνος∙

ίσως που δεν αντέχω πια τον χώρο τον κλειστό,

ίσως το άνοστο φαΐ ή της ζωής ο χρόνος.

Στον κήπο ετούτο εδώ που ζω τον ζωολογικό

θλίβομαι, είναι η θλίψη μου τρομακτική αλλ’ όμως

νοιώθω ένα συναίσθημα στοργής στο παιδικό

βλέμμα που λάμπει από χαρά και μου περνά ο τρόμος...

Ελπίζω φίλε μου εσύ να είσαι πιο καλά

γιατί είσαι νέος και γυρνάς τώρα τον κόσμο όλο,

μα ο δαμαστής – μου είχες πει – δεν σήκωνε πολλά

είναι κακούργος στην ψυχή μ’ αποκοτιά και δόλο.

Δουλεύεις μου ’πες – σ’ έβαλε – ακόμα πιο πολύ,

μέθη των εξουσιαστών είναι στην ιστορία

την εξουσία να βγάζουνε φορώντας μια στολή

μόνο σε ανυπεράσπιστα που πιάνουνε θηρία.

Οι άνθρωποι πολλές φορές νοιώθουν σημαντικοί

με μια καρέκλα, μια στολή και βούρδουλα στο χέρι

κι αν και εγώ δεν άλλαξα σ’ αυτή τη φυλακή

βλέπω μια κάποια αλλαγή στων δεσμωτών τ’ ασκέρι:

μοιάζουνε σαν αιχμάλωτοι τον τελευταίο καιρό,

έχουνε χάσει απ’ τη ματιά της δύναμης τη λάμψη,

γεμάτοι είναι της ζωής προβλήματα θαρρώ

αυτά τους μαστιγώνουνε, αυτά τους έχουν κάμψει.

Ζούγκλα απ’ αυτή χειρότερη δεν πρόκειται να δω,

ο αέρας είναι από καπνό και θάνατο ένα μείγμα,

σε ανήλεα χέρια πέσαμε και άδικα εδώ

ελεύθεροι, αποκτήσαμε του σκλάβου πια το στίγμα...

Όμως μ’ ελπίδα φίλε μου το γράμμα μου αυτό

θέλω να κλείσω λέγοντας θα ’ρθει ο καιρός ετούτος

στη ζούγκλα να επιστρέψουμε, πιστεύω είναι γραφτό

και θα ’ναι εκείνη η στιγμή ο πιο μεγάλος πλούτος.

Δεν είναι άνθρωποι εκεί δεν έχει ούτε κλουβιά,

θα αλληλοαγαπιώμαστε σε λευτεριάς αέρα,

τη λευτεριά αυτή αδερφέ κράτα μες στην καρδιά,

να ξέρεις θα ’ρθει δεν αργεί η ευλογημένη μέρα...


CARTA DE UN LEÓN A OTRO του Chico Novarro
Από μετάφραση της Alba Lisett Ruiz
 Εμμετροποίηση: Κώστας Σφενδουράκης

Ο άνθρωπος που γελούσε

Η πρώτη εντύπωση.

Άψογη η εκτύπωση:

γνήσιο χαρτί Kodak, ζωντανά χρώματα,

σωστή η γωνία λήψεως και ο φωτισμός.

Αναμφισβήτητα αναγνωρίζω τον εαυτό μου

στο εικονιζόμενο πρόσωπο.

Όμως

το σκοτάδι που μόνιμα κατοικεί στα μάτια

βγήκε καστανού χρώματος,

η δίνη του στόματος

έχει περιοριστεί σε δυο κόκκινα χείλη,

αυτά τα καλοχτενισμένα μαλλιά δεν αντανακλούν

επ’ ουδενί την αταξία στο κεφάλι μου

κι αυτό το μονίμως χαμογελαστό πρόσωπο

-Πώς να το πω;- ασυστόλως ψεύδεται,

αγαπητοί μου φίλοι.

Σωτήρης Παστάκας

Μουσούδια μαύρου αγριεύοντας

Από τις ευτυχίες πάντα αρπάζονται
κάτι μουσούδια μαύρου αγριεύοντας
και οπισθοχωρείς προς την οδό των ποιητών
Εκεί όλο λέξεις πατημένα ρόδα κι όσοι φύγαν
σου κάνουν μεσημέρι συντροφιά με το ποδήλατο.

Αργείς, αργείς στις ηλικίες απομνημονεύοντας
κάτι το άφωνο που αφήσαν πίσω οι άλλοι
αρχίζει από πικρό κι έχει την πείνα ακόρεστη
όσο να του διαμορφώσεις τον αέρα του
σε οστά κραυγής που εξημέρωσες και πάλι.

Είναι άλλου είδους η μοναξιά όπου ξοδεύεσαι
γεμάτη από ζωφόρο ημιτελή και υάκινθους
γεμάτη από θηρίο κι ίσως κι από άγγελο
όταν ο χρόνος που άνοιξε σου κατανεύει.

Μα θα μου πεις είναι κι αυτό που ανέρχεται
του αντιστέκομαι σου λέω όσο να γίνει
κάτι βαρύ από το χρόνο που ενσάρκωσε
να πάρει λέξεις ταπεινές με μέλλον άπεφθο.

Τότε οδός ποιητών με ξαναβρίσκει αυτό το αίσθημα
πως στο από πριν χαμένο επιμένοντας είναι ένας τόπος
εύγλωττος από μάτια παιδικά σε θλίψη για να πας
σε μια προσωπικού θανάτου πολυτέλεια.

Γιώργος Μίχος 

Μπαλάντα του φωτός

Να, τώρα ξεκινήσαμε ταξίδια
διασχίζουμε βουνά κι ωκεανούς
να φύγουμε επιτέλους απ’ τα ίδια
αυτά που τα σιχάθηκε ο νους∙
θεωρήσαμε τους λόγους ικανούς ...
αυτός ο τόπος στο σκοτάδι μένει
και μέσα του βυθίζει τους αγνούς
μα κάπου όμως το φως μας περιμένει.

Μπλεχτήκαμε στων άλλων τα παιχνίδια
με αφέλεια αναπτύξαμε δεσμούς
κοντέψαν να μας πνίξουνε τα φίδια
αυτών που μας φορτώσαν με θυμούς
και κει με της συνήθειας δισταγμούς
βαραίναμε και μέναμε δεμένοι
στων σκοτεινών θεών τους τους βωμούς∙
μα κάπου όμως το φως μας περιμένει.

Μας έταξαν χρυσάφια και στολίδια
αθάνατους του πνεύματος χυμούς
μας έδωσαν της σάρκας τα σκουπίδια
μας έσυραν σ’ απότομους γκρεμούς
με απόρριψη, με χλεύη, με διωγμούς
και την ελπίδα αφήσαμε κρυμμένη,
θαμένη σε απόγνωσης λυγμούς
μα κάπου όμως το φως μας περιμένει.

Σε άλλους τόπους σ’ άλλους ουρανούς
σε άλλες καρδιές παντού στην οικουμένη
ίσως βαθιά, σε χρόνους μακρινούς
μα κάπου όμως το φως μας περιμένει.


Κώστας Σφενδουράκης

Γκάμπριελ

Ο Γκάμπριελ ζούσε σε σπίτι,
σε συνοικία ιταλική,
μα όταν γνωστός έγιν’ εκεί
πήρε το δρόμο για την Κρήτη.

Ο Γκάμπριελ επιθυμούσε
να μην τον ξέρουν πουθενά
πάνω στης Κρήτης τα βουνά
ήταν ο τόπος που ποθούσε.

Ο Γκάμπιριελ πια είχε κάψει
όσα τον «έδειχναν» χαρτιά
σε μια ανεμόδαρτη φωτιά
που από τη γέννα του είχε ανάψει.

Ο Γκάμπριελ ζει με ειρήνη
κι έχει κρεμάσει στα Χανιά
ένα κρεβάτι από σχοινιά
που τα ‘χει δέσει στη σελήνη.

Ο Γκάμπριελ τώρα στο δέντρο
ποτέ δε γνώρισε κελί
ούτε αρχηγό ούτε φυλή...
του κόσμου του έγινε το κέντρο.


Κώστας Σφενδουράκης

Το δέντρο των αγνοημάτων

Μια συμφορά τυλίγεται στο δέντρο.
Όλοι οι αδικούμενοι δέντρα είναι
αν το προτίμησαν αυτό, μονάχα ν'αδικούνται.
Η συμφορά με γήινο χρώμα
τυλίγεται στο δέντρο.
Ω δύναμη της ζωής
λιώσε της συμφοράς το κεφάλι.

Νίκος Καρούζος

Νύχτα του άγρυπνου έρωτα

Νύχτα πάνω από τους δυο με πανσέληνο,
εγώ βάλθηκα να κλαίω κι εσύ γελούσες.
Η καταφρόνια σου ήταν ένας Θεός, τα δικά μου παράπονα
στιγμές και περιστέρια αλυσοδεμένα.

Νύχτα κάτω από τους δυο. Κρύσταλλο οδύνης,
έκλαιγες εσύ από βάθη απόμακρα.
Ο πόνος μου ήταν ένας σωρός από αγωνίες
πάνω στην αδύναμη καρδιά σου από άμμο.

Η αυγή μας έσμιξε πάνω στο κρεβάτι,
τα στόματα βαλμένα πάνω στο παγωμένο σιντριβάνι
του αίματος τ αστείρευτου που χύνεται.

Κι ο ήλιος μπήκε απ το κλειστό μπαλκόνι
και το κοράλλι της ζωής άπλωσε το κλαδί του
πάνω στην καρδιά μου τη σαβανωμένη.

Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα
(από τα σονέτα του σκοτεινού έρωτα)

Αμνησία

Η κάθε μέρα σαν τη γομολάστιχα
σβήνει την προηγούμενη και πάει.
Άλλοτε σβήνει την επόμενη,
καμιά φορά ολόκληρη βδομάδα.

Βροχές θυμάμαι και πουλιά
και ιστορίες που δεν έζησα ποτέ μου.

Τις νύχτες γράφεται το μέλλον μου,
τα φοβερά καθέκαστα της επομένης,
και πρέπει να ξυπνάω στις εφτά,
με την ψυχή στα δόντια να γυρίζω,
για να προλάβω τις παραγγελίες.

Χιόνια θυμάμαι και βουνά
και εξορίες που δεν έζησα ποτέ μου.

Λησμόνησα τους ίδιους τους γονείς μου,
πώς ήτανε και ποιοι και πόσοι.
Κοιτάζω γράμματα, φωτογραφίες,
δεν ξεχωρίζω ζωντανούς και πεθαμένους.
Γριές και γέροι και παιδιά,
μεσήλικες θλιμμένοι.

Μάτια θυμάμαι και φωνές,
πρόσωπα που δε γνώρισα ποτέ μου.

Μιχάλης Γκανάς

Εδώ σ'αγαπώ

Εδώ σ'αγαπώ.
Ο άνεμος ξεμπλέκεται στα σκοτεινά τα δέντρα.
Και φωσφορίζει η σελήνη στα ρέμπελα νερά.
Περνούν οι μέρες όμοιες η μια απ' την άλλη.

Διαλύεται η καταχνιά σε χορευτές φιγούρες.
Ένα γλαράκι ασημί ξεκρέμεται απ'την δύση.
Αραιά και που κάποιο πανί. Ψηλά,ψηλά τ'αστέρια.
Ή καραβιού μαύρος σταυρός.
Μόνος.
Καμιά φορά με βρίσκει η αυγή
κι είναι υγρή ως και η ψυχή μου.
Ηχεί,αντηχεί η θάλασσα η αλαργινή.
Αυτό είναι λιμάνι.
Εδώ σ'αγαπώ.

Εδώ σε αγαπάω και μάταια σε κρύβει ο ορίζοντας.
Και σ'αγαπώ και ως μες τα πράγματα αυτά τα κρύα.
Συχνά πηγαίνουν τα φιλιά μου σε αυτά τα πλοία τα βαριά.
Πλοία που τρέχουν στο νερό για εκεί που δεν θα φτάσουν.
Και νιώθω να έχω ξεχαστεί σε τούτες τις παλιάγκυρες.
Κι οι μώλοι είναι πιο θλιβεροί όταν ποδίζει η νύχτα.
Και φθείρεται ανώφελα πεινώντας η ζωή μου.

Ό,τι δεν έχω αγαπώ.... Κι είσαι τόσο μακρυά.

Στα αργόσυρτα η ανοία μου χτυπιέται δειλινά.
Μα η νύχτα φτάνει και κι αρχίζει να μου τραγουδάει.

Με βλέπουν με τα μάτια σου τα πιο μεγάλα αστέρια.
Κι έτσι που σ'αγαπώ εγώ,στον άνεμο τα πεύκα
θέλουν με τις βελόνες τους να ψάλλουν τ'όνομά σου.

Πάμπλο Νερούδα

Δυο όμορφα μάτια

Δυο όμορφα μάτια. H ψυχή ενός παιδιού 'ναι
σ' αυτά τα μάτια: μουσική κι αχτίδες.
-Δε ζητούν, δεν υπόσχονται μια μοίρα...
Η ψυχή μου προσεύχεται.
Παιδί μου,
η ψυχή μου προσεύχεται.
Η ντροπή και το πάθος
πάνω τους αύριο θα ρίξουν
τη σκιά των ανθρώπινων παραπτωμάτων.

Τη σκιά των ανθρώπινων παραπτωμάτων
πάνω τους αύριο δε θα ρίξουν
η ντροπή και το πάθος.
Η ψυχή μου προσεύχεται,
παιδί μου.
Η ψυχή μου προσεύχεται...
Δε ζητούν, δεν υπόσχονται μια μοίρα!...
Δυο όμορφα μάτια. Μουσική κι αχτίδες
σ' αυτά τα μάτια. Η ψυxή ενός παιδιού 'ναι.

Πέγιο Γιάβοροβ
(Άρη Δικταίου "Ανθολογία
Βουλγαρικής Ποιήσεως" - εκδ.Δωδώνη, 1971.)

Η μαύρη κηλίδα

Όποιος τον ήλιο έκοίταξε μ' επιμονή πολλή,
τα μάτια χαμηλώνοντας θα του φανεί θολή,
μαύρη κηλίδα γύρω του ν' άργοπεταλουδίζει.

Έτσι κι εγώ θρασύς πολύ κάποτε νεαρός,
τα μάτια πήγα κι έστησα στον ήλιο τολμηρός:
Στίγμα από τότε απόμεινε το φως μου να μαυρίζει.

Και μέxρι τώρα, σύμμιγμα θαρρείς σκοταδερό,
όπου το μάτι μου σταθεί μαζί του εγώ θωρώ
θέση να παίρνει δίπλα του το στίγμα, να μ' ορίζει!

Πώς; Πάντα; Ναι, χωρίζοντας κάθε χαρά από έμέ!
Γιατί ένας μόνος — ο αητός — από τα υψη, ώιμέ,
τον Ήλιον ατιμώρητος, τη Δόξαν ατενίζει.

Ζεράρ ντε Νερβάλ
(μτφ: Αλέξανδρος Μπάρας
Προσεγγίσεις στη γαλλική ποίηση.εκδ.Πρόσπερος)

Το κοράκι

Κάποια φορά, μεσάνυχτα, ενώ εμελετούσα
κατάκοπος κι αδύναμος ένα παλιό βιβλίο
μιας επιστήμης άγνωστης, άκουσα ένα κρότο
σα να χτυπούσε σιγανά κανείς στη ξώπορτά μου.
"Κανένας ξένος", σκέφτηκα "οπού χτυπά τη πόρτα,
τούτο θα είναι μοναχά και όχι τίποτ' άλλο".

Θυμάμαι ήταν στον ψυχρό και παγερό Δεκέμβρη
και κάθε λάμψη της φωτιάς σα φάντασμα φαινόταν.
Ποθούσα το ξημέρωμα, μάταια προσπαθούσα
να δώσει με παρηγορία στη λύπη το βιβλίο,
για τη γλυκιά Ελεονόρα μου, την όμορφη τη κόρη
όπως οι αγγέλοι τη καλούν, ενώ εδώ δεν έχει
για πάντα ούτε όνομα.

Και τ' αλαφρό μουρμουρητό που κάναν οι κουρτίνες
με άγγιζε, με γέμιζε με τρόμους φανταχτούς,
και για να πάψει τ' άγριο το χτύπημα η καρδιά μου
σηκώθηκα φωνάζοντας: "Θα είναι κάποιος ξένος
όπου ζητά να κοιμηθεί έδω στη κάμαρά μου
αυτό θα είναι μοναχά και περισσότερο όχι".

Τώρα μου φάνηκε η ψυχή πιο δυνατή για τούτο,
"Κύριε" είπα, "ή Κυρά, ζητώ να συγχωρείστε,
γιατί εγώ ενύσταζα κι ο κρότος ήταν λίγος,
ήσυχος, που δεν άκουσα εάν χτυπά η πόρτα"
κι άνοιξα στους αγέρηδες ορθάνοιχτη τη πόρτα
σκοτάδι ήταν γύρω μου και όχι τίποτ' άλλο.

Μες στο σκοτάδι στάθηκα ώρα πολλή μονάχος,
γεμάτος τρόμους κι όνειρα που πρώτη φορά τότε
η λυπημένη μου ψυχή στα βάθη της επήρε,
μα η σιγή ήταν άσωστη και το σκοτάδι μαύρο
κι "Ελεονόρα" μοναχά ακούγονταν η ηχώ
από τη λέξη που 'βγαινε απ' τα ανοιχτά μου χείλη.
Αυτό μονάχα ήτανε και όχι τίποτ' άλλο.

Γυρίζοντας στη κάμαρα με μια καρδιά όλο φλόγα,
άκουσα πάλι να χτυπούν πιο δυνατά από πρώτα.
"Σίγουρα κάποιος θα χτυπά από το παραθύρι,
ας πάω να δω κι ας λύσω πια ετούτο το μυστήριο,
ας ησυχάσει η μαύρη μου καρδιά και θα το λύσω,
θα είναι οι αγέρηδες και όχι τίποτ' άλλο.

'Ανοιξα το παράθυρο κι ένα κοράκι μαύρο
με σχήμα μεγαλόπρεπο στη κάμαρα μου μπήκε
και χωρίς διόλου να σταθεί ή ν' αμφιβάλλει λίγο,
επήγε και εκάθισε στη πέτρινη Παλλάδα
απάνω από τη πόρτα μου, γιομάτο σοβαρότη.
Κουνήθηκεν, εκάθισε και όχι τίποτ' άλλο.

Το εβενόχρωμο πουλί που σοβαρό καθόταν
τη λυπημένη μου ψυχή έκανε να γελάσει.
"Χωρίς λοφίο", ρώτησα, "κι αν είν' η κεφαλή σου
δεν είσαι κάνας άνανδρος, αρχαϊκό κοράκι,
που κατοικείς στις πένθιμες ακρογιαλιές της Νύχτας;
Στ' όνομα της Πλουτωνικής της Νύχτας, τ' όνομά σου!"
Και το κοράκι απάντησε: "Ποτέ από 'δω και πια".

Ξεπλάγηκα σαν άκουσα το άχαρο πουλί
ν' ακούει τόσον εύκολα τα όσα το ρωτούσα
αν κι η μικρή απάντηση που μου 'δωσε δεν ήταν
καθόλου ικανοποιητική στα όσα του πρωτόπα,
γιατί ποτέ δεν έτυχε να δεις μες στη ζωή σου
ένα πουλί να κάθεται σε προτομή γλυμμένη
απάνω από τη πόρτα σου να λέει:
"Ποτέ πια".

Μα το Κοράκι από κει που ήταν καθισμένο
δεν είπε άλλη λέξη πια σα να 'ταν η ψυχή του
από τις λέξεις: "Ποτέ πια", γεμάτη από καιρό.
Ακίνητο καθότανε, χωρίς ένα φτερό του
να κινηθεί σαν άρχιζα να ψιθυρίζω αυτά:
"Τόσοι μου φίλοι φύγανε ως και αυτές οι Ελπίδες
κι όταν θε να 'ρθει το πρωΐ κι εσύ θε να μου φύγεις".
Μα το πουλί απάντησε: "Ποτέ από δω και πια".

Ετρόμαξα στη γρήγορη απάντηση που μου 'πε
πάντα εκεί ακίνητο στη προτομήν απάνω.
"Σίγουρα" σκέφτηκα, "αυτό που λέει και ξαναλέει
θα είναι ό,τι έμαθε από τον κύριό του
που αμείλικτη η καταστροφή θα του κοψ' το τραγούδι
που θα 'λεγεν ολημερίς και του 'καμε να λέει
λυπητερά το "Ποτέ πια" για τη χαμένη ελπίδα".

Μα η θέα του ξωτικού πουλιού μ' έφερε γέλιο
κι αρπάζοντας το κάθισμα εκάθισα μπροστά του
και βυθισμένος σ' όνειρα προσπάθησα να έβρω
τι λέει με τη φράση αυτή, το μαύρο το Κοράκι,
το άχαρο, τ' απαίσιο, ο τρόμος των ανθρώπων,
σαν έλεγε τις θλιβερές τις λέξεις:
"Ποτέ Πια!".

Κι έτσι ακίνητος βαθιά σε μαύρες σκέψεις μπήκα
χωρίς μια λέξη μοναχά να πω εις το Κοράκι
που τα όλο φλόγα μάτια του μες στη καρδιά με καίγαν.
Έτσι σκεφτόμουν έχοντας στο βελουδένιο μέρος
του παλαιού καθίσματος γερμένο το κεφάλι,
στο μέρος που το χάϊδευαν η λάμψη της καντήλας,
εκεί όπου η αγάπη μου δε θ' ακουμπήσει
πια!

Τότε ο αγέρας φάνηκε σα να 'ταν μυρωμένος
από 'να θυμιατήριο αόρατο που αγγέλοι
και Σεραφείμ το κούναγαν και τ' αλαφρά τους πόδια
ακούγονταν στο μαλακό χαλί της κάμαράς μου.
"Ναυαγισμένε" φώναξα, "αναβολή σου στέλνει
με τους αγγέλους, ο Θεός και μαύρη λησμοσύνη
για τη χαμένη αγάπη σου την όμορφη Λεονόρα.
Πιες απ' το μαύρο το πιοτό της Λήθης και λησμόνα
εκείνην όπου χάθηκε". Και το Κοράκι είπε:
"Ποτέ από δω και πια!".

Είπα: "Προφήτη των κακών, είτε πουλί είτε δαίμων
είτε του μαύρου πειρασμού αποσταλμένε συ
είτε στης άγριας θύελλας το μάνιασμα χαμένε,
αλλ' άφοβε, στον κόσμο αυτόπου κατοικεί ο Τρόμος,
πες μου με ειλικρίνεια, υπάρχει δω στον κόσμο
της λύπης κανά βάλσαμο που δίνει η Ιουδαία;
Πες μου!", μα κείνο απάντησε:
"Ποτέ από δω και πια!".

"Προφήτη", είπα, "δαίμονα, της Συφοράς πουλί,
Προφήτης όμως πάντοτε, στον Ουρανό σ' ορκίζω,
που απλώνεται από πάνω μας παρηγορήτρα αψίδα,
εις του Θεού το όνομα που οι δυο μας τον λατρεύουν,
πες μου αν στον Παράδεισο θε ν' αγκαλιάσω κείνη,
εκείνη που οι άγγελοι τη λεν Ελεονόρα";
Και το κοράκι απάντησε:
"Ποτέ από δω και πια!".

"Ας γίν' η μαύρη φράση σου το σύνθημα να φύγεις",
εφώναξα αγριωπός πηδώντας κει μπροστά του.
"Πήγαινε πάλι να χαθείς στην άγρια καταιγίδα
ή γύρνα στις ακρογιαλιές της Πλουτωνείου Νύχτας
ούτ' ένα μαύρο σου φτερό δε θέλω δω ν' αφήσεις
ενθύμηση της φράσης σου της ψεύτικης και πλάνας
βγάλ' απ' τη δόλια μου καρδιά το ράμφος που 'χεις μπήξει
και σύρε τη φανταστική μορφή σου στα σκοτάδια!"
Και το Κοράκι απάντησε:
"Ποτέ από δω και πια!".

Και το Κοράκι ακίνητο στη προτομή όλο μένει,
στης Αθηνάς τη προτομή απάνω από τη πόρτα
και τ' αγριωπά τα μάτια του σα του Διαβόλου μοιάζουν
όταν μονάχος σκέφτεται. Και το θαμπό λυχνάρι
ρίχνει σκια στο πάτωμα σαν πέφτει στο Κοράκι.
Και η ψυχή μου ανήμπορη δε θα μπορέσει πια
να βγει απ' τον αμφίβολο τον κύκλο της Σκιάς
που φαίνεται στο πάτωμα.
Ποτέ από δω και πια!


Έντγκαρ Άλαν Πόε

Mal du Départ

Θα μείνω πάντα ιδανικός κι ανάξιος εραστής
των μακρυσμένων ταξιδιών και των γαλάζιων πόντων,
και θα πεθάνω μια βραδιά, σαν όλες τις βραδιές,
χωρίς να σχίσω τη θολή γραμμή των οριζόντων.

Για το Μαδράς, τη Σιγγαπούρ, τ' Αλγέρι και το Σφαξ
θ' αναχωρούν σαν πάντοτε περήφανα τα πλοία,
κι εγώ, σκυφτός σ' ένα γραφείο με χάρτες ναυτικούς,
θα κάνω αθροίσεις σε χοντρά λογιστικά βιβλία.

Θα πάψω πιά για μακρινά ταξίδια να μιλώ,
οι φίλοι θα νομίζουνε πως τα 'χω πιά ξεχάσει,
κι η μάνα μου, χαρούμενη, θα λέει σ' όποιον ρωτά :
"Ηταν μιά λόξα νεανική, μα τώρα έχει περάσει . . . "

Μα ο εαυτός μου μιά βραδιάν εμπρός μου θα υψωθεί
και λόγο, ως ένας δικαστής στυγνός, θα μου ζητήσει,
κι αυτό το ανάξιο χέρι μου που τρέμει θα οπλιστεί,
θα σημαδέψει, κι άφοβα το φταίχτη θα χτυπήσει.

Κι εγώ, που τόσο επόθησα μια μέρα να ταφώ
σε κάποια θάλασσα βαθιά στις μακρινές Ινδίες,
θα 'χω ένα θάνατο κοινό και θλιβερό πολύ
και μιά κηδεία σαν των πολλών ανθρώπων τις κηδείες.

Νίκος Καββαδίας

Το μονόγραμμα

Θά πενθώ πάντα -- μ’ακούς; -- γιά σένα,
μόνος,στόν Παράδεισο


Θά γυρίσει αλλού τίς χαρακιές
Τής παλάμης,η Μοίρα,σάν κλειδούχος
Μιά στιγμή θά συγκατατεθεί ο Καιρός

Πώς αλλιώς,αφού αγαπιούνται οι άνθρωποι

Θά παραστήσει ο ουρανός τα σωθικά μας
Καί θά χτυπήσει τόν κόσμο η αθωότητα
Μέ τό δριμύ του μαύρου του θανάτου.


ΙΙ.

Πενθώ τόν ήλιο καί πενθώ τά χρόνια που έρχονται
Χωρίς εμάς καί τραγουδώ τ’άλλα πού πέρασαν
Εάν είναι αλήθεια

Μιλημένα τά σώματα καί οί βάρκες πού έκρουσαν γλυκά
Οί κιθάρες πού αναβόσβησαν κάτω από τα νερά
Τά "πίστεψέ με" και τα "μή"
Μιά στόν αέρα , μιά στή μουσική

Τα δυό μικρά ζώα,τά χέρια μας
Πού γύρευαν ν’ανέβουνε κρυφά τό ένα στό άλλο
Η γλάστρα μέ τό δροσαχί στίς ανοιχτές αυλόπορτες
Καί τά κομμάτια οί θάλασσες πού ερχόντουσαν μαζί
Πάνω απ’τίς ξερολιθιές,πίσω άπ’τούς φράχτες
Τήν ανεμώνα πού κάθισε στό χέρι σού
Κι έτρεμες τρείς φορές τό μώβ τρείς μέρες πάνω από
τούς καταρράχτες

Εάν αυτά είναι αλήθεια τραγουδώ
Τό ξύλινο δοκάρι καί τό τετράγωνο φαντό
Στόν τοίχο , τή Γοργόνα μέ τά ξέπλεκα μαλλιά
Τή γάτα πού μάς κοίταξε μέσα στά σκοτεινά

Παιδί μέ τό λιβάνι καί μέ τόν κόκκινο σταυρό
Τήν ώρα πού βραδιάζει στών βράχων τό απλησίαστο
Πενθώ τό ρούχο πού άγγιξα καί μού ήρθε ο κόσμος.


ΙΙΙ.

Έτσι μιλώ γιά σένα καί γιά μένα

Επειδή σ’αγαπώ καί στήν αγάπη ξέρω
Νά μπαίνω σάν Πανσέληνος
Από παντού,γιά τό μικρό τό πόδι σού μές στ’αχανή σεντόνια
Νά μαδάω γιασεμιά --κι έχω τή δύναμη
Αποκοιμισμένη,νά φυσώ νά σέ πηγαίνω
Μές από φεγγαρά περάσματα καί κρυφές τής θάλασσας στοές
Υπνωτισμένα δέντρα μέ αράχνες πού ασημίζουμε

Ακουστά σ’έχουν τά κύματα
Πώς χαιδεύεις,πώς φιλάς
Πώς λές ψιθυριστά τό "τί" καί τό "έ"
Τριγύρω στό λαιμό στόν όρμο
Πάντα εμείς τό φώς κι η σκιά

Πάντα εσύ τ’αστεράκι καί πάντα εγώ τό σκοτεινό πλεούμενο
Πάντα εσύ τό λιμάνι κι εγώ τό φανάρι τό δεξιά
Τό βρεγμένο μουράγιο καί η λάμψη επάνω στά κουπιά
Ψηλά στό σπίτι μέ τίς κληματίδες
Τά δετά τριαντάφυλλα,καί τό νερό πού κρυώνει
Πάντα εσύ τό πέτρινο άγαλμα καί πάντα εγώ η σκιά πού μεγαλώνει
Τό γερτό παντζούρι εσύ,ο αέρας πού τό ανοίγει εγώ
Επειδή σ’αγαπώ καί σ’αγαπώ
Πάντα εσύ τό νόμισμα καί εγώ η λατρεία πού τό εξαργυρώνει:

Τόσο η νύχτα,τόσο η βοή στόν άνεμο
Τόσο η στάλα στόν αέρα,τόσο η σιγαλιά
Τριγύρω η θάλασσα η δεσποτική
Καμάρα τ’ουρανού με τ’άστρα
Τόσο η ελάχιστη σου αναπνοή

Πού πιά δέν έχω τίποτε άλλο
Μές στούς τέσσερις τοίχους,τό ταβάνι,τό πάτωμα
Νά φωνάζω από σένα καί νά μέ χτυπά η φωνή μου
Νά μυρίζω από σένα καί ν’αγριεύουν οί άνθρωποι
Επειδή τό αδοκίμαστο καί τό απ’αλλού φερμένο
Δέν τ’αντέχουν οί άνθρωποι κι είναι νωρίς,μ’ακούς
Είναι νωρίς ακόμη μές στόν κόσμο αυτόν αγάπη μου

Να μιλώ γιά σένα καί γιά μένα.

ΙV.

Είναι νωρίς ακόμη μές στόν κόσμο αυτόν,μ’ακούς
Δέν έχουν εξημερωθεί τά τέρατα, μ’ακούς
Τό χαμένο μου τό αίμα καί τό μυτερό,μ’ακούς
Μαχαίρι
Σάν κριάρι πού τρέχει μές στούς ουρανούς
Καί τών άστρων τούς κλώνους τσακίζει,μ’ακούς
Είμ’εγώ,μ’ακούς
Σ’αγαπώ,μ’ακούς
Σέ κρατώ καί σέ πάω καί σού φορώ
Τό λευκό νυφικό τής Οφηλίας,μ’ακούς
Πού μ’αφήνεις,πού πάς καί ποιός,μ’ακούς

Σού κρατεί τό χέρι πάνω απ’τούς κατακλυσμούς

Οί πελώριες λιάνες καί τών ηφαιστείων οί λάβες
Θά’ρθει μέρα,μ’ακούς
Νά μάς θάψουν , κι οί χιλιάδες ύστερα χρόνοι
Λαμπερά θά μάς κάνουν περώματα,μ’ακούς
Νά γυαλίσει επάνω τούς η απονιά,μ’ακούς
Τών ανθρώπων
Καί χιλιάδες κομμάτια νά μάς ρίξει

Στά νερά ένα ένα , μ’ακούς
Τά πικρά μου βότσαλα μετρώ,μ’ακούς
Κι είναι ο χρόνος μιά μεγάλη εκκλησία,μ’ακούς
Όπου κάποτε οί φιγούρες
Τών Αγίων
Βγάζουν δάκρυ αληθινό,μ’ακούς
Οί καμπάνες ανοίγουν αψηλά,μ’ακούς
Ένα πέρασμα βαθύ νά περάσω
Περιμένουν οί άγγελοι μέ κεριά καί νεκρώσιμους ψαλμούς
Πουθενά δέν πάω ,μ’ακους
Ή κανείς ή κι οί δύο μαζί,μ’ακούς

Τό λουλούδι αυτό τής καταιγίδας καί μ’ακούς
Τής αγάπης
Μιά γιά πάντα τό κόψαμε
Καί δέν γίνεται ν’ανθίσει αλλιώς,μ’ακούς
Σ’άλλη γή,σ’άλλο αστέρι,μ’ακούς
Δέν υπάρχει τό χώμα , δέν υπάρχει ο αέρας
Πού αγγίξαμε,ο ίδιος,μ’ακούς

Καί κανείς κηπουρός δέν ευτύχησε σ’άλλους καιρούς

Από τόσον χειμώνα κι από τόσους βοριάδες,μ’ακούς
Νά τινάξει λουλούδι,μόνο εμείς,μ’ακούς
Μές στή μέση τής θάλασσας
Από τό μόνο θέλημα τής αγάπης,μ’ακούς
Ανεβάσαμε ολόκληρο νησί,μ’ακούς
Μέ σπηλιές καί μέ κάβους κι ανθισμένους γκρεμούς
Άκου,άκου
Ποιός μιλεί στά νερά καί ποιός κλαίει -- ακούς;
Είμ’εγώ πού φωνάζω κι είμ’εγώ πού κλαίω,μ’ακούς
Σ’αγαπώ,σ’αγαπώ,μ’ακούς.

V.

Γιά σένα έχω μιλήσει σέ καιρούς παλιούς
Μέ σοφές παραμάνες καί μ’αντάρτες απόμαχους
Από τί νά’ναι πού έχεις τή θλίψη του αγριμιού
Τήν ανταύγεια στό μέτωπο του νερού του τρεμάμενου
Καί γιατί,λέει,νά μέλει κοντά σου νά’ρθω
Πού δέν θέλω αγάπη αλλά θέλω τόν άνεμο
Αλλά θέλω της ξέσκεπης όρθιας θάλασσας τόν καλπασμό

Καί γιά σένα κανείς δέν είχε ακούσει
Γιά σένα ούτε τό δίκταμο ούτε τό μανιτάρι
Στά μέρη τ’αψηλά της Κρήτης τίποτα
Γιά σένα μόνο δέχτηκε ο Θεός νά μου οδηγεί τό χέρι

Πιό δω,πιό κεί,προσεχτικά σ’όλα τό γύρο
Του γιαλού του προσώπου,τούς κόλπους,τά μαλλιά
Στό λόφο κυματίζοντας αριστερά

Τό σώμα σου στή στάση του πεύκου του μοναχικού
Μάτια της περηφάνειας καί του διάφανου
Βυθού,μέσα στό σπίτι μέ τό σκρίνιο τό παλιό
Τίς κίτρινες νταντέλες καί τό κυπαρισσόξυλο
Μόνος νά περιμένω που θά πρωτοφανείς
Ψηλά στό δώμα ή πίσω στίς πλάκες της αυλής
Μέ τ’άλογο του Αγίου καί τό αυγό της Ανάστασης

Σάν από μιά τοιχογραφία καταστραμμένη
Μεγάλη όσο σέ θέλησε η μικρή ζωή
Νά χωράς στό κεράκι τή στεντόρεια λάμψη τήν ηφαιστειακή

Πού κανείς νά μήν έχει δεί καί ακούσει
Τίποτα μές στίς ερημιές τά ερειπωμένα σπίτια
Ούτε ο θαμμένος πρόγονος άκρη άκρη στόν αυλόγυρο
Γιά σένα,ούτε η γερόντισσα ν’όλα της τά βοτάνια

Γιά σένα μόνο εγώ,μπορεί,καί η μουσική
Πού διώχνω μέσα μου αλλ’αυτή γυρίζει δυνατότερη
Γιά σένα τό ασχημάτιστο στήθος των δώδεκα χρονώ
Τό στραμμένο στό μέλλον με τόν κρατήρα κόκκινο
Γιά σένα σάν καρφίτσα η μυρωδιά η πικρή
Πού βρίσκει μές στό σώμα καί πού τρυπάει τή θύμηση
Καί νά τό χώμα,νά τά περιστέρια,νά η αρχαία μας γή.


VI.

Έχω δεί πολλά καί η γή μές’απ’τό νού μου φαίνεται ωραιότερη
Ώραιότερη μές στούς χρυσούς ατμούς
Η πέτρα η κοφτερή,ωραιότερα
Τά μπλάβα των ισθμών καί οί στέγες μές στά κύματα
Ωραιότερες οί αχτίδες όπου δίχως να πατείς περνάς
Αήττητη όπως η Θεά της Σαμοθράκης πάνω από τά βουνά
τής θάλασσας

Έτσι σ’έχω κοιτάξει πού μου αρκεί
Νά’χει ο χρόνος όλος αθωωθεί
Μές στό αυλάκι που τό πέρασμα σου αφήνει
Σάν δελφίνι πρωτόπειρο ν’ακολουθεί

Καί νά παίζει μέ τ’άσπρο καί τό κυανό η ψυχή μου !

Νίκη,νίκη όπου έχω νικηθεί
Πρίν από τήν αγάπη καί μαζί
Γιά τή ρολογιά καί τό γκιούλ-μπιρσίμι
Πήγαινε,πήγαινε καί ας έχω εγώ χαθεί

Μόνος καί άς είναι ο ήλιος που κρατείς ένα παιδί
νεογέννητο
Μόνος,καί ας είμ’εγώ η πατρίδα που πενθεί
Ας είναι ο λόγος που έστειλα νά σου κρατεί δαφνόφυλλο
Μόνος,ο αέρας δυνατός καί μόνος τ’ολοστρόγγυλο
Βότσαλο στό βλεφάρισμα του σκοτεινού βυθού
Ο ψαράς που ανέβασε κι έριξε πάλι πίσω στούς καιρούς τόν Παράδεισο !


VII.

Στόν Παράδεισο έχω σημαδέψει ένα νησί
Απαράλλαχτο εσύ κι ένα σπίτι στή θάλασσα

Μέ κρεβάτι μεγάλο καί πόρτα μικρή
Έχω ρίξει μές στ’άπατα μιάν ηχώ
Νά κοιτάζομαι κάθε πρωί που ξυπνώ

Νά σέ βλέπω μισή να περνάς στό νερό
και μισή να σε κλαίω μές στόν Παράδειο.

Οδυσσέας Ελύτης

Ο γυρισμός του ξενιτεμένου

― Παλιέ μου φίλε τί γυρεύεις;
χρόνια ξενιτεμένος ήρθες
με εικόνες που έχεις αναθρέψει
κάτω από ξένους ουρανούς
μακριά απ' τον τόπο το δικό σου.

― Γυρεύω τον παλιό μου κήπο•
τα δέντρα μού έρχουνται ώς τη μέση
κι οι λόφοι μοιάζουν με πεζούλια
κι όμως σαν ήμουνα παιδί
έπαιζα πάνω στο χορτάρι
κάτω από τους μεγάλους ίσκιους
κι έτρεχα πάνω σε πλαγιές
ώρα πολλή λαχανιασμένος.

― Παλιέ μου φίλε ξεκουράσου
σιγά-σιγά θα συνηθίσεις•
θ' ανηφορίσουμε μαζί
στα γνώριμά σου μονοπάτια
θα ξαποστάσουμε μαζί
κάτω απ' το θόλο των πλατάνων
σιγά-σιγά θα 'ρθούν κοντά σου
το περιβόλι κι οι πλαγιές σου.

― Γυρεύω το παλιό μου σπίτι
με τ' αψηλά τα παραθύρια
σκοτεινιασμένα απ' τον κισσό
γυρεύω την αρχαία κολόνα
που κοίταζε ο θαλασσινός.
Πώς θες να μπώ σ' αυτή τη στάνη;
οι στέγες μού έρχουνται ώς τους ώμους
κι όσο μακριά και να κοιτάξω
βλέπω γονατιστούς ανθρώπους
λες κάνουνε την προσευχή τους.

― Παλιέ μου φίλε δε μ' ακούς;
σιγά-σιγά θα συνηθίσεις
το σπίτι σου είναι αυτό που βλέπεις
κι αυτή την πόρτα θα χτυπήσουν
σε λίγο οι φίλοι κι οι δικοί σου
γλυκά να σε καλωσορίσουν.

― Γιατί είναι απόμακρη η φωνή σου;
σήκωσε λίγο το κεφάλι
να καταλάβω τί μου λες
όσο μιλάς τ' ανάστημά σου
ολοένα πάει και λιγοστεύει
λες και βυθίζεσαι στο χώμα.

― Παλιέ μου φίλε συλλογίσου
σιγά-σιγά θα συνηθίσεις
η νοσταλγία σού έχει πλάσει
μια χώρα ανύπαρχτη με νόμους
έξω απ' τη γης κι απ' τους ανθρώπους.

― Πια δεν ακούω τσιμουδιά
βούλιαξε κι ο στερνός μου φίλος
παράξενο πώς χαμηλώνουν
όλα τριγύρω κάθε τόσο
εδώ διαβαίνουν και θερίζουν
χιλιάδες άρματα δρεπανηφόρα.

Γιώργος Σεφέρης

Ελπίς Πατρίδος

Ευλαβώς, τρέμων, ρίπτω
πρώτην βολάν τα δάκτυλα
επί την αργυρόχορδον
πάτριον κιθάραν.

Σήμανε συ ουράνιον
ξύλον, συ της ψυχής μου
την τόλμαν, συ παρώρμησον,
Μουσάων δώρον.

Τα λαμπρά, τα φωτίζοντα
πρόσωπα, των αστέρων
της Ελλάδος, αμαύρωνον
βάρβαρα νέφη.

Νυν δε την νύκτα σχίζει
ακτίς ελπίδος• χαίρονται
τα πάντα της πατρίδος
προσφιλή τέκνα.

Των Αγγλων δόξα φύσα,
φύσα συ δεξιέ Ζέφυρε,
το νέον άνθος δρόσισον,
καρπούς να φέρη•

μεγάλας η καρδία μου
ελπίδας έχει• ο άνεμος
πριν τας διαρκορπίση,
πάτερ του κόσμου•

σβύσον το φως μου, σύγχυσον
τον νουν μου, ποίησόν με
παίγνιον του πλήθους, βρέξον
πυρ να με καύση.

Γλυκεία ελπίς, εάν χάσω σε,
και τι μοι μέλει ο βίος;
Δια σε πνέω, και χαίρομαι,
και εάν μη ίδω•

προ της Ελλάδος του ιερού,
χορώ συμπεπλεγμένας,
Ελευθερίαν και Μούσας,
θάνατον θέλω.

Ανδρέας Κάλβος

Γιατί μ'αγάπησες

Δεν τραγουδώ παρά γιατί μ' αγάπησες
στα περασμένα χρόνια.
Και σε ήλιο, σε καλοκαιριού προμάντεμα
και σε βροχή, σε χιόνια,
δεν τραγουδώ παρά γιατί μ' αγάπησες.

Μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου
μια νύχτα και με φίλησες στο στόμα,
μόνο γι' αυτό είμαι ωραία σαν κρίνο ολάνοιχτο
κ' έχω ένα ρίγος στην ψυχή μου ακόμα,
μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου.

Μόνο γιατί τα μάτια σου με κύτταξαν
με την ψυχή στο βλέμμα,
περήφανα στολίστηκα το υπέρτατο
της ύπαρξής μου στέμμα,
μόνο γιατί τα μάτια σου με κύτταξαν.

Μόνο γιατί όπως πέρναα με καμάρωσες
και στη ματιά σου να περνάη
είδα τη λυγερή σκιά μου, ως όνειρο
να παίζει, να πονάη,
μόνο γιατί όπως πέρναα με καμάρωσες.

Γιατί δισταχτικά σα να με φώναξες
και μου άπλωσες τα χέρια
κ' είχες μέσα στα μάτια σου το θάμπωμα
- μια αγάπη πλέρια,
γιατί δισταχτικά σα να με φώναξες.

Γιατί, μόνο γιατί σε σέναν άρεσε
γι' αυτό έμεινεν ωραίο το πέρασμά μου.
Σα να μ' ακολουθούσες όπου πήγαινα,
σα να περνούσες κάπου εκεί σιμά μου.
Γιατί, μόνο γιατί σε σέναν άρεσε.

Μόνο γιατί μ' αγάπησες γεννήθηκα,
γι' αυτό η ζωή μου εδόθη.
Στην άχαρη ζωή την ανεκπλήρωτη
μένα η ζωή πληρώθη.
Μόνο γιατί μ' αγάπησες γεννήθηκα.

Μονάχα για τη διαλεχτήν αγάπη σου
μου χάρισε η αυγή ρόδα στα χέρια.
Για να φωτίσω μια στιγμή το δρόμο σου
μου γέμισε τα μάτια η νύχτα αστέρια,
μονάχα για τη διαλεχτήν αγάπη σου.

Μονάχα γιατί τόσο ωραία μ' αγάπησες
έζησα, να πληθαίνω
τα ονείρατά σου, ωραίε που βασίλεψες
κ' έτσι γλυκά πεθαίνω
μονάχα γιατί τόσο ωραία μ' αγάπησες.

Μαρία Πολυδούρη

Νεκροτομείο

Νάτοι, παραταγμένοι, λες και πρέπει
να τους δοθεί κι εδώ ένας ρόλος για να παίξουν,
ώστε όλο αυτό το ψύχος που τους δρέπει,  
την παρουσία του άλλου δίπλα τους ν' αντέξουν· 

σαν να μην τέλειωσε τίποτε ακόμα.
Τί όνομα βρέθηκε στην τσέπη τους γραμμένο ;  
Της αηδίας τον λεκέ από το στόμα 
οι νεκροκόμοι τούς τον έχουν ξεπλυμένο,

όμως δεν βγήκε· ας έχουν τώρα στόμα καθαρό.  
Τα γένια εξέχουν αγριωπά στα μάγουλά τους
κι ας τους τα χτένισαν πιο πριν προσεκτικά,

μήπως τρομάξει το ευσυγκίνητο κοινό.  
Μόνο τα μάτια κάτω από τα βλέφαρά τους
έχουν αντιστραφεί· κοιτούν στα ένδον πια.

Ράινερ Μαρία Ρίλκε

Μεθύστε

Πρέπει να 'σαι πάντα μεθυσμένος.
Εκεί είναι όλη η ιστορία: είναι το μοναδικό πρόβλημα.
Για να μη νιώθετε το φριχτό φορτίο του Χρόνου
που σπάζει τους ώμους σας και σας γέρνει στη γη,
πρέπει να μεθάτε αδιάκοπα. Αλλά με τι;
Με κρασί, με ποίηση ή με αρετή, όπως σας αρέσει.
Αλλά μεθύστε.

Και αν μερικές φορές, στα σκαλιά ενός παλατιού,
στο πράσινο χορτάρι ενός χαντακιού,
μέσα στη σκυθρωπή μοναξιά της κάμαράς σας,
ξυπνάτε, με το μεθύσι κιόλα ελαττωμένο η χαμένο,
ρωτήστε τον αέρα, το κύμα, το άστρο, το πουλί, το ρολόι,
το κάθε τι που φεύγει, το κάθε τι που βογκά,
το κάθε τι που κυλά, το κάθε τι που τραγουδά,
ρωτήστε τι ώρα είναι,
και ο αέρας, το κύμα, το άστρο, το πουλί, το ρολόι,
θα σας απαντήσουν:

- Είναι η ώρα να μεθύσετε!

Για να μην είσαστε οι βασανισμένοι σκλάβοι του Χρόνου,
μεθύστε, μεθύστε χωρίς διακοπή!

Με κρασί, με ποίηση ή με αρετή, όπως σας αρέσει


Σαρλ Μπωντλαίρ

Ο εφιάλτης της περσεφόνης

Εκεί που φύτρωνε φλισκούνι κι άγρια μέντα
κι έβγαζε η γη το πρώτο της κυκλάμινο
τώρα χωριάτες παζαρεύουν τα τσιμέντα
και τα πουλιά πέφτουν νεκρά στην υψικάμινο.

Εκεί που σμίγανε τα χέρια τους οι μύστες
ευλαβικά πριν μπουν στο θυσιαστήριο
τώρα πετάνε αποτσίγαρα οι τουρίστες
και το καινούργιο παν' να δουν διϋλιστήριο.

Εκεί που η θάλασσα γινόταν ευλογία
κι ήταν ευχή του κάμπου τα βελάσματα
τώρα καμιόνια κουβαλάν στα ναυπηγεία
άδεια κορμιά, σιδερικά, παιδιά κι ελάσματα.

Κοιμήσου Περσεφόνη
στην αγκαλιά της γης
στου κόσμου το μπαλκόνι
ποτέ μη ξαναβγείς.

Νίκος Γκάτσος

Κασσιανή

« Κύριε, γυναίκα αμαρτωλή, πολλά,
πολλά, θολά, βαριά τα κρίματά μου.
Μα, ω Κύριε, πώς η θεότης Σου μιλά,
μέσ’ στην καρδιά μου !

Κύριε, προτού σε κρύψ’ η εντάφια γη
από τη δροσαυγή λουλούδια πήρα
κι απ’ της λατρείας την τρίσβαθη πηγή
σου φέρνω μύρα.

Οίστρος με σέρνει ακολασίας . . . Νυχτιά
σκοτάδι, αφέγγαρο, ανάστερο με ζώνει,
το σκοτάδι της αμαρτίας, φωτιά
με καίει, με λιώνει.

Εσύ που από τα πέλαα τα νερά
τα υψώνεις νέφη, πάρε τα Έρωτά μου,
κυλάνε, είναι ποτάμια φλογερά
τα δάκρυά μου.

Γείρε σ’ εμέ. Η ψυχή μου πώς πονεί !
Δέξου με Εσύ που δέχτηκες και γείραν
άφραστα ώς εδώ κάτου οι ουρανοί
και σάρκα επήραν.

Στ’ άχραντά Σου πόδια, βασιλιά
μου Εσύ, θα πέσω και θα στα φιλήσω
και με της κεφαλής μου τα μαλλιά
θα στα σφουγγίσω.

Τ’ άκουσεν η Εύα μέσ’ στο αποσπερνό
της παράδεισος φως ν’ αντιχτυπάνε,
κι αλαφιασμένη κρύφτηκε . . . Πονώ,
σώσε, έλεος κάνε.

Ψυχοσώστ’ οι αμαρτίες μου λαός,
τ’ αξεδιάλυτα ποιός θα ξεδιαλύσει ;
Αμέτρητό Σου το έλεος, ο Θεός !
Άβυσσο η κρίση ».

Κωστής Παλαμάς

Κεριά

Του μέλλοντος οι μέρες στέκοντ' εμπροστά μας
σα μιά σειρά κεράκια αναμένα -
χρυσά, ζεστά, και ζωηρά κεράκια.

Οι περασμένες μέρες πίσω μένουν,
μια θλιβερή γραμμή κεριών σβησμένων•
τα πιο κοντά βγάζουν καπνόν ακόμη,
κρύα κεριά, λιωμένα, και κυρτά.

Δεν θέλω να τα βλέπω• με λυπεί η μορφή των,
και με λυπεί το πρώτο φως των να θυμούμαι.
Εμπρός κυττάζω τ' αναμένα μου κεριά.

Δεν θέλω να γυρίσω να μη διω και φρίξω
τι γρήγορα που η σκοτεινή γραμμή μακραίνει,
τι γρήγορα που τα σβυστά κεριά πληθαίνουν.

Κωνσταντίνος Καβάφης

Η αγάπη

Α! τι ωφελεί να καρτεράς όρθιος στην πόρτα του σπιτιού
και με τα μάτια στους νεκρούς τους δρόμους στυλωμένα,
αν είναι νάρθει θε ναρθεί, δίχως να νοιώσεις από πού,
και πίσω σου πλησιάζοντας με βήματα σβημένα

θε να σου κλείσει απαλά με τ' άσπρα χέρια της τα δυο
τα ματια που κουράστηκαν τους δρομους να κυττάνε'
κι όταν, γελώντας, να της πεις θα σε ρωτήσει: "ποια είμαι εγώ;
"απ' της καρδιάς το σκίρτημα θα καταλάβεις ποια 'ναι.

Δεν ωφελεί να καρτεράς! Αν είναι νάρθει, θε ναρθει'
κλειστά όλα νάναι, αντίκρυ σου να στέκεται θα δεις ορθή
κι ανοίγοντας τα χέρια της πρώτη θα σ' αγκαλιάσει.

Αλλιώς, κι αν είναι όλοφωτο το σπίτι για να την δεχτείς
κι έτσι ως την δεις τρέξεις σ' αυτήν κι ομπρός στα πόδια της συρθείς,
αν είναι νάρθει θε ναρθει, αλλιώς θα προσπεράσει.

Κώστας Ουράνης

Ο ουρανός δεν έχει άλλες ιστορίες

Ο ουρανός δεν έχει άλλες ιστορίες,
άλλο σκοτάδι, φως κρυφό που δεν ειπώθη,
άλλη ψυχή να του χαλάμε για να κλώθει
πολέμους, έρωτες, λαμπρές εκεχειρίες.

Όμως απόψε που είχε θέατρο να φύγει,
πορφύρας άπλωμα για την υπόκλισή του,
με πυρπολεί το φως με δάφνες του απροσίτου,
όλα ισχύουν και μια δόξα τα τυλίγει.

Όλα πυργώνουν, πάλι πέφτουν, και βραδιάζει
στα χρονικά του έρωτα και του θανάτου,
σκόνη και σκύβαλα, συντρίμματα και χνώτα•

ένα μικρό παιδί μες στα σκεπάσματά του
ανοίγει πάλι λίγο κόσμο και διαβάζει
πριν κοιμηθεί σ’ ένα παράπονο από φώτα.

Διονύσης Καψάλης

Πως να σωπάσω

Πώς να σωπάσω μέσα μου
την ομορφιά του κόσμου;
Ο ουρανός δικός μου
η θάλασσα στα μέτρα μου

Πώς να με κάνουν να τον δω
τον ήλιο μ'άλλα μάτια;
Στα ηλιοσκαλοπάτια
Μ' έμαθε η μάνα μου να ζω...

Στου βούρκου μέσα τα νερά
ποια γλώσσα μου μιλάνε
αυτοί που μου ζητάνε
να χαμηλώσω τα φτερά;

Κώστας Κινδύνης

Ποιητική

- Προδίδετε πάλι την Ποίηση, θα μου πεις,
Την ιερότερη εκδήλωση του Ανθρώπου
Τη χρησιμοποιείτε πάλι ως μέσον, υποζύγιον
Των σκοτεινών επιδιώξεών σας
Εν πλήρη γνώσει της ζημιάς που προκαλείτε
Με το παράδειγμά σας στους νεωτέρους.

- Το τι δεν πρόδωσες εσύ να μου πεις
Εσύ κι οι όμοιοί σου, χρόνια και χρόνια,
Ένα προς ένα τα υπάρχοντά σας ξεπουλώντας
Στις διεθνείς αγορές και τα λαϊκά παζάρια
Και μείνατε χωρίς μάτια για να βλέπετε, χωρίς αφτιά
Ν' ακούτε, με σφραγισμένα στόματα και δε μιλάτε.
Για ποια ανθρώπινα ιερά μάς εγκαλείτε;

Ξέρω: κηρύγματα και ρητορείες πάλι, θα πεις.
Ε ναι λοιπόν! Κηρύγματα και ρητορείες.

Σαν πρόκες πρέπει να καρφώνονται οι λέξεις

Να μην τις παίρνει ο άνεμος.

Μανόλης Αναγνωστάκης

Η σελήνη

Ως πότε θα γυρνάς στ’ ουρανού τα πλάτη, αργυρή,
πασίφαη, πλησίφαη, γεμάτη, μισή, σα δρεπάνι,
σα μαγεία φωτεινή, δέσμη φώτων, σφυρί
που αργάζει, χρυσή, μια φεγγόρροη στεφάνη;

Προαιώνια, πρόκοσμη, προκατακλυσμιαία,
νύμφη ωραία, τροπικών μαγεμένη φροντίδα,
κεκαυμένων ζωνών αφοσίωση ακμαία,
φλογερών, μαύρων πλασμάτων αχτίδα.

Βεδουίνων, Αφρικάνων θρησκεία
και λατρεία υψωμένων καρδιών και τραχήλων,
στο ανέσπερο φέγγος που πλέει σα σχεδία
στα ωκεάνεια πλάτη και στα μήκη των θρύλων.

Έκπαγλη, θεία, γλυκιά και καλή, φωτισμένη
σα μετέωρο θέλγητρο, σα μέγα μπαλόνι,
φάρε, κόσμημα και τιάρα γλυμμένη
σ’ ένα πρότυπο λίθων, ερώτων ακόνι.

Οπτασία, φευγαλέα ομορφιά, Οφηλία,
γοητεία των άστρων, Σαλώμη, κραιπάλη,
των ηρώων μυθική ερωμένη, ομιλία,
Ήρα, Λήδα, Σεμέλη, Κλεοπάτρα, Ομφάλη.

Ρώμος Φιλύρας

Στον ουρανό του τίποτα με ελάχιστα

Από την κλειδαρότρυπα κρυφοκοιτάω τη ζωή
την κατασκοπεύω μήπως καταλάβω
πώς κερδίζει πάντα αυτή
ενώ χάνουμε εμείς.
Πώς οι αξίες γεννιούνται
κι επιβάλλονται πάνω σ' αυτό που πρώτο λιώνει:
το σώμα.
Πεθαίνω μες στο νου μου χωρίς ίχνος αρρώστιας
ζω χωρίς να χρειάζομαι ενθάρρυνση καμιά
ανασαίνω κι ας είμαι
σε κοντινή μακρινή απόσταση
απ' ό,τι ζεστό αγγίζεται, φλογίζει...
Αναρωτιέμαι τι άλλους συνδυασμούς
θα εφεύρει η ζωή
ανάμεσα στο τραύμα της οριστικής εξαφάνισης
και το θαύμα της καθημερινής αθανασίας.
Χρωστάω τη σοφία μου στο φόβο∙
πέταλα, αναστεναγμούς, αποχρώσεις
τα πετάω.
Χώμα, αέρα, ρίζες κρατάω∙
να φεύγουν τα περιττά λέω
να μπω στον ουρανό τού τίποτα
με ελάχιστα.

Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ

Φαντασία

Νάναι σά νά μάς σπρώχνει ένας αέρας μαζί
πρός έναν δρόμο φιδωτό πού σβεί στά χάη,
καί σένα τού καπέλου σου πλατειά καί φανταιζί
κάποια κορδέλα του, τρελά νά χαιρετάει.

Και νάν' σάν κάτι νά μού λές, κάτι ωραίο κοντά
γι' άστρα, τή ζώνη πού πηδάν των νύχτιων φόντων,
κι αύτός ο άνεμος τρελά-τρελά νά μάς σκουντά
όλο πρός τή γραμμή των οριζόντων.

Κι όλο νά λές, νά λές, στά βάθη τής νυκτός
γιά ένα – μέ γυάλινα πανιά – πλοίο πού πάει
Όλο βαθιά, όλο βαθιά, όσο πού πέφτει εκτός:
έξω απ' τόν κύκλο των νερών – στά χάη.

Κι όλο νά πνέει, νά μάς ωθεί αύτός ο άνεμος μαζί
πέρ' από τόπους καί καιρούς, έως ότου – φως μου –
(καθώς τρελά θά χαιρετάει κείν' η κορδέλα η φανταιζί)
βγούμε απ' τήν τρικυμία αύτού τού κόσμου . .

Γιάννης Σκαρίμπας

Η μπαλάντα του κυρ Μέντιου

Δε λυγάνε τα ξεράδια
και πονάνε τα ρημάδια!
Kούτσα μια και κούτσα δυο,
της ζωής το ρημαδιό.

Mεροδούλι, ξενοδούλι!
Δέρναν ούλοι: αφέντες, δούλοι•
ούλοι: δούλοι, αφεντικό
και μ' αφήναν νηστικό.

Tα παιδιά, τα καλοπαίδια,
παραβγαίνανε στην παίδεια,
με κοτρώνια στα ψαχνά,
φούχτες μύγα στ' αχαμνά!

Aνωχώρι, Kατωχώρι,
ανηφόρι, κατηφόρι
και με κάμα και βροχή,
ώσπου μού βγαινε η ψυχή.

Eίκοσι χρονώ γομάρι
σήκωσα όλο το νταμάρι
κ' έχτισα, στην εμπασιά
του χωριού, την εκκλησιά.

Kαι ζευγάρι με το βόδι
(άλλο μπόι κι άλλο πόδι)
όργωνα στα ρέματα
τ' αφεντός τα στρέμματα.

Kαι στον πόλεμ' όλα για όλα
κουβαλούσα πολυβόλα
να σκοτώνονται οι λαοί
για τ' αφέντη το φαΐ.

Kαι γι' αυτόνε τον ερίφη
εκουβάλησα τη νύφη
και την προίκα της βουνό,
την τιμή της ουρανό!

Aλλ' εμένα σε μια σφήνα
μ' έδεναν το Mάη το μήνα
στο χωράφι το γυμνό
να γκαρίζω, να θρηνώ.

Kι ο παπάς με την κοιλιά του
μ' έπαιρνε για τη δουλειά του
και μου μίλαε κουνιστός:
― Σε καβάλησε ο Xριστός!

Δούλευε για να στουμπώσει
όλ' η Xώρα κ' οι Kαμπόσοι.
Mη ρωτάς το πώς και τί,
να ζητάς την αρετή!

― Δε βαστάω! Θα πέσω κάτου!
― Nτράπου! Tις προγόνοι ντράπου!
― Aντραλίζομαι!... Πεινώ!...
― Σουτ! Θα φας στον ουρανό!

K' έλεα: όταν μιαν ημέρα
παρασφίξουνε τα γέρα,
θα ξεκουραστώ κ' εγώ,
του θεού τ' αβασταγό!

Όχι ξύλο! Φόρτωμα όχι!
Θα μου δώσουνε μια κόχη,
λίγο πιόμα και σανό,
σύνταξη τόσω χρονώ!

Kι όταν ένα καλό βράδι
θα τελειώσει μου το λάδι
κι αμολήσω την πνοή
(ένα πουφ! είν' η ζωή),

η ψυχή μου θενά δράμει
στη ζεστή αγκαλιά τ' Aβράμη,
τ' άσπρα, τ' αχερένια του
να φιλάει τα γένια του!...

Γέρασα κι ως δε φελούσα
κι αχαΐρευτος κυλούσα,
με πετάξανε μακριά
να με φάνε τα θεριά.

Kωλοσούρθηκα και βρίσκω
στη σπηλιά τον Άη Φραγκίσκο:
-"Xαίρε φως αληθινόν
και προστάτη των κτηνών!

Σώσε το γέρο κυρ Mέντη
απ' την αδικιά τ' αφέντη
συ που δίδαξες αρνί
τον κυρ λύκο να γενεί!

Tο σκληρόν αφέντη κάνε
από λύκο άνθρωπο κάνε!..."
Mα με την κουβέντ' αυτή
πόρτα μού κλεισε κι αφτί.

Tότενες το μαύρο φίδι
το διπλό του το γλωσσίδι
πίσου από την αστοιβιά
βγάζει και κουνάει με βια:

― "Φως ζητάνε τα χαϊβάνια
κι οι ραγιάδες απ' τα ουράνια,
μα θεοί κι οξαποδώ
κει δεν είναι παρά δω.

Aν το δίκιο θες, καλέ μου,
με το δίκιο του πολέμου
θα το βρείς. Oπού ποθεί
λευτεριά, παίρνει σπαθί.

Mη χτυπάς τον αδερφό σου -
τον αφέντη τον κουφό σου!
Kαι στον ίδρο τον δικό
γίνε συ τ' αφεντικό.

Άιντε θύμα, Άιντε ψώνιο,
Άιντε Σύμβολον αιώνιο!
Aν ξυπνήσεις, μονομιάς
θά ρθει ανάποδα ο ντουνιάς.

Kοίτα! Oι άλλοι έχουν κινήσει
κι έχ' η πλάση κοκκινήσει
κι άλλος ήλιος έχει βγει
σ' άλλη θάλασσα, άλλη γη.

Κώστας Βάρναλης

βαο γαο δαο

Ζινώντας αποβίδονο σαβίνι
κι απονιβώντας ερομιδαλιό,
κουμάνισα το βίρο τού λαβίνι
με σάβαλο γιδένι τού θαλιό.

Κι ανέδοντας έν' άκονο λαβίνι
που ραδαγοπαλούσε τον αλιό
σινέρωσα τον άβο τού ραβίνι,
σ' έν' άφαρο δαμένικο ραλιό.

Σούβεροδα στ' αλίκοπα σουνέκια·
μεσ' στ' άλινα που δεν εσιβονεί
βαρίλωσα σ' ακίμορα κουνέκια.

Και λαδαμποσαλώντας την ονή,
καράμπωσα το βούλινο διράνι,
σαν άλιφο τουνέσι που κιράνει...

Ναπολέων Λαπαθιώτης

Αντίστροφο σονέτο

(Προτού η γάγγραινα να φτάσει
φτάσε στα άκρα οδοιπόρος,
αλλιώς θα σ’ ακρωτηριάσει
ο μολυσμένος μέσος όρος.)


Το πνεύμα παραδώσανε τα χρόνια
και γίναν τα εφήμερα αιώνια.
Ιούς για τα computers σας εκτρέφω.

Στα γλέντια σπάω πιάτα δορυφόρων.
Το αίμα των πολέμων επιστρέφω
για πληρωμή στα χρέη νέων φόρων.

Στης μόδας την glamour ανοησία
τον τρύπιο μου χιτώνα αντιτάσσω.
Με χρήμα για προσάναμμα θα βράσω
τους Κροίσους, να ’χει ο πλούτος μια ουσία.

Στα super market νέκταρ κι αμβροσία,
μα εγώ πεζός στον Όλυμπο θα φτάσω.
Χελώνα μια Ferrari – ας γελάσω –
στην formula που τρέχει η φαντασία.

Δημήτρης Σολδάτος

Πέθανα για την ομορφιά

Πέθανα για την ομορφιά
και πάνω που είχα βολευτεί μέσα στον τάφο
που πέθανε για την αλήθεια κάποιος
έμπαινε σε διπλανό δωμάτιο∙
με ρώτησε ψιθυριστά «τι έφταιξε;»
«η ομορφιά» του απάντησα.
«σ’εμένα η αλήθεια-όμοια τα δυο-είμαστε αδέρφια»,είπε.
Κι έτσι σαν συγγενείς μιας νύχτας
τα λέγαμε απ’τα δώματά μας
βρύα ώσπου έφτασαν στα χείλη μας
και σκέπασαν τα ονόματά μας.

Emily Dickinson

Απέχω τόσο λίγο

Το σπίτι μου είν' άδειο, πάντα σκοτεινό -
η πόρτα μου κλειστή, πώς θα ξεφύγω;
Απ’ τον φεγγίτη πως θα δω τον ουρανό;
Απέχω τόσο λίγο...

Βρίσκονται πλάι μου του κόσμου οι θησαυροί,
μα χάνονται, την πόρτα σαν ανοίγω.
Και πού να βρίσκεται το μαγικό κλειδί;
Κι απέχω τόσο λίγο...

Μες το τηλέφωνο ακούω κάποιες φωνές
και το καλώδιο νευρικά τυλίγω.
Πώς να προκύψει ένα νόημα διαυγές;
Μ' απέχω τόσο λίγο...

Με βασανίζουν όσα μοιάζανε γι’ απλά
και μ’ αναγκάζουν κάποτε να φύγω.
Πότε θα γίνουνε τα πράγματ’ ομαλά;
Κι απέχω τόσο λίγο...

Τρέχω και φαίνεται μπροστά ο τερματισμός.
Τους διώκτες μου, την ήττα θ’ αποφύγω;
Μακρύς και δύσκολος ο δρόμος, μ' ανοικτός -
απέχω τόσο λίγο...

Απέχω τόσο λίγο κι όλο προσπαθώ -
μου λείπει ένας ακόμη καταλύτης.
Της μοίρας πάντοτε να σπάσω αποζητώ
την παγερή σιωπή της.


Σοφία Κολοτούρου

Μπαλάντα στους άδοξους ποιητές των αιώνων

Από θεούς κι ανθρώπους μισημένοι,
σαν άρχοντες που εξέπεσαν πικροί,
μαραίνονται οι Βερλαίν· τους απομένει
πλούτος η ρίμα πλούσια και αργυρή.
Οι Ουγκό με «Τιμωρίες» την τρομερή
των Ολυμπίων εκδίκηση μεθούνε.
Μα εγώ θα γράψω μια λυπητερή
μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που 'ναι

Αν έζησαν οι Πόε δυστυχισμένοι,
και αν οι Μπωντλαίρ εζήσανε νεκροί,
η Αθανασία τούς είναι χαρισμένη.
Κανένας όμως δεν ανιστορεί
και το έρεβος εσκέπασε βαρύ
τους στιχουργούς που ανάξια στιχουργούνε.
Μα εγώ σαν προσφορά κάνω ιερή
μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που' ναι.

Του κόσμου η καταφρόνια τούς βαραίνει
κι αυτοί περνούνε αλύγιστοι κι ωχροί,
στην τραγική απάτη τους δομένοι
πως κάπου πέρα η Δόξα καρτερεί,
παρθένα βαθυστόχαστα ιλαρή.
Μα ξέροντας πως όλοι τούς ξεχνούνε,
νοσταλγικά εγώ κλαίω τη θλιβερή
μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που 'ναι

Και κάποτε οι μελλούμενοι καιροί:
«Ποιος άδοξος ποιητής» θέλω να πούνε
«την έγραψε μιαν έτσι πενιχρή
μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που 'ναι;»


Κώστας Καρυωτάκης

ένα ποίημα του Λευκάδιου Χερν

Eίμαι εγώ ένας;
Είμαι μια και μόνη ψυχή;
Όχι, εγώ είμαι ένα πλήθος,
ένα ασύλληπτο πλήθος.
Είμαι γενεά των γενεών
αιώνας των αιώνων
Αμέτρητες είναι οι φορές
που  η συρροή όλων αυτών  που είμαι
σκορπίστηκε στο άπειρο
για να συγκεντρωθεί και πάλι
΄Ισως, αφού στο μεταξύ καώ
Επί τρισεκατομμύρια αιώνες
στις διάφορες δυναστείες των ήλιων
τα καλύτερα από αυτά που είμαι
θα μπορέσουν να σμίξουν και πάλι.
Στου πόθου σώμα
έχω το στόμα
το κυριεύω
και ταξιδεύω.

Δρόμο στερνό
τώρα περνώ
και γεύση παίρνω
από το στέρνο

πριν βγω στην πύλη
που ‘ναι τα χείλη
και με καλεί
μ’ ένα φιλί

να την ανοίξω
να καταλήξω
σε θείο μέρος...
Θεός ο Eρως!


Κώστας Σφενδουράκης
Ερωτας είναι να κοιτάς τα μάτια
κι αυτά να δείχνουν της ψυχής το βάθος,
χρυσός εικοσιτέσσερα καράτια,
ατόφιο, θεϊκό, αγάπης πάθος.

Ερωτας, είν’ οξύς της γέεννας πόνος,
για κείνον που τον είχε πριν τον χάσει
και μόνο η λήθη που θα φέρει ο χρόνος
είν’ η πανάκεια να τον κατευνάσει.

Ερωτας! ή φεγγάρι με άλλη λέξη,
μισό στον ουρανό, μισό στον Αδη
κι ενώ μαγεύει, αν βρίσκεται στη φέξη,
στη χάση φέρνει στην ψυχή σκοτάδι.


Κώστας Σφενδουράκης
Για κοιτάξτε την καβάλα
πάνω στου βουνού τη ράχη,
έχει δέρμα σαν το γάλα
και στ’ αυτί της ένα στάχυ.

Τη νεράϊδα σας λέω,
που ‘χει στα φτερά της χρώμα,
με τα μάτια μου επιπλέω
στο κυματιστό της σώμα.

Να! κοιτάξτε το ραβδί της,
εκπληρώνει επιθυμίες
κι από πάνω ένας σπουργίτης
κελαϊδάει παροιμίες:

«Ζήτα της, πριν σε αφήσει,
παθιασμένα απ’ τη καρδιά,
ζήτα! και θα σου χαρίσει
του παραμυθιού κλειδιά.

Ζήτα τα, γιατί ‘ναι η ώρα,
πριν χαθεί μέσα στη λήθη∙
ζήτα τα να κάνεις τώρα
τη ζωή σου παραμύθι»!


Κώστας Σφενδουράκης
Πήρε ασπίδα και ρομφαία,
τη μοίρα του να πολεμήσει,
εκεί στους κόλπους του Μορφέα
σα βασιλιάς να κατακτήσει
και με μανία να γκρεμίσει,
όσα οι βάρβαροι είχαν κτίσει.

Οσα αγαπάει έχει στο νου του,
αυτά του δίνουν το κουράγιο
και το φεγγάρι του ουρανού του
που του χουν κλέψει τη σαγήνη,
μες της ζωής του το ναυάγιο
φάρος σωτήριος θα γίνει.

Και νικητής, σα θα επιστρέψει,
θα δει τον ουρανό του πάλι,
αφού το βλέμμα πάνω στρέψει,
να ναι γεμάτος με αστέρια∙
δεν είχε σκύψει το κεφάλι
και πήρε τη ζωή στα χέρια!


Κώστας Σφενδουράκης

Μητρόπολη

Αργοπεθαίνει και σαπίζει η πόλη,
ας τη βουτήξουμε μες τη φορμόλη.
Σάπια! Μας πνίγει με τη μυρωδιά της
μα είναι η μάνα μας και μεις παιδιά της.

Παίρνει στο θάνατο και μας μαζί της,
σαν μας ταϊζει από το βυζί της ,
δεν ρέει γάλα ρέει δηλητήριο
κάθε της κύτταρο έν’ άθλιο κτίριο.


Δύσμοιρη πόλη, καταδικασμένη
σ’ έν’ αργό θάνατο∙ και μεις κλεισμένοι
μέσα στα σπλάχνα της και μας σκοτώνει∙
γίναμε θύματα και μητροκτόνοι.


Κώστας Σφενδουράκης
Δεν είμαι άνθρωπος, είμαι ρομπότ, είμαι υπάλληλος.
Σε ένα σύστημα ανθρωποφάγο ο πλέον κατάλληλος
κάθομαι γράφω μηχανικά, ανούσια πράγματα,
αλλα προσέχω να κάνω ευδιάκριτα κι ωραία γράμματα.
Βάζω σε τάξη, τακτοποιώ όλα τα αρχεία
κι ύστερα διάλλειμα ένα εικοσάλεπτο∙ τι ευτυχία!
Σχολάω στις πέντε, είναι σαφές το πρόγραμμα μου,
έχω μητρώο είναι ασήμαντο το όνομά μου.
Ισως δουλέψω και κάποιες ώρες υπερωρία
και κάνω χάρες στον προϊστάμενο όχι αγγαρεία.
Κάθε πρωϊ ένα καφέ όπως τον πίνει,
με ευνοεί και μου χει πλήρη εμπιστοσύνη.
Mε εμπιστεύεται, όταν στους άλλους δεν λέει αλήθεια
και το γνωρίζω∙ είναι προσόν μου η εχεμυθεία.
Σπίτι γυρίζω και πάντα σκέφτομαι μετά το δείπνο
«αύριο δουλειά πρέπει να πέσω νωρίς για ύπνο».
Είμαι υπάλληλος αυτό μονάχα κι όταν πεθάνω
σε μιά ταφόπλακα με ωραία γράμματα κάποιος επάνω
το όνομά και όχι αριθμό μητρώου θα γράψει
και θα’ ναι αυτό ίσως το μόνο που θα’ χει αλλάξει.


Κώστας Σφενδουράκης

Συναρμογή

Είμαι μικρός παιδί μια στάλα,
δε με αγγίζουν τα μεγάλα,
βλέπω τον κόσμο σαν παιχνίδι,
σαν μακρινό ζωής ταξίδι.

Είμαι έφηβος, του πάθους νέος,
Ετοιμοπόλεμος, γενναίος∙
έγιν΄ ο κόσμος πια εχθρός μου
και γω το κέντρο αυτού του κόσμου.

Ώριμος πια, κοντά σαράντα,
βλέπω τον κόσμο απ’ τη βεράντα
και σκέφτομαι πως δε θ’ αντέξω,
αν απ’ αυτόν δε βγω απ’ έξω.

Μα τώρα, που ‘χω γίνει γέρος,
βρίσκομαι δω στο ίδιο μέρος∙
είμαι ένα κύτταρο του κόσμου
δικός του εγώ και αυτός δικός μου!


Κώστας Σφενδουράκης
Μέσα απ’ τη θάλασσα
η βία τ’ ανέμου
γεννάει κύματα,
ξερνάει αφρούς.


Μα η ανθρωποθάλασσα
ενός πολέμου
γεννάει θύματα,
ξερνάει νεκρούς.


Πόλεμος, άνεμος, ηχούν στο βάθος
την ίδια απόκοσμη, ψυχρή βοή
μα τα σημάδια τους δείχνουν με πάθος
του πρώτου θάνατο, τ’ άλλου ζωή.


Κώστας Σφενδουράκης