«Θέλουν να σας κάνουν καλά. Αλλοίμονο, εκεί φτάνει ο παραλογισμός των λογικών. Καλά, δηλαδή να γυρίσετε πίσω, έξω στην τέφρινη πραγματικότητα, να ξαναδήτε πίσω με την κρίσι του ακέραιου μυαλού την πιο αβάσταχτη, την πιο αρμολογημένη αλλόφρονη λογική της ζωής που σκοτώνει την ανθρώπινη καρδιά. [...] Μα τι θα βάλετε στη θέση του οράματος εσείς οι λογικοί; [...] Καλοπροαίρετοι γιατροί μου, αν επιμένετε να με γιατρέψετε από κάτι, γιατρέψτε με από την λογική».

Ρώμος Φιλύρας από το δρομοκαΐτειο

Χριστουγεννιάτικο


Χριστουγεννιάτικα στο κέντρο
ήμουν ξημέρωμα Σαββάτου,
είδα στο σύνταγμα ένα δέντρο
που είχαν στολίσει τη σκιά του.

Είπα πως θα 'ναι απ' το μεθύσι
ή από της λήθης τη μαστούρα
το δέντρο ήταν κυπαρίσσι
κι εγώ ήμουν μια νεκρή φιγούρα.

Πια η γιορτή είχε τελειώσει
ερημική στιγμή και κρύα
να είμαι εκεί χωρίς αιτία

και να κοιτώ που ' χαν φυτρώσει
δίπλα στο δρόμο λίγα βρύα...
έμοιαζε τάφος η πλατεία.


Κώστας Σφενδουράκης 

η νύχτα ξέσπασε...


κάτω στον κάμπο
αναβλύζουνε τ' άστρα.
βροχή!

μες απ' τα μάτια
αναβλύζουνε λόγια.
κενό.

στο κέντρο των κύκλων
αναβλύζουνε φωτιές.
γιορτή!

μες απ' τις κραυγές
αναβλύζουνε πόθοι.
ανάγκη.

στην ένταση του αόρατου
αναβλύζουν αρώματα.
νυχτολούλουδο!

στων οπαδών τα λόγια
αναβλύζουνε πρέπει.
δόγμα.

τα φώτα του δρόμου
αναβλύζουνε σκιές.
μοναξιά.

από τις λεπτότητες της ακρίβειας
αναβλύζουνε φωτιές.
tango!

πικροδάφνες όνειρο
αναβλύζουνε δρόμο.
πόλη.

στων κάποτε συμμαθητών
αναβλύζουνε "τον θυμάσαι;".
φθορά.

από τα μικρόφωνα πίσω
αναβλύζουνε δικαιώσεις.
ματαιότητα.

από την ίριδα της σιωπής
αναβλύζουνε διαστολές.
έρωτας!

από τον ορίζοντα της κιθάρας
αναβλύζουνε χέρια.
segovia!

στις κολώνες ανάμεσα
αναβλύζουν αστέρια.
σούνιο!

μες από τη σάλα
αναβλύζουνε βινίλια.
jazz!

οι ταχύτητες
αναβλύζουνε τείχη.
αποξένωση.

απ' το αν-εκτίμητο
αναβλύζουν υποταγές.
εξ-ουσία.

οι ψυχές των δέντρων
αναβλύζουνε τρεμοφεγγιές.
πυγολαμπίδες!

στα σοκάκια στις λακκούβες
αναβλύζουνε φεγγάρια.
απόβροχο!

στον πόθο της αυγής
αναβλύζουν ονειρώξεις.
ανεκπλήρωτο.

στη συνάντηση των αλλού
αναβλύζουν αδρότητες.
φευγαλέα.

στον ορίζοντα του Ηραίου
αναβλύζουνε θάλασσες.
πανσέληνος!

κάθυγρα κορμιά
αναβλύζουνε τριγμούς.
ταυτοφωνία!

από το Ένα
αναβλύζουνε μορφές.
αγέννητο!


Γιώργος Πρίμπας.

Προδημοσίευση της συλλογής "Νίκη των Τετριμμένων"

Ολιγόγραμμα ΙΙ

Η μισή Ρίτα έπεσε στο μπάρ

Μεσάνυχτα ματωμένα στάζουν σαν υγρασία
σ' αυτήν την γενέθλια κωμόπολη
ποντάροντας τον εαυτό μου σ' αυτό εδώ το μπαρ
... του ερέβους.

Νιώθω σαν μόλις να δολοφόνησα
την σιωπή μου γράφοντας
από μνήμης τσαλακωμένες σημειώσεις κρατώντας
κι ύστερα κι άλλες
κι άλλες
και όλες μαζί για πέταμα.

Στα μάτια ενός σκύλου η πραγματικότητα
είναι λιγότερο πραγματική από κάθε
τι άλλο υπάρχει σ' ένα κεφάλι
ανοιγμένο σαν καρπούζι.

Απ' την σκισμένη αφίσα στο μπαρ
η μισή Ρίτα έπεσε
η άλλη μισή με κοιτά
με μισό μάτι.

Ει Ρίτα κερνάω σαμπάνια
θα κάνουμε και κόκα αν το θες
κάνε μου παρέα σήμερα
που βρέχει κίτρινα φώτα
στη λεωφόρο
που βρέχει δάκρυα στα μάτια του σκύλου
που του σκοτώσανε τα παιδιά του.

Φέρε και τη Ρόμι μαζί
θα περάσουμε φίνα οι τρεις μας
μια κίτρινη τρύπα η ψυχή σου
που με ρουφάει.
Πυκνές γάζες αυτή η τρέλα πού έρχεται σε δόσεις
κι άλλοτε με μιας δριμύ χαλάζι στα κεραμίδια πέφτει
κομμένα γάντια στους κροτάφους αυτή η νύχτα μάτια μου
ζεστές παραισθήσεις απ' το φούρνο μικροκυμάτων
του μυαλού σου
και τα όνειρα που ακουμπούν στο αλκοόλ

το ξέρω Ρίτα σε ξέρω και με ξέρεις καλά
όταν σβήνουν τα φώτα λευκές αράχνες
τα μάτια σου
τα συντριπτικά σου δάχτυλα με καθήλωσαν
στη γωνιά της νύχτας χωρίς νύχτα
στραγγαλίζοντας μ' ένα μαξιλάρι
την κραυγή του κενού σου.

Σε είδα στο Χάρλεμ προχθές παρέα
με κάτι μαύρους να προσπαθείς
να ψωνίσεις την ζωή που έχασες
να ψάχνεις τη μάνα σου στα σκουπίδια
της έβδομης λεωφόρου και τις στρατιές
των ανδρών που γεράσανε περιμένοντας
ένα ψεύτικο νεύμα σου.

Πολύ κοινή κατάντησες κούκλα μου
μαγειρεύεις με ποδιά και ρόλει
και τα παιδιά σου περιμένεις στη στάση
του λεωφορείου να γυρίσουν απ'το σχολείο
κι ύστερα το βράδυ στην τηλεόραση να σας πεί
παραμύθια ο μπαμπάς
και φιλί στο μάγουλο και καληνύχτα.

Ρίτα γάμησε τα μωρό μου
καλπάζει ο θάνατος στις ενδορφίνες
του μυαλού σου
αυτή η ζωή ελάχιστη ζωή έχει μέσα της
ειν' τα σκαλιά απλά μιας σκάλας που
όλο κατεβαίνει και κάπου ξαφνικά
σπασμένο σκαλοπάτι.

Έλα κι έχω κλείσει δωμάτιο για μας
για μια νύχτα μόνο
στο intercontinental της κόλασης
έχει την καλύτερη θέα από δω
ο παραδεισένιος κόσμος των αστών...
 
Βαλάντης Βορδός

Ίσως

Πέτρα σκαλισμένη η καρδιά μου
πάνω στα βουνά
έχει τη μορφή τώρα της άμμου
σκόρπια, πουθενά..

Ανεμοδαρμένο τ’ όνειρο μου
με χρυσά φτερά
διάφανα τα βλέπω σαν εντόμου
μ’ άκρα κοφτερά.

Βάσανο μεγάλο το κορμί μου
πώς ισορροπώ;
Ίσως να ‘μαι ρόδο της ερήμου,
ίσως ν’ αγαπώ.


Κώστας Σφενδουράκης


Χριστίνα Μέτσικα

Fide Koksal

Μελοποίηση: Χριστίνα Μέτσικα

Τοξικά Ερείπια ΙΙΙ [Βαλάντης Βορδός]

στους Κώστα Σφενδουράκη και Γιώργο Πρίμπα


Αυτή η σιωπή που απλώθηκε
αργά τη νύχτα στο δωμάτιο
βγήκε σιγά σιγά
σε κομμάτια απ' την ψυχή των πραγμάτων
ξεδιπλώνοντας μέρες παλιές
την μάνα μου που μου 'χε κρύψει τον Καρυωτάκη
''μην κάνεις κακές παρέες'' μου 'λεγε

έτσι εγώ τις άφησα για αργότερα
τις μεγένθυνα
τις εμπλούτισα
βρήκα κι άλλους φίλους
άλλες κακές παρέες και συναναστροφές.

Ανακάλυψα τον Αλέξη και τον Αλέξη
τον Τραϊανό και τον Ασλάνογλου
τον Μαγιακόφσκι και τον εξαίσιο
εκείνο Κάρολο
''έλα! ω, έλα στο ταξίδι των ονείρων, πέρα απ' το δυνατό,
πέρα απ' το γνωρισμένο''

κόλλησα μαζί τους σαν το χανζαπλάστ
στην πληγή της καρδιάς
ανεξέλεγκτος πάνθηρας η φαντασία
μού 'σπαγε τα δάχτυλα

έτσι που κάθε άγγιγμα
κάθε μικρή μετατόπιση
να' ναι η οδυνηρή κλιμάκωση
του σκισμένου μου προσώπου
σε χίλια τεμαχισμένα χαμόγελα
μοιρασμένα δεξιά και αριστερά
σε φίλους γνωστούς και γκόμενες
με ψηφιακή καρδιά και ψηφιακά πόδια

που για ν' ανοίξουν θέλουν το μαγικό
σου λογάριθμο, το ψηφιακό σου κλειδί
το μαγικό συνδυασμό
χρήματα χρήματα, γρήγορο αμάξι, εξοχικό στη Χαλκιδική
σε μέρος in, μα να' σαι και καλό παιδί
με μόρφωση και λεπτά αισθήματα.

Να μεγαλώσεις τα παιδιά σου με αρχές και ιδανικά
με Γαλλικά και πιάνο
για να καταστρέψουν ότι έχει απομείνει όρθιο
απ' τους προηγούμενους τύπους με τα οράματά τους.

Εγώ δεν έχω τίποτα απ' όλα αυτά
οι παρέες μου ήταν ανέκαθεν κακές
κι οι επιρροές μου άσχημες

η μάνα μου όσο και να προσπάθησε
για να με συνετίσει
με μια βελόνα να ξεμπερδέψει
τις χαώδεις μου φλέβες δεν μπόρεσε

έτσι που η κούνια μου
στην ποίηση ακούμπησε
κι έγειρε η πλάστιγγα
προς τις παλιές παρέες
και ''βαβήλ σκοτεινό''
η νέα μέρα και η επόμενη...


Βαλάντης Βορδός

Η ΩΔΗ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ ΜΟΥ (μόνο με αίμα, γράφοντας κόκαλα)

Σπλάχνο μου,

ούρλιαζε η μητέρα μου κι έτρωγε την καρδιά της.

Μαύρα ντυμένες γυναίκες γύρω της, της κρατούν παρέα.

Μα εγώ που αναχώρησα ήθελα να πω,

αφείστε να μιλήσει ένα ηπειρώτικο μοιρολόι, μια αμοργιανή μαντινάδα που πλέει στο Αιγαίο.

Nina.

Billie.

Βαμβακάρης.

Τι θέλουν γύρω μας αυτές οι υποκριτικές στο πένθος γυναίκες,ήθελα το δωμάτιο βαμμένο από κεράσι,

σαν αυτό που έβαψαν το στόμα μου.

Τελευταία επιθυμία.

Ρέκβιεμ.

................................................................................................

Κάποτε αγάπησα κάποιον που με είπε (ΕΙΜΑΡΜΕΝΗ), το τραγικό ήταν πως ποτέ δεν με πίστεψε.

Του είπα,

από παιδί έβγαζα τα δόντια μου και τα έβαζα στο φεγγάρι,

διάβαζα κι έγραφα ποιήματα,

τα ποιήματα ήταν πρόβατα που μαλάκωναν τον λύκο.

Διέκρινα την αξία που έχουν τα δάκρυα σαν ρέουν,

κάποτε από ευγνωμοσύνη, κάποτε από πόνο, κάποτε από έρωτα.

BAUDELAIRE! Σε λατρεύω!

................................................................................................

Ο έρωτας έβοσκε στα καφενεία, στα μπουρδέλα, στα σχολεία,

στα ασφυχτικά μέσα μαζικής συνεύρεσης,

στις κλούβες με τους μαύρους που κοίταζαν έξω από τα τζάμια σαν τίγρεις θλιμμένες,

θεέ μου, είπα,

πως αντέχεις να βλέπεις μια τίγρη θλιμμένη;

Έβγαλα τα σπλάχνα μου,

τα μοίραζα σε φτωχικά δωμάτια, σε δωμάτια υπόγεια, σε ερωτικά αγκαλιάσματα,

πάντα ο έρωτας ξαγρυπνά τον θάνατο.

Μητέρα.

Ρέκβιεμ.

................................................................................................

Κι όμως, ενώ σαν παιδί είχα μόνο όνειρα να σαλεύω

γέμιζα μέσα μου τα ψυχικά αποθέματα,

αγαπούσα πάντα τον ήλιο, όταν με χάιδευε στα μάτια, όταν χάιδευε τα βουνά μπροστά στην θάλασσα.

Η όψη του δίκαιου και του άδικου πάντα στον πνεύμονα μου ουρλιαχτό.

Τις νύχτες που φωνάζει ο έρωτας, που δυναμώνει η αρρώστια,

τις ημέρες που δεν μπορείς να σκεφτείς από το τόσο φως.

Δημήτρης Ροδόπουλος. Ωδή!

................................................................................................

Κι ενώ με έκαιγε η ζωή,

μια πόρνη πολυτελείας μου έκλεψε κοσμήματα αγαπημένα, κλεπτομανής στο είδος,

έβαλε στην ζυγαριά, ένα τίποτε σε γραμμάρια την ψυχή μου ένα γραμμάριο ο χρυσός.

Λιωμένα δόντια εβραίων. Και κάθε.

Πως αντέχεις θεέ μου να βλέπεις να μην αφήνονται στην ησυχία τους οι νεκροί;

Ρέκβιεμ!

................................................................................................

Ο έρωτας είναι πάντα η αιτία να ανακαλύπτεις τον άλλο μέσα από εσένα

και τούμπαλιν.

Κρυφά λατωμεία αναδεύουν οσμές σάρκας, εσώρουχα μαύρα, χέρια αγγέλων κολασμένων

πάνω σε ανακατωμένα στρώματα.

Μπορεί ένα στρώμα να κλάψει,

όταν είδε τους εραστές να συνθέτουν σωματικά σονέτα,

μιας ώψιμης τρέλας, μιας φευγαλέας τρύπας στο φεγγάρι.

Ένα μεθυσμένο πρόσωπο βυθισμένο σε ένα άλλο πρόσωπο.

Τίποτε δεν ξέρεις αν δεν σκέφτηκες να πεθάνεις για τουλάχιστον έναν έρωτα.

Φωτιά σε σύννεφο πληγωμένο.

Τζάμι που κόβει τα δάχτυλα μου και πίνω το αίμα.

................................................................................................

Χρόνια κοφτερά, χωμένα στο χαλάζι,

στον αγρό μια παρθένα γυμνάζει τα στήθια της φορώντας κόκκινο σκούρο του αίματος.

Αγαπώ το αίμα,

γράφει όμορφα στα ποιήματα,

γράφει όμορφα στα πρόσωπα,

κάνει την καρδιά μου μηχανή υποστήριξης στις αισθήσεις μου,

άλλο οι αισθήσεις,

άλλο τα αισθήματα.

Ένα καράβι που φεύγει από το λιμάνι, η ψυχή μου που κλαίει,

σαν ελάφι που έχασε την μητέρα του,

κλονίζομαι από την ζωή. Καρούζος.

Σαχτούρης.

................................................................................................

Απορείς κάποιες φορές γιατί απομακρύνομαι.

Έχω ανάγκη να μένω μόνη μου,

γεννούν τα αστέρια ελπιδοφόρα βρέφη και τα βλέπω.

Από τα κόκαλα βγαλμένη η ελπίδα,

άλλο η ελευθερία,

την πρώτη γεύση της ελευθερίας την πήρα όταν αντιστάθηκα με τον τρόπο μου στους γονείς μου.

Όταν μπορούσα πια να πάρω γεύσεις ομορφιάς χωρίς να γεννάει αυτό ανία, πάντα με έκπληξη.

Και δίχως τοξικότητες.

Όξινες γεύσεις και γλυκές. Βασανίζουν τα μέλη μας.

Μα έτσι τα μέλη μας θριαμβεύουν.

Από τις ήττες τις επώδυνες.

Τα βιβλία της ανησυχίας.

Πεσσόα! Σε λατρεύω.

................................................................................................

Την στιγμή που άρχισα να φεύγω από το σώμα μου σκέφτηκα τι είναι πολιτισμός.

Είναι η ευγένεια, φυσική αρχόντισσα και πολύτιμη μάνα-σύμβολο.

Ο έρωτας.

Τα αρχαία αγάλματα.

Η τραγωδία. Το αρχέγονο ένστικτο. Η αναλυτική σκέψη που φέρνει τα ερπετά στο φως.

Φυγαδεύει τα σκοτάδια τα ψυχικά ,πέραν του χάους.

Η αγάπη.

Ανιδιοτέλεια. Μότσαρτ!

Μπιθικώτσης!

Η ποίηση.

Όμηρος! Με τύφλωσε το τόσο σου φως!

Ο ήλιος!

Ζωοδότης.

Πατέρας και μητέρα στα κρύα μας σπίτια.

Κοιμητήρια ζεστά από ένα γυναικείο χέρι, ένα λουλούδι στο μάρμαρο.

Θεέ μου πως αντέχεις να βλέπεις τους ποιητές να χτυπούν την νύχτα τα λευκά τους μάρμαρα;

Πάντα ο έρωτας. Αυτή η ατέλειωτη αρχαία κολώνα μεταξύ ουρανού και γης φτιαγμένη από αιμοσφαίρια.

Ειμαρμένη, με είπες, μα δεν πίστεψες πως βαθιά σε ερωτεύτηκα.

................................................................................................

Και τώρα μητέρα,

ευχαριστώ που έβαψες το δωμάτιο και το στόμα μου με κεράσι,

κάμετε έναν χορό,

ίσως λίγα πνευστά, ένα τρομπόνι, μια ντραμς,

Miles Davis.

Ένα μπουζούκι.

Χαράξτε λέξεις στα πατώματα χορεύοντας θανάτους.

Ο θάνατος δεν είναι αυτό που ξέρουμε. Τίποτε δεν ξέρουμε.

Ανοίξτε τα παράθυρα, κοιτάξτε τους καθρέφτες.

Τίποτε δεν είναι η ζωή αν δεν την έζησες.

Ένα τσίριγμα από κάποιο μεθυσμένο βαγόνι τρένου.

Ένα τσιγάρο δρόμος.

Όλα είναι δρόμος.

Τζακ Κέρουκ. Τόσο αθώος και κολασμένος.

Φέρτε ένα βιολί, ανάψτε το.

Κάντε το αηδόνι, αυτό είναι ο θάνατος, το τραγούδι από το αηδόνι.

Μάνος Χατζηδάκης. Η προσωπογραφία της μητέρας μου.

Λιτές τελετές.

Πετρολούκας πάλι.

Πεθαίνω, μα το ξέρεις έζησα. Με δόντια, με νύχια. Χορεύοντας εκστασιασμένα.

Πανσέληνος.

Μουδιάζω.

Ανατέλλω...


Πόπη Συνοδινού

Τοξικά ερείπια ΙΙ

Μια θάλασσα στυμμένη τα μάτια σου
τραβώντας τα ενδύματα της νύχτας
αποκαλύπτεις το άλλο σου πρόσωπο

όχι της καθημερινής ανοχής
που σαν σκόνη έλιωσε τα χέρια σου
το πρόσωπο των βρεγμένων ήλιων
με τα ξερά φύλλα
και τις τραμπάλες του κυρίου τρόμου

τα πρόσωπα των ποιημάτων σου
να τρέχουν πάνω σε κίτρινα ποδήλατα
σφυρίζοντας δήθεν αδιάφορα
επαίτες της νύχτας
κλέβοντας το οξύ απ'τις μήτρες του πόνου

μ' έναν ξεκοιλιασμένο ουρανό
να χύνει αίματα στις πηγές
που και συ ζήτησες να πιεις
μ'ενα χαλασμένο μάτι να κοιτά
μέσα στου εαυτού τα χάσματα

η νευροπαραλυτική ευτυχία
που σε αποκοίμισε σου σπάσε την πλάτη
στο κάλεσμα των συντρόφων
μικρέ μου Ελπήνορα

το θαύμα πρέπει να περάσει
από μέσα σου
λεπτή γραμμή γαλάζια βελόνα
στις κόκκινες φλέβες σου
να διυλιστεί στα νερά της στυγός
αν δεν έχεις τελειώσει
στο θάνατο των ωρών και των πραγμάτων
αν επιμένεις να ανασαίνεις.
Κάθε που αφήνεις το ποίημα μετέωρο
ούτε εσύ γεμίζεις...


Βαλάντης Βορδός

Μας ανήκει

Αυτός ο κόσμος μας ανήκει
που δεν τον φτιάξαμε εμείς!
σ' όλα τα πλάτη και τα μήκη
μας δόθηκε άνευ τιμής.

Αυτός ο κόσμος μας ανήκει
κι η παιδική μας η καρδιά
βρήκε τον δρόμο για την νίκη
και της ελπίδας τα κλειδιά.

Αυτός ο κόσμος μας ανήκει
κι εμείς ανήκουμε εκεί
στου άλλου κόσμου το τσιφλίκι
είμαστε απλά περαστικοί.


Κώστας Σφενδουράκης

Κατεύθυνση

Μας σέρνει η ζωή στην Ιστορία
με λόγους επικίνδυνα φαιδρούς
να ακολουθεί την ίδια συμμορία
αυτή με τα καρφιά και τους σταυρούς.

Αν που και που μας δίνεται ευκαιρία
να φτιάξουμε τους δρόμους μας αβρούς
ο πόθος μας αλλάζει σε υστερία
και ψάχνουμε χαμένους θησαυρούς.

Το σπέρμα το κακό μετά την γέννα
σε άλλη μήτρα σ' άλλη εποχή
μπαίνει κι αναπαράγει ενοχή...

Οδήγα κι άμα σπάσουνε τα φρένα
να μη σε νοιάζει, τούτο το στενό
τελειώνει στο απέραντο κενό.


Κώστας Σφενδουράκης

Η συμφωνία

Τη συμφωνία υπογράφει
τα βρήκε με την εταιρία
ο κόπος του μη πάει στράφι
η επένδυση ήταν ευκαιρία.

Μα στην παγίδα σαν ελάφι
τον περικύκλωσαν θηρία
των "από πάνω" το σινάφι
καπάτσοι στην λαθροχειρία.

Αφού του φάγανε τα πάντα
του πήρανε και την γυναίκα...
Νύχτα με φόντο την κομπίνα

σκέφτεται μόνος στη βεράντα
"πρέπει να πάω κατά τις 10"
γεμίζοντας την καραμπίνα.


Κώστας Σφενδουράκης

Ακοινώνητη

Με μια καμπούρα η ζωή σε πέρασμα θανάτου
αμέτρητοι χορεύουνε πάνω της στεναγμοί
του ανθρώπου η μοίρα το 'θελε να σμίγει η χαρά του
με το κακό και μέσα του τα γέλια κι οι λυγμοί.

Χάθηκε το σημείο πια της καιομένης βάτου
ποιος είναι τώρα Μωυσής, ποιος έχει την πυγμή
να ξεσηκώσει τον λαό να σπάσει τα δεσμά του
στου κόσμου τον ωκεανό να ανοίξει μια ρωγμή;

Ω κοινωνία ακοινώνητη, παγκόσμια κοινωνία
σ' έκανε τούτη η εποχή ψεύτικη, πλαστική
είναι γεμάτη η ατμόσφαιρα με ανθρώπινη μανία.

Τώρα που σβήνεις όνειρα που χάνονται οι ελπίδες
θα 'ρθει ο καιρός σου αιφνίδια, να 'τος καραδοκεί
λίπος φράζει τα μάτια σου γι αυτό και δε τον είδες.


Κώστας Σφενδουράκης

Ταχεία μετάσταση

Άδειος καθρέφτης, ύπαρξης ένδειξη τώρα που άχνισε
πάντα οι σάρκες μας της απουσίας γίνονται αντίβαρα
θεός χαρμάνης, καπνός η ανάσα μας όλη την κάπνισε
μες στο τασάκι του τα ανθρωπόμορφα τα αποτσίγαρα.

Άβουλοι σκλάβοι, ζωής ζητιάνοι, οιονεί πειράματα
στην επιστήμη της εξουσίας υπέστη αλλοίωση
μια κοινωνία, σε αμνησία απ' τα γεράματα
σέρνεται ανήμπορη, νοσούν τα σπλάχνα της από εξαθλίωση.

Πουλιά προσπάθησαν να αποδημήσουν, ήταν ανίκανα
μπροστά στα μάτια τους τα γύρω, ιδανικά φάνηκαν, ρόδινα!
έπαψαν όμως να τιτιβίζουν, βγήκαν τα δίκαννα
τα δευτερόλεπτα, μέχρι το τέλος τους γελούν επώδυνα.

Μοιραία στο όνειρο ψυχορραγεί μια επανάσταση
τώρα ανεξέλεγκτα τ' αρχαία αυξάνονται τα καρκινώματα...
σκότους ταχύτητα, σ' όλο το είναι μας κάναν μετάσταση
"κάποτε υπήρξαμε" θα λέμε "υπάρχουνε τα αποτυπώματα".


Κώστας Σφενδουράκης

Το 72,9% θεωρεί θετική επιλογή τον Λ. Παπαδήμο (του Ιωάννη Κυριαζή)

Και ξαφνικά εξανεμίστηκαν οι όποιες ενστάσεις γύρω από τη μνημονιακή πολιτική μπροστά στη... «σοβαρή» εμφάνιση του κυρίου Παπαδήμου..., διαλύθηκαν τελείως ξαφνικά οι στρατιές των ανέργων και τα χαράτσια έγιναν πιο υποφερτά υπό το χαμόγελό του, ως διά μαγείας έσπασαν και τα χίλια δυο δεσμά που μας καθιστούν υποχείριους του ΔΝΤ και της ΕΕ, εξαφανίστηκαν δια μιας οι κακές αγορές μπροστά στον καλοδεμένο κόμπο της γραβάτας ενός ανθρώπου των αγορών, οι κακοί τραπεζίτες που θεωρήθηκαν η αιτία του κακού διαγράφτηκαν από τη μνήμη μας μπροστά στον «καλό τραπεζίτη» που θα μας σώσει, το χάος υποκαταστάθηκε από την τέλεια χωρίστρα του κι η τσάκιση της μέσης μας από το βάρος του χρέους αντικαταστάθηκε από την τέλεια τσάκιση του παντελονιού του...και πόσο ξαλαφρώσαμε που ένας αποτυχημένος πρωθυπουργός παρέδωσε επιτέλους τη σκυτάλη στον τέως σύμβουλό του....
Σα να μην πρόκειται κι αυτή η κυβέρνηση να υπογράψει όλα αυτά για τα οποία ως τώρα ο κόσμος αντιδρούσε...
Σα να μην πρόκειται αυτή η κυβέρνηση να τηρήσει-και μάλιστα άμεσα διά της υπαγορευθείσης υπογραφής της-τις δεσμεύσεις που ανέλαβε η προηγούμενη λαομίσητη κυβέρνηση να υλοποιήσει...
Σα να μην είναι ο νυν πρωθυπουργός καλοδεχούμενος –άραγε γιατί;... – από τα κοράκια που μας κατασπαράζουν...
Σα να μη συμμετέχουν σ' αυτήν την κυβέρνηση άτομα όπως ο κ. Βορίδης, πρώην γραμματέας της ΕΠΕΝ...
Μα στ’αλήθεια τι όραμα ζωής μπορεί να χαρίσει το καλοραμμένο κοστούμι ενός ψυχρού τεχνοκράτη στη ντυμένη με ράκη ελπίδα μας;...
Μπροστά σ’ ένα λαό που ξεχνά την Κόλαση στην οποία οδηγείται, γιατί θα τον φυλάει ως τότε ο «καλός του άγγελος», μια προοπτική μόνο υπάρχει: να φτάσει με ασφάλεια στην Κόλαση...



*Δημοσκόπηση Κάπα Research

Ιωάννης Ν. Κυριαζής

Μεσόγειος νύχτα

Πάρτε τα όπλα, δώστε γάλα
"ψωμί παιδεία ελευθερία"
συνθήματα λόγια μεγάλα...
τα όπλα είναι σε ευκαιρία!

Μες στων 7 αδελφών τη σάλα
παίρνει μορφή η ιστορία
μετά θα παίξουν τη "μπουκάλα"
κι ίσως να δείξει τη Συρία.

Όλες οι μέρες γίναν νύχτες
έγινε η γη μια μαυροφόρα
απ' τα παιδιά της τα αιμοβόρα.

Σταμάτησαν του χρόνου οι δείχτες
και στον ανύπαρκτο τον χρόνο
δείχτες θανάτου υπάρχουν μόνο.


Κώστας Σφενδουράκης

Συμμορία

Να οι κεφαλές της εξουσίας!
επιθυμούνε διακαώς
γιατί είναι υψίστης σημασίας
να το βουλώνει ο λαός:

"Έχουμε πόλεμο και κρίση
δεν είναι ο δρόμος πια βατός"!
λέει ο Άρχων και η λύση:
"Λαός δεν θα 'στε μα στρατός.

Βάλτε τα κράνη, τις μπαλάσκες...
στα όπλα! θα 'ρθει ο εχθρός"
(φορούσαν τις θλιμμένες μάσκες
της εξουσίας ο αφρός)...

"Είστε σε πόλεμο, όχι λάσκα,
σε έναν πόλεμο ιερό" !
είπε αφού φόρεσε μια μάσκα
μ' ένα άλλο ύφος παγερό.

Και ο λαός όλο απορία
(πώς άφησε να κυβερνά
δυο-τριών τζακιών η συμμορία;)
το πρόσωπο αλλού γυρνά.

Τώρα σκυμμένο το κεφάλι
γιατί δεν γίνεται αλλιώς
η συμμορία θα επιβάλλει...
Νόμος ακλόνητος, παλιός.


Κώστας Σφενδουράκης

Συνταγματάρχης

Να επιβληθούν θέλει οι κανόνες και οι όροι του
να κάνουν πέρα επιτέλους τα ρεμάλια
φθόνος και λύσσα είναι οι συνοδοιπόροι του
σ' αυτόν τον δρόμο που ανοίγει με τα σάλια.

"Γεια σου αδερφέ" τον χαιρετάνε οι σαλίγκαροι
είναι που η εικόνα των ανθρώπων ξεγελάει
μοιάζουν στα δυο όταν βαδίζουν σαν παλίκαροι
μα σαλιγκάρια όταν έρπουν πλάι πλάι.

Να επιβληθούν θέλει οι κανόνες και η ποίηση
να του προσφέρει όσα χρειάζεται να υπάρχει:
έναν στρατό να ακολουθεί δόξα και οίηση
υποταγμένοι όλοι στον συνταγματάρχη.

Κι όσοι ακούν να τους προστάζει "ακολουθείστε με"
να πάψουν να το μεταφράζουνε σαν "φτύστε με".


Κώστας Σφενδουράκης

Κοιμηθείτε

Κοιμηθείτε μικρά μου αγγελούδια
θα σας πω παραμύθια, τραγούδια
κοιμηθείτε γλυκά.

Κοιμηθείτε σσσστ ούτε άχνα
τα βγαλμένα από μέσα μου σπλάχνα
σερνικά θηλυκά.

Κοιμηθείτε κι ενώ σας βυζαίνω
την φωνή μου θ' ακούτε σαν αίνο
κι ας μου βγαίνει κραυγή.

Κάποτε είπα στην άπλαστη νύχτα
"μη με δούνε, άρπαξέ τα και ριχ' τα
μακριά απ' την αυγή".

Κοιμηθείτε θα σας νανουρίζω,
το γαλάζιο δεν γίνεται γκρίζο
με τα μάτια κλειστά...

Μα μονάχα στου ονείρου τη ζάλη
θα νομίζετε ότι είστε μεγάλοι
που τραβάτε μπροστά.

Κι εκεί μέσα θα φτιάξετε Ελλάδες
όσοι είστε άλλες τόσες μανάδες
εσείς μέσα, κορμιά.

Κοιμηθείτε της γέννας μου πλήθος
στο όνειρό σας θα μείνω σαν μύθος
στην αλήθεια ερημιά.


Κώστας Σφενδουράκης

Άτιτλο του Βαλάντη Βορδού

Σπασμένα ποτά,σπασμένα μπουκάλια

στις άκρες των ματιών μου ακροβατούν

σπασμένη η πρέζα των ονείρων,μου

'χει κάνει τις φλέβες μπουρδέλο

που μπαινοβγαίνουν φτηνές γυναίκες

όλο απόγνωση γιατί ίσως έχασαν αυτό

που ποτέ δεν τους δόθηκε,γιατί

ίσως πέρασε πολύς καιρός που

κάποτε αγαπήθηκαν,που είχαν κάτι

να κρατηθούν και ας ήταν ένα σύννεφο

με παντελόνια ή χωρίς.

Σπασμένα ποιήματα

μέσα σ'άλλα ποιήματα,σκόρπιες λέξεις

χωρίς συνοχή

έχω τελειώσει ήδη,απ'το βρεγμένο ταβάνι

χαζεύω την αράχνη,υπάρχει μια διαφορά μεταξύ μας

εγώ δεν υφαίνω τίποτα εδώ και καιρό,

η έλξη των ετερωνύμων μ'έχει κάνει

να την συμπαθώ

έτσι που αν δεν την δω μια μέρα

νιώθω ένα σφίξιμο στο στομάχι,

οι λέξεις σκέφτομαι,τα παιδιά

με τα κάρβουνα στα μάτια,τα λόγια,

τα άλογα,τα μαύρα κατσίκια του μυαλού μου,

τα λογάκια τα χαριτωμένα

και τ'άλλα τα βαρύγδουπα σαν πόρτα κάστρου

των ποιητών

εγώ θα επιμένω να μπαίνω απ'το παράθυρο

για να σας στη σπάω

γιατί δεν είμαι ποιητής.

Στο άγονο τοπίο του 11 σωτηρίου εν χριστώ έτους

σαν δορυφόρος που έσπασε και έπεσε

ριγμένος στην αχαρτογράφητη έρημο της οδύνης είμαι

φωτογραφίζοντας το κενό στη λεωφόρο των ποιητών

που αγάπησα.

Γιατί γυρίζοντας μια στιγμή το βλέμμα πίσω

από 'κει που επιστρέφω

βλέπω αστέρια πεταμένα

πάνω σε σκουριασμένες λαμαρίνες...


Βαλάντης Βορδός

Στην γυάλα

Ποιες προσδοκίες ποια σχέδια μεγάλα;
είσαστε ψάρια απλώς κολυμπήστε...
έτσι κι αλλιώς δεν θα βγείτε απ' την γυάλα
μέσα ασφαλείς, σε μικρόκοσμο είστε.

Λίγη τροφή και αλλάζει η πορεία
στην κορυφή με ορθάνοιχτο στόμα
από την πείνα, από την απορία
αν είστε άξιοι να τρώτε ακόμα.

Πάνω απ' την γυάλα του αφέντη το μάτι
τον διασκεδάζετε, σας επιβλέπει
γύρω απ' την γυάλα λιγούρια, οι γάτοι
να τους πετάξει από σας κάνα λέπι.

Ποιος θα αρνηθεί, θα προτάξει το "όχι" ;
ψαράκι είναι δεν είναι χαϊβάνι
ξέρει μετά θα τον πιάσει η απόχη
για να τον ρίξει γυμνό στο τηγάνι.

Ποιος από σας την κατάντια του κλαίει;
κανείς δεν είδε να κλαίει ένα ψάρι...
πως είναι δόλωμα ό,τι επιπλέει
ποιος από σας το 'χει πάρει χαμπάρι;


(στον σύντροφο ημεδαπό εξόριστο Δημήτρη Τριανταφυλλίδη)

Κώστας Σφενδουράκης

Πορτρέτο

Το κρανίο αδειανό
οι οφθαλμοί είναι μεστοί
απληστία κενό
μια εικόνα πλαστή.

Στο κορμί το γυμνό
που κινεί μια κλωστή
υλικό ταπεινό
μαριονέτα σωστή.

Σάπιου κόσμου πιστός
προσκυνάει μα δεν
κι ας νομίζει ότι ζει...

Δεν το ξέρει, φτυστός
είναι με το μηδέν
κι η ψυχή του μαζί.


Κώστας Σφενδουράκης

Ακινησία

Ακούνητοι εδώ προσδοκώντας τη μοίρα
η σκέψη πως ζουν είναι μια αυταπάτη
μια θάλασσα ο κόσμος γεμάτη αλμύρα
και σκλάβοι αυτοί να μαζεύουν αλάτι.

Ακούνητοι ναι, της ζωής οι προδότες
εντάξανε μες στον ιερό της αγώνα
παιδιά να μετέχουν οιονεί αιμοδότες
να κλαίνε μονάχα από τα δακρυγόνα.

Ακούνητα δίχως φωνή ανθρωπάκια
και πέρα μακριά σταματάει το βλέμμα
σ' ορίζοντα που 'ναι θολός απ' το ψέμα.

Θολός από ισχνά σκονισμένα φωτάκια
ζωής που αργοσβήνει στο τώρα σημάδια
ακούνητοι, ακούνητα όλα και άδεια...



Κώστας Σφενδουράκης

Αέναη μαθητεία

Ανοίγουν στόματα πατέρων
να εμφυσήσουν στα παιδιά
πνεύμα ζωής, λέξεις κλειδιά
"τρύπωσε", "λάδωσε", "συμφέρον".

Η Αδελφότητα των γέρων
την παιδική τους την καρδιά
τη νανουρίζει στη ποδιά
υπό την λάμψη fake αστέρων.

Ανυποψίαστες μητέρες
έχουνε θρέψει τις γενιές
να υποδεχτούν αυτές τις μέρες...

Κρούση προγόνων απογόνων
σε ένα σμίλευμα διαρκές
για τον αιώνα των αιώνων.


Κώστας Σφενδουράκης

Εξομολόγηση στη σκιά μου

Κάθομαι κάτω από μια γυαλιστερή παρέα από σύννεφα ενώ

το μετρό περνά αφήνοντας από το στόμα του εκατοντάδες ανθρώπους.

Περιμένω την βροχή.

Μαζί με την αναμονή της έρχονται συναισθήματα κορυφωτικά

με μια φυσική αναδίπλωση στην ανθρώπινη μου αντίληψη.

Έρχονται στιγμές που νοιάζομαι για τον άνθρωπο με διάθεση απόλυτη

με νοιάζει το άγνωστο παιδί σε ένα υπόγειο

ή κείνο που παίζει απορημένα με ένα νεο παιχνίδι.

Εγώ είχα παιχνίδια δανεικά, καμμία σημασία όμως δεν έχει γιατί φριχτά τα αγάπησα.

Πάντα διέθετα αισθητήρες στα κόκκινα μπαλόνια.

Μπορούσα εύκολα δηλαδή να διώξω την φριχτή πραγματικότητα και να μπώ σε αυτήν που ήθελα εγώ.

Με ένοιαζε που για όλα τα κακά έφταιγα εγώ, συνέπεια ενός περιβάλλοντος ανώριμου.

Έφταιγε κι η γκρίνια που φέρνει η φτώχια, τα νιάτα των γονιών που πάλευαν να μην ξοδιαστούν.

Είχα όμως τύχη καλή. Γενναίοι φίλοι μου στην φτωχογειτονιά μου φόρεσαν ασπίδα της αγάπης.

Πόσο θολό είναι το τοπίο σαν αυτή δεν την έχεις ή νομίζεις δεν σου χρειάζεται...

Το σχολείο ήταν το κοιμητήριο των αισθήσεων, έτσι το βλεπα από τον χάρακα μιας δασκάλας.

Αυτός ο χάρακας μου έμαθε πως ή θα κλάψω ή θα κρατήσω μια περηφάνεια.

Κι έκλαιγα μόνο στο σπίτι.

Με λύσσα κράτησα την περηφάνεια. Αυτή δεν είναι μια περσόνα που κρατά βεντάλια και ζητά να την προσέξεις.

Είναι το ακέραιο καταφύγιο της κατοίκησης στα ψηλά κλαδιά.

Και να μένεις ίδιος κι ακλόνητος στην ομορφιά που θες να ορίσεις για κατοικία...

Η μητέρα μου με πήγαινε σε σπίτια πλούσια.

Δούλευε με τα παιδιά τους κρατώντας τα.

Σαν λίγο μεγαλύτερη τους έπαιζα κουκλοθέατρο.

Έφτιαχνα ρόλους και λέξεις να τους παρασύρω μακριά από την παιδική πλήξη.

Λάτρευα τα βιβλία και το θέατρο.

Από εκεί έφτιαχνα τα δικά μου πειρατικά ορμητήρια βρίσκοντας εμπνεύσεις.

Ξαπόστελνα την κακία και την ζήλια δίνοντας την σε ρόλους καθαρίζοντας το χώμα μου.

Ανέβαινα σε μια καρέκλα και έπαιζα φορώντας ρούχα της μαμάς μου.

Σάλιωνα τα κραγιόνια τα ξύλινα και με έβαφα.

Κόκκινο του πολέμου ή του ηλιοβασιλέματος..

Από τότε έχω μια ευγνωμοσύνη μέσα μου για τα πράγματα.

Τους ανθρώπους. Κι ας παραπονιέμαι πολλές φορές δίχως συστολή.

Ότι συμβαίνει είναι το μπόλιασμα. Η ανακάλυψη. Η μάθηση. Η κοινωνική παιδεία.

Εντάξει δεν έχει πάντα γέλια και χαρές, μάλλον περισσότερα τα δάκρυα.

όμως κάπως έτσι αφυπνίζεσαι.

Μαθαίνεις όχι άκοπα με ποιους θα πας και ποιούς θα αφήσεις...

Αυτό που δεν θέλω να χάσω είναι αυτή η ευγνωμοσύνη μου στα πράγματα.

Την θέα της αρμονίας και της δικαιοσύνης..

Στα πάντα.

Κι ότι βλέπω τώρα στα παιδικά μάτια είναι λύπη και αγωνία.

Γιατί ξέρουν να διαβάζουν τον γονιό και τις κοινωνίες.

Πιο πολύ από τον σοφό ή τον ποιητή, είναι που δεν έχουν δεύτερες σκέψεις..

Κι αυτό τρέμω, την ύπαρξη της δεύτερης σκέψης. Που φυσικά γίνεται, απλά δεν υπάρχει μεγάλη διάρκεια..

Είμαι εδώ, πάνω από το στόμιο της αβύσσου που λέγεται άγνωστο.

Πάνω από κρατήρες θανάτου που κάποτε με αγγίζει σαν σκέψη..

Φοβάμαι. Ότι παραμύθια να σκεφτώ τον φοβάμαι.

Να προλάβω θέλω ακόμη κι άλλα.

Ανεξόφλητα όνειρα.

Πιο πολύ όμως φοβάμαι μην σταματήσω να αισθάνομαι.

Να σκέφτομαι.

Να αγαπάω.

Το μετρό συνεχίζει να ξερνάει κόσμο από το στόμα του.

Φιγούρες τρομαγμένες, σκεφτικές.

Υπομονετικοί ήρωες, ξεκάθαρο.

Ας έχουμε τουλάχιστον ό ένας τον άλλο.

Όπως τα ζώα στις αγέλες.

Κι ας μυρίζουνε το αίμα. Υπάρχει η στιγμή που το ένα γλύφει ευχαριστημένο το άλλο τιθασεύοντας το άγριο ένστικτο.

Ας χαϊδέψουμε τους φόβους μας κρατώντας τις βελουδένιες πατουσιές των γατιών.

Ένα δάκρυ όταν σμίγει με το άλλο γίνεται ποτάμι.

Το ποτάμι κάποτε έχει δύναμη να καθαρίσει το άδικο.

Και κάποτε έχει και ένα μέγιστο αποτέλεσμα στα πράγματα...

Σύννεφα από πάνω μου, ρίξε βροχή το δάκρυ σου να πλύνεις την βρώμικη μου πόλη

Η πόλη μου γέρασε πια. Κι όμως! Δεν ξέχασε πως υπήρξε και σαν έφηβος...


Πόπη Συνοδινού

Φύγε ρε...

Φύγε ρε πούστη απ' την ζωή μου
με κυνηγάς εδώ και χρόνια
πας να ρουφήξεις την πνοή μου,
δέσε μου πρώτα τα κορδόνια...

Δεν είσαι άξιος να το κάνεις
μα μου την φέρνεις από πίσω
στο στόμα μου μιαν άκρη κάννης
να μη μπορώ ούτε να μιλήσω.

Φύγε ρε πούστη απ' την παράγκα
θησαύρισες νταβατζιλίκι
βάλε στον κώλο σου τα φράγκα
να κι από μένα χαρτζιλίκι.

Φύγε ρε πούστη δε σε θέλω...
κυκλοφορείς έξω στα πάρκα,
μαύρα γυαλιά γυρτό καπέλο
δίχως ψυχή μονάχα σάρκα.

Φύγε ρε πούστη! μα εσύ μένεις
μέσα στα κύτταρα του κόσμου
καρκίνωμα της οικουμένης...
είσαι ο αργός ο θάνατός μου!


Κώστας Σφενδουράκης

Καθὼς

Πορεύεται
ἡ ἀκινησία στὴ δύση της
Ἡ σελήνη καθώς, σ’ ἀνατολή,
πορεύεται.

Γεννιέται
ἡ σύζευξη στὸ στίχο της
Τὸ πόνημα καθώς, μ’ ὠδίνες,
γεννιέται.

Πίνεται
ἡ μέθη στὴν ὑγειά της
Ὁ οἶνος καθώς, ἐν εὐθυμίᾳ,
πίνεται.

Πάλλεται
ἡ ψυχὴ στὴ λύτρωσή της
Τὸ κορμὶ καθώς, ἀπὸ ἔρωτα,
πάλλεται.

Φύεται
ἡ ζωὴ στὸν κύκλο της
Ὁ σπόρος καθώς, στὸν ὑφήλιο κόσμο,
φύεται.

Καίγεται
ἡ μετάβασή μας στὸ ἐπερχόμενο
Τὸ κυπαρίσσι καθώς, μὲ πρόθεση,
καίγεται.

Μετουσιώνεται
ἡ γραφὴ σὲ ἄκουσμα
Ὁ πιανίστας καθώς, σὲ δημιουργό,
μετουσιώνεται.

Δίνεται
χῶρος στὴν ἐλπίδα
Ἡ ἀγάπη καθώς, ἀν-ανερμάτιστα
δίνεται.

Προτάσσεται
ἡ ἀντίθεση στὴν ἐξ-ουσία
Ὁ πόθος καθώς, γιὰ ζωή,
προτάσσεται.

Φυλάσσεται
ἀπέθαντη ἡ μνήμη τῶν στιγμῶν
Ἕνα γράμμα καθώς, μὲ ἱερότητα,
φυλάσσεται.

Διαμορφώνεται
στὸ νοῦ τὸ ποίημα
Ἡ ἐντύπωσή του καθώς, ἀπὸ τὴ φαντασία,
διαμορφώνεται.

Ἀποδομεῖται
τὸ ἀν-αυθύπαρκτο τοῦ κόσμου
Τὸ σκοπούμενο καθώς, ἐντός μου,
ἀποδομεῖται.

Κρούεται
τὸ χοροστάσι ἐν χορῷ
Τὸ ταμποῦρο καθώς, μὲ ρυθμὸ καὶ πάθος,
κρούεται.

Ξεβράζεται
τὸ ποίημα στὸ χαρτὶ
Τὸ ἐκτὸς καθώς, ἀπὸ ἐντός,
ξεβράζεται.

Τρέφεται
ὁ λύκος ἀπὸ τὸ ζαρκάδι
Ἕνα ὄρνιο καθώς, ἀπὸ πτῶμα λύκου,
τρέφεται.

Παίζεται
τὸ παιχνίδι στὶς ματιὲς
Τοῦ ἔρωτα καθώς, τὸ ποθούμενο,
παίζεται.

Ἐκλέγεται
τῶν ἀποφάσεων ἡ ἐλεημοσύνη
Τῶν κοινῶν καθώς, ἡ ἀντιπροσώπευση,
ἐκλέγεται.

Χάνεται
τῶν ἐπιμέρους ἡ ζωὴ
Στὴν οἴησή του καθώς, ὁ ἄνθρωπος,
χάνεται.

Προσεγγίζεται
τὸ γίγνεσθαι τοῦ κόσμου
Ἀπὸ τὴ φαντασία καθώς, ὁ λόγος,
προσεγγίζεται.

Διαβρέχεται
τοῦ ἀγρότη τὸ μειδίαμα
Τῆς γῆς καθώς, τὸ χῶμα,
διαβρέχεται.

Ὑποδύεται
ἑαυτοὺς κι ἑαυτὸν
Τὸ ρόλο του καθώς, ὁ ἠθοποιός,
ὑποδύεται.

Διασχίζεται
ἀπὸ μιὰ ἔξαρση ζωῆς
Ἡ ἔρημος καθώς, ἀπὸ τὸν ποταμό,
διασχίζεται.

Ἀγγίζεται
τῶν αἰσθήσεων τὸ ξύπνημα
Τῆς ἐρωμένης καθώς, τὸ κορμί,
ἀγγίζεται.

Ἀκούγεται
μιᾶς κιθάρας ἡ μελωδία
Μιᾶς μπαλάντας καθώς, τὸ ἱστόρημα,
ἀκούγεται.


Γιώργος Πρίμπας

Η ύλη μόνη

Παίρνω ένα πράγμα και του αλλάζω θέση.
Δεν ξέρω γιατί, ίσως κάτι δεν μ’ αρέσει.
Δευτερόλεπτα μετά
το ύφασμα, το χαρτί
βγάζει έναν ψίθυρο-κραυγή
καθώς αλλάζει στάση η ύλη.
Ο ανεπαίσθητος θόρυβος αυτός
άραγε να εκφράζει δυσφορία
ή ανακούφιση για τη νέα τούτη σχέση
του άψυχου με το άπειρο;
Ή μήπως τον δικό του τόπο
το αντικείμενο νοσταλγεί;
Μια κίνηση μικρούλα τόση δα
μια ματιά, ένας σπινθήρας φως
και νά π’ αναπηδάει ένας μέσα εαυτός
που ελεύθερος κινείται
σ’ ένα αφηρημένο τώρα.
Ακούγεται τότε κάτι σαν ερωτικό μουρμουρητό
ή σαν κλαψούρισμα σκύλου νηστικού...
Έτσι θα κάνει η ύλη μόνη λέω
πριν με βουτήξει μια άλλη η δική μου σιωπή.


Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ

Περσόνα

Ετούτη η περσόνα με το ρούχο το πρόστυχο με φοβίζει

έχει λεκέδες επικίνδυνους, φυλάξου,διαχέονται με σκοπιμότητα,

θέλει με τούτο το προσωπείο το δήθεν διστακτικό να αλλάξει την ροή στα πράγματα,

η ζωή τρέχει έξω απ το σπίτι

ψάχνει στα σκουπίδια να βρεί για σύντροφο,

ψάχνει να βρεί ένα τρυφερό λιβάδι να βοσκήσει.

Κι εσύ ξέχασες τα σανατόρια,

τα ιδρύματα που έκρυβαν πόνο και αγωνία,

τώρα αντίκρυ στέκεις από τον θάνατο των απολαύσεων της σκέψης,

στο μυαλό σου μόνο η επιβίωση, μοιάζει σαν αγέλη παρασυρμένη από το αίμα,

διψασμένη και ανήλιαγη,

πιό άγρια στην όψη από τους δράκους,

μείνε δίπλα μου,

μίλα μου μια γλώσσα που χορεύουν τα ανθρώπινα όντα,

παρέσυρε με πάλι στο ξέφωτο,

δεν ζητώ τίποτε άλλο από το να μην ξεχάσουμε να μιλάμε

να νοιώθουμε τα πράγματα πέραν του φυσικού τέλους.

Η περσόνα φορά βρακί μεταξένιο μαύρο

ίπταται με γενναίες δόσεις σε ιντερλούδιο παρανοικό,

στο ιππευτήριο της εκπαιδεύονται ερπετά αλαζονικά και πομπώδη.

Ιόχρους ο λοφίσκος τρέμει από τα δηλητήρια

σκαλίζει τις ήττες μας τις παλιές και ξύνει τις επιφάνειες,

μην χάσουμε την ευγένεια που βλέπουμε τον βίο μας

την αίσθηση που χρειάζεται να υπάρχει για να ακούμε τον κόσμο γύρω μας,

μικρόκοσμοι ανιχνεύουν τον ένα.

Ο ομηρικός ιππέας τώρα ας φωνάξει,

πρώτος να μπει με κρεσέντο πλάγιο, ο απολιθωμένος κήπος ξυπνάει και φοράει άλλα μάτια,

μην ξεχνάς να μιλάς,

μίλα μου να κάνουμε τον φόβο μας ορμητήριο όπου μαύρα πουλιά θα τον καταπιούν αμάσητο...

Σε περιμένω στην άκρη ενός γυαλισμένου δρόμου,

λάμπει από ασπίδες ασημένιες έτοιμες,

οι δικές σου δαγκάνες μέσα στις δικές μου όμορφα πιασμένες...


Πόπη Συνοδινού

Νιρβάνα

Βγήκα έξω στο μπαλκόνι και κοιτούσα
στο δρόμο πέρα δώθε το μαράζι
ο κόσμος μια σαρανταποδαρούσα
"που πάει αυτή η ζωή και που μας βγάζει;"

τον άλλο μου εαυτό σαν να ρωτούσα
κι εκείνος μου απάντησε όλο νάζι
(με εκείνον χρόνια ερωτοτροπούσα)
"αγάπη μου εσένα τι σε νοιάζει;"

Τον άκουσα και μπήκα πάλι μέσα
μα αντί να καταλάβω το κωθώνι
η σκέψη μου μ' οδήγησε η μπαμπέσα
πιο μέσα, στης νιρβάνας την οθόνη.

"Αχ πόσο ειν' όλα τέλεια! μια μαγεία
τυλίγει εκεί τ' ανθρώπινα εκμαγεία"...


Κώστας Σφενδουράκης

Σονέτο για τον Αντρέα

Παλεύοντας στα κύματα Αντρέα
ρωτούσες ο μικρός τι θ' απογίνει
μοιραία η σκέψη, η στιγμή μοιραία
της μοίρας το μυστήριο, σαγήνη.

Παλεύοντας και στη ζωή πνιγόσουν
εκείνος που αγαπούσες οξυγόνο
μου είχες πει πως όσα ονειρευόσουν
για εκείνον τα ονειρεύτηκες και μόνο.

Μα τώρα μοναχό θα τον αφήσεις
στο όμορφο σπιτάκι, στο μπαλκόνι
τα μάτια του ψηλά για να σηκώνει

και μέσα στο αγκάλιασμα της φύσης
να σκέφτεται πως έχει έναν πατέρα
που στέλνει την αγάπη του απ' το πέρα.

(στον Αλέξη που έχασε τον καλύτερο μπαμπά του κόσμου)


Κώστας Σφενδουράκης

Όνειρο μιας κάποιας Κυριακής

Ήρθε μειλίχιος και προσηνής ο τεφρώδης αυτός σκελετός
με μιαν αόριστη υποψία ύπαρξης και ανυπαρξίας,
με κορδέλες μεταξωτές κιτρινοκόκκινες τυλιγμένος
κατεβαίνοντας από βίαια ύψη μέσα σε ολοπράσινους καπνούς
τυλιγμένος θαρρείς το σάβανο του απείρου.
Με τα χέρια του τ' άσαρκα,τα διάφανα,τα σταυρωμένα
άνοιξε την πόρτα και κάθισε δίπλα μου στο κρεβάτι.
Με μιλιά τρεμάμενη σιγοψιθυριστή
-θυμιάζω το άπειρο-μου λέει-
έφυγα απ' το σώμα και το μυαλό
στην σιγή περπατώ εξυψωμένος.
Τότε αιωρήθηκε σαν φωτοβολίδα γελώντας
και τρίζοντας ανυπόφορα.
-με τρομάζεις του είπα
-ποιος είσαι εσύ ο ασώματος;
μήπως ο διάβολος ή κανένας άγγελος;
-εμπεριέχω και τα δυο και γέλασε στενεύοντας
το άδειο του το στήθος.
πές μου του λέω τι έχασες στην ύπαρξη, τι κέρδισες
στο άπειρο βαθιά αγκιστρωμένος;
Σηκώθηκε τότε και η τέφρα του γέμισε το δωμάτιο
με καπνούς έξαλλου τίποτα.
-θέλω τσιγάρο λέει,
δεν εγκαταλείπονται οι συνήθειες,ωστόσο
όσο ήμουνα έλειπα και τώρα που λείπω είμαι
και μου τεινε το χέρι σε φιλική χειραψία
μα τραβήχτηκα και ανακάθισε.
-τι λες του λέω άνθρωπε και τι μονολογείς; τι μαυρίλα προμηνύεις
και τι σκέψεις ξερόκλαδα συνάζεις που δεν τα εννοώ;
Μην ήρθε η ώρα μου να λύσω την εξίσωση
και να αποσπαστώ απ την τροχιά της ύλης;
η είσαι μια αναλαμπή κι οράματα του άγχους;
-τίποτα απ' όλα τούτα που μου λες μα λίγο από τα πάντα
ξεπήδησε η φωνή του σαν περιστεριού άγριο φτεροκόπημα
μέσα από τα στήθη.
-μαυρίλα προμηνύω ωστόσο μα όχι σαν αυτή του τάφου.
Τότε στρέφοντας το βλέμμα δεξιά είδα χιλιάδες άλογα
με αίματα στα λάμποντα πλευρά να καλπάζουν ξέφρενα
υπερπηδώντας κόκκινα σύννεφα,
πιο πέρα ένα κριάρι χτυπιόταν με τον ήλιο
και ένα κοριτσάκι με μισό χαμόγελο μάζευε χαμομήλι.
-Τι είναι κόλαση και τι παράδεισος κύριε;
ρωτάω επί της ευκαιρίας.
-τίποτα και τα πάντα δύστυχε-
ξερόκλαδα, χαμόκλαδα, πουλάκια, περιστέρια,
δράκοι με χίλια πρόσωπα και θηλυκά ωραία.
Μα είσαι τόσο ασαφής ευλαβέστατε
πώς να σε εννοήσω;
-δέντρα απ' την ανάποδη και χέρια ανυψωμένα,
γλώσσα σαν τη σιγή την τρυφερή και λαίμαργο νεράκι.
κάτι θαρρώ να εννοώ και κάπως να σε ξέρω
κι άμα θα σταυροκοπηθώ εδώ θα παραμείνεις;
-χα- τότε κάγχασε τ' ανύπαρχτα του χείλη,
δεν ξέρω-λέει-δοκίμασε.
Μα μήπως οι θρησκείες είναι μαντριά για να κρατούν
την εξαγρίωση μέσα στα όρια της
και τάξη να επιβάλουν;
η μήπως ευτυχέστερο σε κάνει αυτή η δράκαινα με τα πολλά κεφάλια;
-ας το αφήσουμε κύριε του είπα αυτό δεν φτάνει το μυαλό μου,
και τι 'ναι η νόηση μου λες;
πονάει το κεφάλι μου από οδύνες τοκετού
και έσφιξα γερά το κεφάλι στα χέρια μου.
Τότε είδα τα σύννεφα ψηλά να μετασχηματίζονται σε ρητά
του ανούσιου τίποτα φληναφήματα.
Συμπληγάδες συγκρούονταν τα νέφη και οι κεραυνοί
ρινόκεροι με τα ρινοκεράκια στο διάβα τους τσακίζανε
τα έρημα δεντράκια.
Α - μου λέει-νόησις αυτή η καλουμένη,
πρόκες στον αέρα αγαπητέ
λιθάρι, πανωλίθαρο, πετρούλες συναγμένες
και πύργοι μες στα κύματα.
Κουκλάκια χωρίς πρόσωπα και δίχως τα χεράκια
ανατομίας μαθήματα που κάνουνε τ' ανήσυχα παιδάκια,
και πες μου λέει-ξέρεις κάτι εσύ που νόημα μέσα να 'χεί
ώστε το σύμπαν να ακινητεί για λίγο την τροχιά του;
-Ναι κάτι ίσως ξέρω τόλμησα να πω-
τα μάτια της είναι τόσο μεγάλα κύριε-είπα-
και στα χέρια της ας ήταν να πεθάνω.
Ανοησίες απάντησε-είναι πολύ ρηχό για να ακινητήσει σύμπαν
είναι κάτι βαθύτερο οπωσδήποτε- κάτι βαθύτερο-
είπε στα χέρια κρατώντας μια φλογίτσα από ροζ μενεξέδες
και από λεύγες μακριά ακουγόταν μελωδίες πιάνου
να ξεδιπλώνονται σαν σημαίες στον αέρα.
και παράξενες λέξεις που πρώτη φορά άκουγα,
ενώ μια πεταλούδα ήρθε και κάθισε στον ώμο του.
-Είναι κάτι βαθύτερο οπωσδήποτε-κάτι βαθύτερο μονολογούσε επίμονα,
και τρόμαζαν τα βιβλία στα ράφια φτύνοντας τις σελίδες τους,
αυτές οι μελωδίες του χαρτιού οι λεκτικές οι σαύρες
τα φορτισμένα κενοτάφια του νου οι αχόρταγες λεξούλες.
Τον κοιτούσα στα μάτια που είχαν πλέον
τη λάμψη του γάργαρου τίποτα,
από χιλιάδες μίλια μακριά έβλεπα τ' άπειρο να έρχεται
και να ρουφάει την ζωή που σαν σταματημένη από αιώνες έμοιαζε.
-Και τι 'μαι εγώ μακάριε; -τόλμησα να ψελλίσω.
Είσαι ό λόγος όσο ζεις κι ύστερα θα σαι χάος.
Ποιος είσαι συ που μου μιλάς και κάπου σε γνωρίζω.
Μήπως είσαι ο πάναγνος, ο άχραντος και άσαρκος πατέρας;
-Εγώ είμαι γιε μου και έλληνα ποιητή μου και σε χιλιάδες
λεύγες άπειρο κάποτε και συ θα 'ρθεις...

Στην μνήμη του πατέρα μου
Βαλάντης Βορδός

Οι Παπάρες οι Μαλάκες η Μονόπολη

Δυο ανέραστοι Παπάρες δυο κρυόκωλοι
για χρόνια να ξεσχίζουν στη Μονόπολη
Μαλάκες κάπου δέκα εκατομμύρια
οικόπεδα τους παίρνουν, δρόμους, κτίρια.

Στους δύο δεν λογίζονται τα κρίματα
ούτε το πως αρπάζουνε τα χρήματα
την κάρτα με την φυλακή πετάξανε
κανόνες στο παιχνίδι όταν αλλάξανε...

Απ' τους Μαλάκες θεωρείται πλούσιος
αυτός που δεν του λείπει ο επιούσιος
του παίρνουν οι Παπάρες περισσότερα
απ' ότι να 'χε πλούτη, βίλες, κότερα.

Δεν είναι αυτό παιχνίδι αλλά δυστύχημα
οι δυο Παπάρες έχουν βάλει στοίχημα
να ξεπουλήσουν όλη την Μονόπολη
τους άχρηστους Μαλάκες την Ακρόπολη...

Και παίζουν οι Μαλάκες το παιχνίδι τους
κι ας χάνουν με κανόνες ανεξήγητους
άμα πιαστεί κανείς διαμαρτυρόμενος
την θέση του την παίρνει ο επόμενος.

Οι δυο Παπάρες είναι -ας είν' ανέραστοι-
στο στρίμωγμα στο ξέσχισμα αξεπέραστοι
τους εγκλωβίσαν όλους στη Μονόπολη
δεν άφησαν ούτε έναν Δικαιόπολη!


Κώστας Σφενδουράκης

Παιχνίδια της γλώσσας

Τι περιμένεις να διαβάσεις σ’ ένα ποίημα;
Πες μου κι εγώ θα το γράψω
Μαγειρεύω καλά τις λέξεις όταν πεινάνε οι πράξεις
Δοκίμασε και θα δεις πόσο τυφλή είσαι στις γεύσεις
Η λέξη ΘΑΛΑΣΣΑ παραδείγματος χάριν
Κοίτα πόσο αλάτι κουβαλάει μέσα της
Για να μην σαπίζει το γαλάζιο
Και να νοστιμίζουν τα ναυάγια
Η λέξη ΕΡΩΤΑΣ εμπεριέχει πάντοτε μιαν απορία
Την προτιμώ απ’ την βεβαιότητα πως δεν μ’ αγαπάς
Απορία όμως σημαίνει και φτώχεια
Ποτέ δεν την εμπλούτισα που σ’ αγαπώ
Είδες πόσα παιχνίδια μπορεί να παίξει η γλώσσα;

Θέλεις να παίξουμε;
Θέλεις να κάνω εγώ το ρήμα
Κι εσύ να με κλείνεις μέσα στην αγκαλιά σου;
Δεν πειράζει που το «κλίνεις» γράφεται αλλιώς
Έτσι κι αλλιώς αν θέλουμε ν’ αγκαλιαστούμε
Πρέπει να υποπέσουμε σε λάθη
Έλα άνοιξε τα χέρια σου (σαν παρένθεση)
Κι εγώ θα κάνω σύμπτυξη στην λογική μου για να χωρέσω
«Για να χωρέσω»
Σαν να λέμε «για να ’χω» μια θέση «έσω»
Δηλαδή μέσα σου
Κι εκείνο το «ρ» που παρεμβάλλεται
Ανάμεσα στο «για να ’χω» και στο «έσω» τι θα το κάνουμε;
Αχ! Είδες;
Πάντα κάτι παρεμβάλλεται ανάμεσα σε σένα και σε μένα
Και δεν ξέρουμε τι να κάνουμε

Γι’ αυτό σου λέω
Άσε μ’ ανάμεσα στην ποίηση και στην ζωή
«Άσε μ’ ανάμεσα»
Για κοίτα!
Αυτή η φράση διαβάζεται κι ανάποδα
Σαν να υπονοεί πως καμιά φορά δεν ξέρουμε
Ποια είν’ η αρχή και ποιο το τέλος
Ούτε πού τελειώνει η ποίηση
Και πού αρχινά η ζωή

Ποίηση
Ζωή
Για δες!
Μόνο ένα γράμμα έχουνε κοινό
Αν το βρεις
Ίσως να καταλάβεις γιατί και στα δύο γνώρισα την ήττα

Για κοίτα πόσο άδειες είναι οι λέξεις όταν γεμίζουν από έρωτα!


Δημήτρης Σολδάτος (Από το "Nobel λόγω ατεχνίας" )

Ας λήξουν

Aς λήξουν
ας λήξουν τώρα
οι ερμηνείες όλες
τώρα ας λήξουν
ας λήξουν τώρα
οι δυνάστες του στείρου λόγου
τώρα ας λήξουν
ας καταλήξουν
οι στεριανοί
οι ασυνήθιστοι εις τα θαλάσσια ταξίδια
του ουρανού
οι συγκροτημένοι νόες
που γεννούν σκουριασμένα μέλλοντα
τώρα ας καταλήξουν
τα ηλεκτρόδια εκπομπής των ειωθότων
οι χαμηλοί τόνοι και τα προφίλ
των φιδιών της κοινωνίας της γης
τώρα ας καταλήξουν
τώρα ας λήξουν τα θεσπισμένα
όλα τα θεσπισμένα διατάγματα
τα ψηφίσματα και οι νομοθετικές πράξεις
η ψεύτικη συγκίνηση
τα περιτοιχίσματα και οι περίβολοι
που κρύβουν τον ουρανό
τώρα ας έρθει ο ουρανός
και ας κρεμάσει
τους χαμηλούς τόνους και τα προφίλ
των φιδιών της κοινωνίας της γης
τις παρθένες
που φυλάγουν την ευτυχία της ηδονής μέχρι
να βρουν να την πουλήσουν
στην υψηλότερη δυνατή τιμή
ας τις εμφιαλώσουν οι αλήτες του Θεού στη γη
μέχρι να λήξει η σπέκουλα,
τα κέρδη, οι απολαβές, οι αμοιβές,
οι μισθοί και οι αποζημιώσεις
οι εκμισθωτές επιπλωμένων δωματίων
ας λήξουν τώρα
τώρα ας ανθίσουν
τα πάθη, τα έντονα συναισθήματα
οι μανίες, οι έντονες ροπές
οι εκρήξεις οργής, τα ξεσπάσματα θυμού, η θέρμη
οι δραματικές αναπαραστάσεις των παθών
τώρα ας ανθίσουν
οι λύκοι της στέπας τώρα ας κατασπαράξουν
αστούς, μικροαστούς, μεγαλοαστούς,
τώρα να λήξουν
οι έρευνες που μπολιάζουν τα ειωθότα
τώρα ας δείξουν οι δορυφόροι
τους καρτερικούς πεζόδρομους του ουρανού
τους αλήτες του Θεού ας δείξουν
τώρα ας τους δείξουν
τώρα να λήξουν
οι απαθείς, οι ψυχροί, οι αδιάφοροι
οι άνευ πάθους, οι παθητικοί, οι αδρανείς
οι ουδέτεροι, οι μη αντιδρώντες
οι διπλωμάτες
που συγκλίνουν κάτω από το βλέμμα του Θεού
κάτω από το βλέμμα των αλητών του θεού
τώρα ας καταλήξουν
τώρα ας λήξουν
οι στέγες των λιπαρών κάφρων
τα λιπαρά τσουτσέκια που διανύουν ανενόχλητα
την άσφαλτο του κέρδους
το κέρδος ας λήξει.

Το χάσμα,
μέσα εκεί που λάμπει η υπεραξία της καρδιάς
ας λάμψει για όλες τις σπέκουλες
της κοινωνίας της γης
και ύστερα ας λήξουν καθώς και ο άνθρωπος
που παίρνει χρώμα ζωντανό λίγο προτού πεθάνει
έτσι και οι αστοί, μικροαστοί, μεγαλοαστοί
τα γραφεία των υπουργών
ας λήξουν τώρα
και ας συσσωρευτούν υπό του ανέμου
οι κομψοί αθεϊστές
οι αλήτες του Θεού
που γέννησε ο θεός
που αγαπούν και αγνοούν το πέρασμα του κοπαδιού
και τους γύπες που το καθοδηγούν
μες το τεράστιο μαντρί του παγκόσμιου χωριού
για να το αρμέξουν, να το μπολιάσουν να μεγαλώσει
να το βιάσουν ξανά και να του καταστρέψουν
την ψυχή.

Τώρα ας ανθίσουν
οι φίλοι μου που συγκινούνται άνευ λόγου,
τα αγόρια που ερωτεύονται όλα τα κορίτσια
τα κορίτσια που ερωτεύονται όλα τα αγόρια
οι νευρικοί και οι εύθικτοι, οι ευερέθιστοι,
οι κομψοί εξυβριστές
τώρα ξανά ας ανθίσουν
όσοι υποψιάστηκαν πως πάντα είχαν συντρόφους
σε κάθε σάπια εποχή του παρελθόντος
πως πάντα θα έχουν συντρόφους
σε κάθε σάπια εποχή του μέλλοντος

να βγω κι εγώ στο φως
που τόσα χρόνια μόνος περιμένω να δω τον πατέρα μου
και να του πω κι εγώ, να συνεχίσω,

ας λήξουν όλα τα ποιήματα
που πίστεψαν στον εαυτό τους περισσότερο από τη ζωή
οι ακαδημίες των ληγμένων ψυχών
που τα βραβεύουν καθώς πιστεύουν
πως οι μικροί καρτέσιοι έχουν κάτι να δώσουν
απ’ τις μικρές οπτασίες εδώ χάμου κι εκεί χάμου
που χαμουρεύονται
ας λήξουν
ας ανθίσουν τα νεύρα του ανθρώπου
οι νότες οι μινόρες ας γίνουν μηνόρροια
οι μη όροι της ψυχής που αγαπάει ex nihilo
ας γίνουν όρια
δάκρυα χαράς στη δημόσια ζωή
φάκες στους μπολιαστές, ερευνητές, ποντίκια
ας λήξουν οι πονηροί Πατέρες
οι εργατοπατέρες
οι μέλλοντες υπουργοί
οι εκπρόσωποι τύπου ας καταλήξουν
οι εργασιομανείς,
οι ατάλαντοι τελειομανείς του τίποτα
και της ανούσιας έρευνας
που αξίζει λιγότερο από την επιχορήγησή της
της θέσης που εξασφαλίζει ασφάλεια και σταθερότητα
ας λήξουν
και ας ανθίσουν τα παλικάρια
που ψήνονται όλη μέρα
και όλη νύχτα πετούν τον κόπο τους
και δε νοιάζονται για αποταμιεύσεις
και ξαναψήνονται την άλλη μέρα
και διατηρούνται νέοι μόνο για ν’ αγαπούν
και να δίνουν τον κόπο τους
σ’ ένα ζεϊμπέκικο
η Λίλια για πάντα
που πέταξε στα σκουπίδια τα λεφτά
ενώ ήταν φτωχή και ορφανή
μόνο γιατί την προσέβαλαν άδικα
η Λίλια για πάντα ας ανθεί
η Λίλια
η μόνη του κόσμου ελπίδα.


Μανόλης Πολέντας

Φωτιά στον Πάγο - Παρουσίαση 14 Απριλίου 2011 στο θέατρο Πρόβα


την εκδήλωση προλογίζει η ηθοποιός
Μαίρη Ραζή

για το βιβλίο μιλάει ο ποιητής
Βασίλης Λαλιώτης

διαβάζουν ποιήματα οι ηθοποιοί
Αντώνης Ταμβακάς
Άννα Γκούντρα

Synthesizer
Πάνος Τσακωτός

Άψυχος

Δεν έχω ανθό
ένα ξερό κλαρί στο χώμα
και προσπαθώ
ο άνεμος να μη με πάρει.

Είμαι κουφάρι,
είμαι ένα άδειο κρύο σώμα,
ένα δοξάρι
που δε γνώρισε λυράρη.

Είναι το πνεύμα
σκεπασμένο από το χώμα
κι αν το ρεύμα
με τραβάει εκεί που πάει

είναι βαθιά μου
ότι κουβαλώ ένα πτώμα
είν' η καρδιά μου
που 'χει πάψει ν' αγαπάει.


Κώστας Σφενδουράκης







Στιχόβολη - Άψυχος
Ζωντανά στο Μεγανήσι Donkey Rock Festival 2011
Μελοποίηση: J. Μπασδάνης

Χαράτσι

Σήμερα ήρθε η τρίτη δόση
από το δεύτερο μάλλον χαράτσι
στο τσακ σου λέω να μου τη δώσει
να γίνω τούρκος να γίνω απάτσι.

Χαράτσια βάζει η πολιτεία
μας έχει πλέον μεταμορφώσει
από πολίτες σε πελατεία
πρώτα μας είχε επί πιστώσει...

Τι λέω Θεέ μου; παραμιλάω
μέχρι κι ο τοίχος θα με ακούσει
κι άμα με βάλει στόχο ο "Γαμάω"
πια δε με κρύβει ούτε το μούσι.

Ίσως καλύτερα να το βουλώνω
-πελάτης είμαι, δεν μ' έχουν κλέψει-
ούτε να σκέφτομαι -το λέω με πόνο-
αφού χαράτσωσαν ως και την σκέψη !


Κώστας Σφενδουράκης

Σιωπηλή κοινωνία

Υποταχτείτε χωρίς βία
μείνετε άκριτα πιστοί
τι νόημα έχει ν’ ακουστεί
το ουρλιαχτό σας στα σφαγεία;

Μια λέξη μόνο η ελευθερία,
μην γίνει η έσχατη πνοή
εμείς θα δίνουμε ζωή
σε κάθε αυτόβουλο παρία.

Είμαστε ιππείς και είστε οι ίπποι
το θέλημά μας προσταγή
εμείς κρατάμε τα ηνία...

Εμείς οι σκοτεινοί οι τύποι
της εξουσίας οι ταγοί
στη σιωπηλή σας κοινωνία!


Κώστας Σφενδουράκης

Χιμαιρώδης

Δίνει στην αρχή το τέλος
φτιάχνει άλλη αρχή
"πνεύμα" ονόμασε το βέλος
το σπαθί, "ψυχή".

Βάφει με λευκό τον Άδη
μπλε τον ουρανό
γίνεται στίγμα, σημάδι
μέσα στο κενό.

Πίνει θάλασσες του κόσμου
ντύνεται βροχές
λέει "εγώ είμαι δικός μου"
διώχνει ενοχές.

Δίχως έγνοια δίχως φθόνο
δίχως αφορμή
σαν τον άπιαστο τον χρόνο
φεύγει με ορμή.

Τόσο τρέχει που τον φθάνει
που τον ξεπερνά...
τώρα μέχρι να πεθάνει
δεν ξαναγερνά !


Κώστας Σφενδουράκης

50 χιλιόμετρα βόλτα στην Α... (της Πόπης Συνοδινού)

Από βράχια είναι η γυναίκα που αγαπώ κι έχει δυο πρόσωπα,

άλλοτε σκύβει επάνω μου μελαχρινή και άγρια, ανυπότακτη,

καντήλια ανάβουν με ένα πικρό της χαμόγελο,

δουλεύουν ακούραστα πάνω της οι άνθρωποι της γης,

οι κορυδαλοί φυσούν στο χωματένιο της πρόσωπο λέξεις και νότες διψασμένες.

Από βράχια είναι η άγρια πλευρά της,

σαν γυναίκα που ποτέ μαζί της δεν ξεμπέρδεψες,

τα μαλλιά της φύκια και θάλασσα και το στόμα της θυμάρι με φασκόμηλο,

γύρε επάνω στους ώμους μου τιμημένη,

τραγούδα ταξιδιάρικα και με μυσταγωγία,

πάντα σε ακούω κάτω σε ένα φαράγγι.

Είναι μέρες που σαν μια ηλικιωμένη γυναίκα με μαντήλι στο κεφάλι κατακάθαρο είσαι,

στο κεφαλόσκαλο με περιμένεις, με μια γάτα μπερμπάντισσα,

με βασιλικά στην αυλή σου και μπουγάδες λαμπρές στον ουρανό,

με παιδιά που έθαψες κατάμονη με τα γέρικα χέρια σου,

μάνα από αλάτι είσαι, καπετάνισσα.

Αφήνεις να πετάξουν στις στέγες σου μαύρα πουλιά,

φοβάμαι, μου θυμίζεις θάνατο,

ξοδιάζεται η μνήμη μου να αφήσει το πένθος μακριά, κάποτε όμως ανήμπορη στέκει.

Το άλλο σου πρόσωπο ξανθό και τρυφερό ,

σέρνεις χαρές και τρύγους με σταφύλια της οργής που έγιναν πλάνες,

ερωτεύτρα,

μάγισσα,

σαν μια κοπέλα με χάρη και γητειές με μυστικά αιώνων,

απόηχος μιας ομορφιάς που παραλύει σιγά σιγά με δηλητήρια άγνωστα καλοδουλεμένα,

Τα στήθια σου κοιτούν στην θάλασσα,

τα πόδια σου στις αδελφές σου τις Κυκλάδες,

μπαίνω στον κόσμο σου και χάνομαι στην ορχήστρα σου σαν μουσικός αποξενωμένος..

Η πιό πιστή ερωμένη,

η πιο όμορφη στις σπονδές των θεών.

Λούσε με,

φάε με,

ταπείνωσε με,

άσε με νε σε πατήσω,

μίλα μου τρυφερά, εσύ ξέρεις..

Κι έχεις και άλλα πρόσωπα εκτός της κοπέλας και της γραίας,

όλες μου τις αισθήσεις ανεβάζω επάνω σου,

κείνο που με σκοτώνει είναι πως την μια με θες, την άλλη με διώχνεις,

έτσι είναι αιώνιος ο έρωτας μου λες,

ναι΄

εσύ καλά ξέρεις,

πάνω σου τόσοι αντάμωσαν τα σώματα τους σμίγοντας τα με αλάτι,

με ελιά,

με την γοητεία που βρήκα πρώτη φορά στους ρομαντικούς διαβάζοντας.

Έλα τώρα,

άσε πάνω μου όλα τα τριζόνια σου, τους τζίτζικες, τα χελιδόνια,

κείνους τους αετούς που χαράζουν πορείες αυθόρμητες,

τα πληγωμένα σου παιδιά απάλυνε τα,

δες,

ο πόνος μαζεύει στην καρδιά του όλο το αίμα,

κάνε με να αφήσω εδώ την τελευταία ανάσα μου,

είναι πως από την ζωή το τίποτε και το παν ξέρω μαζί σου ταυτόχρονα

να σαι αέρας,

να σαι νερό,

να σαι η γη γυναίκα και να σαι η αιώνια φωτιά..

Κι όταν φύγω για πάντα από εδώ, ένα χαμόγελο από πέτρα θα μαι σε κάποιο σοκάκι σου,

να σε στολίζω,

να με πατούν χωρίς να ξέρουν οι καλοκαιρινοί σου έρωτες,

να στάζω αίμα μαζί τους κι έρωτα..


Πόπη Συνοδινού

Ο τόπος

Έφυγα πάλι από την Κρήτη
μία Τετάρτη ένα πρωί
πίσω μου άφησα το σπίτι
να κυοφορήσει την ζωή.

Έκλεισα εκεί ελπίδας σκέψεις
σ' ένα μπουκάλι με ρακί
των ποιημάτων σκόρπιες λέξεις
και μια εικόνα πατρική.

Τούτος ο τόπος μ' έχει θρέψει
γλυκιά εικόνα και πικρή
αυτόν τον τόπο έχω λατρέψει-

αυτόν τον τόπο: να με πείθει
ότι η ζωή που 'ναι μικρή
γίνεται ωραίο παραμύθι !


Κώστας Σφενδουράκης

Εις μνήμην, ένεκεν τιμής

Αυτός ο κόσμος άλλαξε λοιπόν
Κεμάλ Γκεβάρα Γκάντι Βελουχιώτη
τώρα είναι υπό το κράτος των δειλών...
αυτόν τον κόσμο δείτε τον προδότη.

Αυτός ο κόσμος άλλαξε παιδιά!
όπως ονειρευτήκατε; όχι, όμως
μας έλειψε η δική σας η καρδιά
και δεν αντέχει τους σταυρούς ο ώμος.

Αυτός ο κόσμος άλλαξε κι εσείς
χαμένοι κάπου μες στην Ιστορία
σαν ήρωες επανάστασης μισής
που την μισή την πήρε η εφορία.

Τώρα σ' ένα τραπέζι είστε μαζί
διαλέγεστε αιώνια ονειροπόλοι
κι εδώ, κονκάρδες, μπλούζες φαντεζί
σας κάναμε να σας θυμόμαστε όλοι.


Κώστας Σφενδουράκης

Άφεση

Η μοίρα μου έστησε παγίδα
την ομορφιά μου 'δειξε πέρα
σαν πεταλούδα στον αέρα
να πνίγεται στη καταιγίδα.

Μα έκανα την καρδιά πυξίδα
το όνειρο λευκή παντιέρα
είπα την θάλασσα μητέρα
και την ταξίδεψα μ' ελπίδα.

Σ' ανατολή βορά σε δύση
σε νότο, ορίζοντες απλώνω
με ένα σκοπό να έχω μόνο:

η μοίρα να μη μ' οδηγήσει
μέχρι να την αφήσω πίσω
την ομορφιά να κατακτήσω.


Κώστας Σφενδουράκης

Ευρώπη

Ευρώπη των λαών
ανάμεικτων φυλών
πυρετωδώς την σέρνουν ηγετίσκοι.
Θηρίο ο αιών
ονύχων απαλών
ξεσχίζοντας να μένουν μόνον ίσκιοι.

Κορμιά υποταγής
χαμένα ανασφαλή
κανάλια τους συντάσσουνε τον λόγο.
Όσοι είναι της φυγής
" παγκόσμια απειλή "
ποντάρισμα στης εξουσίας τον τζόγο.

Μια κόρη βασιλιά
τον Μίνωα γεννά
αγαπημένη, έρωτας του Δία...
Τώρα έγινε αγκαλιά
της Μήδειας που πονά
μα θα την ζήσει όλη την τραγωδία.


Κώστας Σφενδουράκης

Σαν παραμύθι

Μέσα σε δάση απέραντα
με δέντρα σαν θηρία
κάπου στης γης τα πέρατα
γεννιέται μια ιστορία.
Εκεί όσοι υπήρχανε
χιλιάδες πριν αιώνες
δε γνώριζαν δεν είχανε
νόμους ούτε κανόνες.
Μια ιστορία αληθινή
μα μοιάζει παραμύθι
την εποχή τη λίθινη
που υπήρχαν άλλα ήθη.
Ζούσε ένας γίγαντας που λες
ανάμεσα στα ζώα
μακριά απ’ ανθρώπινες φυλές
καρδιά παιδιού αθώα.
Είχε ένα σπίτι στο βουνό
τεράστιο από κοτρώνες
που έφτανε ως τον ουρανό
να βγάζει τους χειμώνες.
Μια ιδέα πράγματι σοφή
σκοπός του είχε γίνει
για να μαζεύει την τροφή
ποτέ να μην ξεμείνει.
Για μια αποθήκη κόπιαζε
μερόνυχτα με πίστη
κι έγινε τόση πο’ μοιαζε
τεράστιου ουρανοξύστη.
Από μακριά το κοίταζαν
οι άνθρωποι ετούτο
το κτίριο και είκαζαν
πως μέσα θα ‘χει πλούτο...
Κι ας το κρατούσε μυστικό
αυτοί έχουν τόσους τρόπους!...
Εξάπτει το δελεαστικό
τη σκέψη στους ανθρώπους.
Είχε μαζέψει μέσα μια
μεγάλη περιουσία
τροφή να βγάλει τη χρονιά
κι ότι άλλο είχε αξία.
Το έμαθαν και σκέφτηκαν
στα μέρη του να τρέξουν
κι έτσι τον επισκέφτηκαν
με στόχο να τον κλέψουν.
Οταν τους είδε από μακριά
με όπλα ήταν ζωσμένοι
κι η αγαθή του η καρδιά
έτρεμε φοβισμένη.
Τον πιάσανε και ουρλιάζανε
τον κάνανε κομμάτια
άγρια θηρία μοιάζανε
στα άδολά του μάτια.
Κι όταν τελειώσαν ο αρχηγός
λέει στο γιό του : «Γιέ μου
πάρε του γίγαντα το βιός
σαν λάφυρο πολέμου».
Πάει ο γίγαντας λοιπόν
δεν έκανε απογόνους
χάθηκε εκεί στο παρελθόν
πριν χίλιους μύριους χρόνους.
Μα είμαστε εμείς απόγονοι
εκείνων των ανθρώπων
όχι βεβαίως πρωτόγονοι
μα κληρονόμοι τρόπων.
Με ίδιο τρόπο εκφράζουμε
τη ζήλια και τον φθόνο
για λίγα δεν διστάζουμε
διαπράττουμε και φόνο.
Ιδιος ο τρόπος αρπαγής
και κάθε μίσους πράξη
η ανθρωπότητα επί γης
ποτέ δεν θα αλλάξει.


Κώστας Σφενδουράκης

Θέαινα

Στάσιμης γενιάς σκοτεινό κανάλι
πάνω στον βωμό το αίμα είναι πηκτό
μένει απ' το σφαχτό μόνο το κεφάλι
τρέφονται μ' αυτό τα όρνεα των οκτώ.

Τούτο το γυαλί παραισθήσεων ζάλη
όσο πιο πολύ μένει ανοικτό
τόσο θα ενταθεί των κενών η πάλη
μέχρι να χαθεί κάθε τι υπαρκτό.

Θελκτική θεά δέξου τη θυσία!
ακατάπαυστη τούτη η τελετή
με οργασμούς νεκρούς κάθε συνουσία

μα καρποφορείς της ψευτιάς το φάσμα
μέσα για να μπουν όλοι σου οι πιστοί
γυάλινη θεά, ω άφθαρτο πλάσμα!


Κώστας Σφενδουράκης

Το θέατρο

Το θέατρο τούτο πάσχει από αναιμία
και καταλήγει ωχρή η κάθε πράξη
των θεατών προσμένει η νηνεμία,
μάταια εν' άνεμο να την ταράξει.

Μιας τραγωδίας αρχαίας καρικατούρα
το σκηνικό μια σήψη αιώνων όζει
και κάθε θεατής μοιάζει φιγούρα,
σκιά απ’ την παρέα του καραγκιόζη.

Των ηθοποιών οι διάλογοι του κώλου,
επαναλαμβανόμενες οι ατάκες,
στα καμαρίνια μεταξύ τους λένε:

"ξέρουμε πως δεν φταίμε εμείς καθόλου∙
πληρώσαν να μας δούνε οι μαλάκες,
επέλεξαν αυτό που τώρα κλαίνε".


Κώστας Σφενδουράκης

Eσπεpiδεs

Τελειώνει πληβείος ο τρόπος-το θέρος αφρός
Εκεί που κοιτάζεις αργούν να σωπάσουν τα ρήματα
Φρικτά φοβισμένος-καθρέφτης μιας νύχτας τεφρός
Την τρέλα ανιχνεύουμε να γράφουμε ποιήματα

Πήγα στα κύματα ξεπλύναν υπόγεια
Χαράζω στο δέντρο τον κήπο ποτίζεις
Ασπαίροντας έσπασαν ποτάμια τα λόγια
Ανάπηρο επίγειο χαρά μού κοστίζεις

Φουσκώνει η κλεψύδρα μα πέφτει η άμμος χρυσή
Ατμόπλοιο ο κίνδυνος με ερέτη σπασμένο τα Μέθανα
Ραγίζει το γράμμα τη φλέβα-αίμα αργό θαλασσί
Φιλάνθρωπη ρέμβη από τότε που πέθανα

Έκλαιγε δίπλα μου αθώος και φταίκτης
Ανάλαφρος ίσκιος με μονότονη στίξη
Ιστόρησε χνάρια από νότες της Έκτης
Πουκάμισο που ήθελε μ’ανάσα ν’ανοίξει

Νικήθηκε ο πόνος ενάμιση μήνα λυτός
Θνητός τελικά ο παράδεισος σβήνει ονόματα
Βαθαίνει ως το αδιάβαστο πένθιμο ο λωτός
Τελείες ρουφήχτρες διψάνε για κόματα

Νήπια τα μάτια σου κι η ζώνη κλεμένη
Ρωτώ για χρυσόμηλα-απαντούν οι Ατρείδες
Μονόπρακτα γύρισε η σελίδα καμένη
Σταμάτησε η έρημος στις Εσπερίδες

Υπέγραψες είδωλα-πρόσωπα αιχμάλωτα εκεί
Μυστήριο νερό αγριεύει της Νύμφης το πέραμα
Διαγράφει τον θρίαμβο κύκλο μ’οργή δανεική
Ερύθεια Αρεθούσα Αίγλη Εστία-τις έρανα

Κατάφωρη εξαίρεση κατάφωρη δίνη
Το τραύμα ερμήνευε κυανό σαρκοβόρο
Η πρώτη εικόνα μια αχυρόστρωτη κλίνη
Μας βάζει αναπάντεχα στην τελευταία Ζωφόρο


Χαριτίνη Ξύδη

Αναμνήσεις

Ω! Περπατάτε μέσα μου και ξέρετε
πότε γλυκές εικόνες να μου φέρετε
αέναες και στην ανατριχίλα τους
αειθαλείς, με πάνω όλα τα φύλλα τους.

Φευγάτες στης ζωής μου τα καμώματα
γυρνώντας με γεμίζετε μ’ αρώματα
και χρώματα που αλλάζουν μεσ’ τη ζάλη μου
απ’ το ποτό σας που 'ναι στο κεφάλι μου.

Και πάντα όταν λείπετε κενότητα
μου λείπει απ’ το συναίσθημα η αγνότητα
στις σκοτεινές μου σκέψεις μέσα χάνομαι
κι ενώ ζω τη ζωή δεν την αισθάνομαι.

Κάθε μια από σας λευκή και όμορφη
στου νου μου στων θεών μου το βουνό μορφή
με μήνυμα "το πνεύμα είν' αθάνατο"
μέσα από σας θα χαιρετώ τον θάνατο.


Κώστας Σφενδουράκης

Μια μαντινάδα μοντέρνα να πεις, στον φίλο μου Κώστα

Για δες καλέ μου φίλε εσύ ,Κώστα Σφενδουράκη,

για δες, τα ξημερώματα πως μας σημαδεύουνε ώσπου να απωθάνουμε όρθιοι,

για ιδές την Κρήτη και την Αμοργό!

Πως την σημάδεψαν για πάντα οι θεοί που συνοδεύουν τον εωσφόρο,

και πως εγώ η αδύναμη ,να πω , αχ,το φως του το κατέχω,

όλα τα νησιά μαθές θα με περιγελούνε,

πως δεν κατέχω τίποτις, θα πούνε γαργαλιστά,

όμως εγώ βαθιά μέσα μου αντικρύζω το φώς,

κι όλο έρχεται από την Κρήτη στην Αμοργό,

συνέχεια το συναντάω,

κι έχω μάτια Ροβινσώνα από νησιά,

τα βλέπεις; τα φοράω,

όλα να είναι όμορφα στην ζωή σου φίλε μου,

Κώστα εσύ με το υπέροχο σκυλί σου,

υπέροχη κι η θωριά σου,

κι εγώ ένας απλός φίλος σου αδύναμος να περιγράψω την καρδιά σου,

αυτήν θα την περιγράψουνε ανάγλυφα οι στιγμές του χρόνου,

όμως κι εγώ αχ, πως ονειρευόμουνα με τον Προύστ να την κορφολογήσω,

κι αν ήταν δυνατόν έτσι διάτρητη να στην εχαρήσω,

καλέ μου φίλε, καλό καλοκαίρι να χεις πιό,

να μην σε συζητάνε, άλλοι από νεράιδες και ξωτικά σε μεθυσμένο αρακλό και αγαπητό για πάντα..


Πόπη Συνοδινού


Σ' ευχαριστώ απ' την καρδιά μου Πόπη...

Μετανάστες

Κορμιά χαμένα και κυρτά
σαλεύουνε σε υγρά υπόγεια
εκεί που ο χρόνος σταματά
εκεί που δεν χωράνε λόγια.

Κάθε κορμί και μιας γωνιάς
ο στριμωγμένος ιδιοκτήτης
υπό αίρεση της γειτονιάς
η υπομονή και η ανοχή της.

Τα μάτια πάνω κοφτερά
λεπίδια όταν τους κοιτάνε
τα πληγωμένα τους φτερά
τους κόβουνε να μη πετάνε.

Αλλάζουν τόπους συνεχώς
ψάχνοντας φως ή ένα σημάδι
γι’ αυτούς ο κόσμος δυστυχώς
είν’ ο προάγγελος του Άδη.

Άπατρεις μιας ζωής μικρής
τους ξεγελά ότι θα τους δώσει
μα πριν λαλήσει ο αλέκτωρ τρις
η ίδια η ζωή θα τους προδώσει.


Κώστας Σφενδουράκης

Οδοιπορικό

Σε δρόμους σιωπηλούς οδεύει η κόρη
κλεισμένη μες στα όνειρά τους δίχως
το σώμα της να υψώνεται σαν τοίχος
μα να 'ναι της ψυχής το πανωφόρι.

Στα μάτια την κοιτούν συνοδοιπόροι
το ποίημα της βουβό κι ο κάθε στίχος
τροφή - δεν τους χρειάζεται ο ήχος
θα ψέλνουν τα πουλιά - αγγελιοφόροι.

Εκείνοι την ονόμασαν Ελπίδα
"ανάξια λόγου" είπαν κάποιοι άλλοι
προσπέρασαν κουνώντας το κεφάλι...

Μα όσοι ακολούθησαν -τους είδα-
ακούραστοι συνέχισαν κι ακόμη
ανοίχτηκαν μπροστά τους άλλοι δρόμοι.


Κώστας Σφενδουράκης

Πέφτει Βροχή


Πέφτει βροχή
Πέφτει βροχή
Στο πρόσωπό μου πέφτει
Πέφτει βροχή
Πέφτει βροχή
Στου κόσμου τον καθρέφτη.
Πέφτει βροχή
Πέφτει βροχή
Σ΄Ανατολή και Δύση
Πέφτει βροχή
Πέφτει βροχή
Κι ο ήλιος έχει σβήσει.

Έβγα στο σκοτάδι και περπάτα
Κι ας μη θέλουν οι θεοί
Έχεις ήλιο τα ζεστά σου νιάτα
Έχεις ήλιο τη ζωή.
Έχεις ήλιο τα ζεστά σου νιάτα
Έχεις ήλιο τη ζωή
Έβγα στο σκοτάδι και περπάτα
Κι ας μη θέλουν οι θεοί.

Πέφτει βροχή
Πέφτει βροχή
Ο ουρανός μολύβι
Πέφτει βροχή
Πέφτει βροχή
Κι η νύχτα κάτι κρύβει.
Πέφτει βροχή
Πέφτει βροχή
Την ώρα που σου γράφω
Πέφτει βροχή
Πέφτει βροχή
Και στου Χριστού τον τάφο.

Έβγα στο σκοτάδι και περπάτα
Κι ας μη θέλουν οι θεοί
Έχεις ήλιο τα ζεστά σου νιάτα
Έχεις ήλιο τη ζωή.
Έχεις ήλιο τα ζεστά σου νιάτα
Έχεις ήλιο την ζωή
Έβγα στο σκοτάδι και περπάτα
Κι ας μην θέλουν οι Θεοί.

Έχεις ήλιο τα ζεστά σου νιάτα
Έχεις ήλιο την ζωή
Έβγα στο σκοτάδι και περπάτα
Κι ας μην θέλουν οι Θεοί.


Νίκος Γκάτσος

Ανασφάλεια...

Φοβάμαι μη ξυπνήσω ένα πρωί
χωρίς στα χείλη να 'χω ένα στίχο
και δίχως πια να ακούω αυτόν τον ήχο
σαν φύλλο της καρδιάς μου που θροεί.

Φοβάμαι μήπως έρθει μια στιγμή
και νιώσω ότι τα μάτια έχουν στεγνώσει...
ανώφελη, ξερή του πόνου γνώση
θα γίνουν δίχως δάκρυ οι στεναγμοί.

Φοβάμαι αν ξημερώσει μιαν αυγή
κι η νότα της ζωής μου αλλοιωμένη
να φτάνει στη φωνή μου και να βγαίνει

σαν ράθυμη κι ανώφελη κραυγή.
Φοβάμαι μη με βρει εκείνη η μέρα
να ψάχνω τη ψυχή μου στον αέρα...


Κώστας Σφενδουράκης

Της Πλατείας...

Πέρασα χθες απ' την πλατεία
είδα σουβλάκια, καλαμπόκια, είδα μπύρες και νερά
γεμάτα από πελατεία
ανάμεσα σε συνθημάτων και βουλής τα ιερά.

Η επανάσταση αστεία
ένας αλήτης σε μιαν άκρη είχε και κάτι τυχερά
δεν γνώριζε όμως την αιτία
όλα του μοιάζουνε γελοία, όλα τα βρίσκει ανιαρά.

Κάποιοι με είδαν για συντρόφι
και μου χτυπήσανε την πλάτη χρίζοντας με αγωνιστή
μα εκεί συνάντησα τη Σόφη
στην πλατεία τριγυρνούσε μήπως βρει να ξεσκιστεί.

Πάμε πλατεία έχει πλάκα
εσύ θα πας να αγανακτήσεις όσο θέλεις για ό,τι θες
κι εγώ θα κάνω τον μαλάκα
μέχρι να ξαναβρώ τη Σόφη να συνεχίσουμε από χθες.


Κώστας Σφενδουράκης

Οδύνη

Η πιο βαθιά οδύνη
στενεύει τα όριά του
βλέπει, το μέλλον φθίνει...
Θολό απ' τα δάκρυά του.

Το όνειρό του δίνη
ρουφάει το μυαλό του.
Μετράει με κομποσκοίνι
τις μέρες του ασώτου.

Δεν έχει που να πάει
σαν ένα περιστέρι
μονάχο, δίχως ταίρι

και σέρνεται στα χάη
οπού δεν έχει δρόμο.
Όπου δεν έχει δρόμο...


Κώστας Σφενδουράκης

Ο Κήπος της Λήθης (της Πόπης Συνοδινού)

Τον εβλεπε απο μακρια να πλησιαζει προς το μερος της και ο ηλιος της
τυφλωνε τα ματια. Την χτυπουσε κατασαρκα, ομως αφεθηκε να ζεσταινει
την πλατη της και να παρακολουθει τον αγνωστο αντρα να πλησιαζει πιο πολυ.
Διεσχισε τα πυκνα δεντρα και τους ανθισμενους θαμνους του μεγαλου κηπου,
ειχε κατι το μεγαλειωδες στις κινησεις του. Σαν να περπατουσε διασχιζοντας
την αποσταση αναμεσα σε νεκρους στρατιωτες. Τον φανταζοταν να φορα
μια βασιλικη κορωνα, τον φανταζοταν σαν να ηταν ο μοναδικος που επεζησε
σε μια μαχη που ειχε αιμα και διαρκεια. Της αρεσε αυτο το κατι το αγερωχο
πανω του. Ηταν πολυ ψηλος, τωρα πια η αποσταση ηταν μικρη. Μπορουσε να
δει το προσωπο του, ειχε κατι απο λυπη και εκπληξη μαζι. Ματια μεγαλα
και καταμαυρα. Φυτεμενες μεγαλες βλεφαριδες και μυτη ισια και καπως
τραβηγμενη στο μακρος. Χειλη ανισα, το κατω χειλος πιο παχυ απο το επανω.
Οι ακρες του στοματος τραβηγμενες σε μια λεπτη ειρωνεια. Ενιωσε πως μετα
απο τοσο καιρο μπορουσε να αφησει την ζωη της στα χερια καποιου αλλου...
-Καλημερα σας, τι κανετε καλη μου; της ειπε καθως ηταν μπροστα της ευθυς
και μεγαλος σαν ενας πευκος. -Πολυ καλα, σας ευχαριστω, απαντησε και εβαλε
τα χερια επανω απο τα ματια της να μπορει να δει πιο καθαρα την μορφη του
καθως την τυφλωνε ο ηλιος. Κοιταξε τα χερια της και το μπλε τετραδιο
αφημενο στα ποδια της. -Γραφετε; γραφετε σιγουρα καιρο. -Πως το καταλαβατε;
εκανε εκεινη απορημενη. -Πως γραφετε καιρο; -Ναι, αυτο ακριβως.
-Ω, αγαπητη μου, φαινεται πως ξερετε να παρατηρειτε γυρω σας βαθια τα
πραγματα. Ακομη εχετε κεινη την εξυπναδα στα ματια που δεν εχουν οι
συνηθισμενοι ανθρωποι, αυτο που εχουν κεινοι που ζωγραφιζουν και γραφουν.
-Α, μαλιστα, εκανε εκεινη και χαμηλωσε τα ματια καθως αγρια αρχιζε να χτυπα
η καρδια της. Πρωτη φορα της συνεβαινε αυτο στα τριαντα της χρονια.
-Πειτε μου, θελετε να παμε εναν μικρο περιπατο, να βρουμε ενα σημειο
που δεν θα κουραζονται τα ματια μας απο τον ανελεητο ηλιο;
-Ασφαλως, εκανε κεινη και πεταχτηκε πανω με την ελαφραδα που εχει ενα ζαρκαδι.
Καθως περπατουσαν μυριζαν ηδη ο ενας τον αλλο. Μια γλυκια σιωπη τυλιγε
το μεταξι της αναμεσα τους. ΔεΝ χορταινε τον βηματισμο του, τοση αρχοντια
και φινετσα ισως να μην ειχε ξαναδει σε εναν αντρα. -Ερχεστε καιρο εδω;
την ρωτησε ακουμπωντας ποτε ποτε το κορμι της με το δικο του. Ισα ισα οσο
χρειαζοταν για να νιωσει την καρδια της να φτερουγησει σαν πουλι.
-Δεν θυμαμαι, πρεπει να ναι καιρος, εσεις; -Ουτε κι εγω, δεν δινω σημασια
στον χρονο με αποτελεσμα να ξεχνω την χρονικη λεπτομερεια. Εχω πεταξει
εδω και καιρο το ρολοι. Εσεις φορατε ρολοι; ρωτησε κι επιασε το αριστερο της
χερι φυλακιζοντας το στην μεγαλη του χουφτα. Κι επειτα αρχισε να φιλα
ενα ενα τα δαχτυλα με την λεπτοτητα που διαθετει ενα φτερο απο παγονι.
-Ουτε εγω φοραω, ειπε εκεινη και συρματινες δονησεις συγκινησης
πηρουνιαζαν το κορμι της. -Ξερετε σας ξεχωρισα απο μακρια, δεν εχετε
καμμια σχεση με αυτους που συχναζουν εδω. -Δηλαδη; τι εχουν οι αλλοι;
-Μμμ..ειναι ανθρωποι γκριζοι, δεν μου προκαλουν κανενα ενδιαφερον. Ειναι
αχρωμοι και αοσμοι. -ΝΑΙ, εχετε δικαιο, συμφωνω απολυτα μαζι σας. Με τι
ασχολειστε αληθεια;Και πως ειναι το ονομα σας; -Ειμαι μουσικος, πιανιστας.
Αυτην την εποχη ξεκουραζω τα χερια μου και προσπαθω να ανσυνταξω την σκεψη
μου σε ενα εργο που το αρχισα πριν δυο χρονια. Ξερετε περασαν τα δαχτυλα
μου μια περιοδο αγχους. Θα ξερετε ασφαλως πως υπαρχει αυτο σαν κατασταση
στους πιανιστες, ετσι δεν ειναι; -Οχι, δεν το ηξερα. Μα δεν μου ειπατε
το ονομα σας... -Ας αφησουμε τα ονοματα και τον χρονο εξω απο εμας
αγαπητη μου. Εχουμε πιο σημαντικη αποστολη να επιτελεσουμε. ΔΕν βοηθουν
τα ονοματα σε αυτο. -αΠΟΣΤΟΛΗ; τι ειδους αποστολη; -Να γνωριστουμε βαθια,
υπαρχει κατι πιο ωραιο απο αυτο; -Πως τα καταφερνετε και μονο ασφαλως
και συμφωνω να λεω αντι για απαντηση; τον ρωτησε και σταματησε να περπατα.
Τον κοιταξε καταματα. -Ειναι που το μυαλο μας συμφωνει, αυτο μοναχα.
Αληθεια ποσο σπανιο να συμφωνουν οι ανθρωποι! περνουν χρονια μαζι
πιστευοντας πως συμφωνουν και μετα μεσα σε ενα λεπτο ανακαλυπτουν πως ποτε
δεν συμφωνουσαν πραγματικα. Απλα μοιραζονταν τον χρονο τους. Οπως εκαναν
τοσα χρονια η μητερα κι ο πατερας μου.. Αληθεια δεν σας θλιβει αυτη η
διαπιστωση; -Απολυτα με θλιβει, ναι, γι αυτο κι εγω εδω και χρονια
δεν θελω παρα μονο την παρεα με τον εαυτο μου. Δεν χρειαζομαι να μοιραζομαι
τον χρονο μου. -Υποθετω ομως πως αυτο το κενο το καλυπτετε γραφοντας ε;
οπως κι εγω το καλυπτω με το πιανο μου. -Ναι, φυσικα. ΜΑ θεε μου, μου
ρουφηξατε τις λεξεις, εχει συμπηκνωθει το λεξιλογιο μου ξαφνικα.
Την επιασε αγκαζε. -Θα μπορουσα να μιλαω εγω για εσας κι εσεις να παιζετε
στο πιανο αντι για μενα. Ετσι δεν θα γνωριζαμε απολυτα μονο ο ενας τον αλλο
αλλα θα γινομασταν ενα. Παντα ηθελα να το κανω αυτο με μια γυναικα.
-Ειναι υπεροχο αυτο που λετε. Αληθεια, ποσο καιρο παιζετε πιανο;
-Μα απο μικρο παιδι. Η μητερα μου ειχε μεγαλη αγαπη με την μουσικη, αυτη με
εβαλε στον κοσμο της μουσικης και παντα με ενθαρρυνε. Μονο ο πατερας ειχε
παντοτε αντιρρησεις. -Και τις εχει ακομη; -Οχι πια, απο την στιγμη που
εδωσα ενα μεγαλο κονσερτο στην Βιεννη σταματησε. Βεβαια κι εγω απο τοτε
σταματησα να σχολουμαι μαζι του. -Ειναι λιγο λυπηρο αυτο, να μην
καταλαβαινουν οι γονεις τους ποθους των παιδιων τους. -Ναι φυσικα. Μα δεν
μπορουν να γινουν ολοι γονεις....ειχε μια λυπη μεσα στα λογια του που εκεινη
το ενιωσε αμεσως. Εφτασαν στην συστοιχια των πευκων. Ο αερας ξαφνικα δροσισε
με την αυρα του τα προσωπα τους και οι πεσμενες βελονες τους αρωματισαν
λεπτα την ατμοσφαιρα. Καθισαν κατω απο τον ισκιο ενος μεγαλου δεντρου. Για
ωρα δεν μιλουσαν, ακουγαν απλα την ανασα ο ενας του αλλου προπσαθωντας και
οι δυο να μην κανουν κατι που θα διαταραξει την ομορφια της στιγμης. Πρωτος
μιλησε αυτος. -Νιωθω πως σας ξερω, πως σας ηξερα πριν σας δω, το βρισκετε
παραξενο; -Το βρισκω συγκλονιστικο. Εγω σας εβλεπα να ερχεστε κοντα μου και
νομιζα πως σας εχω ξαναδει καπου σε μια περασμενη μου ζωη... -Ειναι υπεροχο
αυτο, και τι εικονες σας ηρθαν; ειχατε καποια εικονα, η απλα ειχατε την αισθηση;
-Να, ηταν σαν να ειχατε επιζησει μονο εσεις απο καποια μαχη και σαν να
εισασταν βασιλιας. ΜπΟΡΟΥΣΑ ΝΑ ΔΩ τους πεσμενους στρατιωτες διπλα στα ποδια σας..
Τοτε ο αντρας αρχισε να κλαιει. Εντελως ξαφνικα. ΕΒΑΛΕ ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΤΟΥ ΣΤΑ
ΧΕΡΙΑ ΤΟΥ κι αρχισε να κλαιει. Στην αρχη ηταν ενα σιγανο κλαμα. Μετα πηρε να
γινεται θρηνος. Τρανταζοταν ολο του το σωμα. Κλαμματα και κραυγες ασχηματιστες.
Η γυναικα τον αγκαλιασε φωναζοντας του να σταματησει. -Σας παρακαλω,
σταματειστε, φωναζε. Δεν μπορω να βλεπω τους αλλους να κλαινε , ποσο μαλλον εσας.
Μου σπαραζετε την καρδια. Του επιασε τα χερια και τα φιλαγε με λυσσα.
Αυτος ομως ουρλιαζε πια. Μεσα απο τις αναθρες κραυγες μπορεσε να καταλαβει πως
αυτη η εικονα τον βασανιζε απο μικρο. Πως εβλεπε απο παιδι να ειναι βασιλιας
και να περπατα σε μια πεδιαδα πλημμυρισμενη αιμα με χιλιαδες στρατιωτες
πεσμενους στα ποδια του. Ακομη ελεγε πως εφταιγε αυτος, αυτος δεν υπολογισε
σωστα και ηταν η αιτια να χαθουν τοσες ζωες... Η γυναικα εκλαιγε μαζι του
γεματη συγκινηση. Δεν μπορουσε να ελεγξει την τοση συγκινηση...
Ειχε συγκλονιστει απο αυτο που τους συνεβαινε. Πιαστηκαν κατω απο το δεντρο
αγκαλια και εγιναν σαν ενα ομικρον. Μεγαλος σπαραγμος. Θρηνος δυνατος σαν
βουνο που μολις μετακινηθηκε. Ματια πληγιασμενα λες και χιλιαδες πευκοβελονες
τρυπουσαν το ασπρο των ματιων τους. Κι ενας μεγαλος πονος στον λαιμο.
Και στο στηθος. Κι ενα μαυρο συννεφο να τους εμποδιζει να δουν τα προσωπα τους..
Δεν ειδαν πισω τους την γυναικα και τον αντρα να πλησιαζουν τρεχοντας..
Φορουσαν ασπρα ρουχα. -Υποτροπιασε ο πιανιστας, φωναζε η γυναικα. -Ναι, τρεχα
εσυ να φωναξεις τον καθηγητη, Φυγεεεεε, της φωναξε καθως ηταν ηδη κοντα
στο πεσμενο ζευγαρι. Εβαλε τα χερια του επανω στους ωμους του τρυφερα.
-Ελα, ηρεμησε παμε επανω στο δωματιο σου, του ειπε γλυκα. Κι ο πιανιστας λες
και μαλακωσε στην στιγμη. -Θα ρθει και αυτη μαζι μου; ρωτησε με μια φωνουλα
παιδικη σχεδον. -θα ρθει, ναι, σηκω τωρα και σταματα να κλαις.Αντε σηκω!
Κι οι ανθρωποι σηκωθηκαν και περπατησαν στον νοσοκομο διπλα.
ΓΕΜΑΤΟΙ ΠΛΗΓΕς αορατες. Αυτες ειναι οι δυσκολες και οι αγιατρευτες, οι
αορατες πληγες. Ο καθηγητης επανω ειδοποιηθηκε απο την νοσοκομα. Εδωσε εντολη
να ετοιμασουν το δωματιο για το ηλεκτροσοκ. Ο πιανιστας επρεπε να κανει
ηλεκτροσοκ.. Η αλλη θα ξαναμπαινε παλι στο κλειστο δωματιο για καιρο.
Θα της αλλαζε τα φαρμακα. Αναθεματισε την ωρα που διαλεξε αυτην την δουλεια,
ξαφνικα ενιωσε τοσο κουρασμενος.. Τοσο κουρασμενος... -



Πόπη Συνοδινού