Τον εβλεπε απο μακρια να πλησιαζει προς το μερος της και ο ηλιος της
τυφλωνε τα ματια. Την χτυπουσε κατασαρκα, ομως αφεθηκε να ζεσταινει
την πλατη της και να παρακολουθει τον αγνωστο αντρα να πλησιαζει πιο πολυ.
Διεσχισε τα πυκνα δεντρα και τους ανθισμενους θαμνους του μεγαλου κηπου,
ειχε κατι το μεγαλειωδες στις κινησεις του. Σαν να περπατουσε διασχιζοντας
την αποσταση αναμεσα σε νεκρους στρατιωτες. Τον φανταζοταν να φορα
μια βασιλικη κορωνα, τον φανταζοταν σαν να ηταν ο μοναδικος που επεζησε
σε μια μαχη που ειχε αιμα και διαρκεια. Της αρεσε αυτο το κατι το αγερωχο
πανω του. Ηταν πολυ ψηλος, τωρα πια η αποσταση ηταν μικρη. Μπορουσε να
δει το προσωπο του, ειχε κατι απο λυπη και εκπληξη μαζι. Ματια μεγαλα
και καταμαυρα. Φυτεμενες μεγαλες βλεφαριδες και μυτη ισια και καπως
τραβηγμενη στο μακρος. Χειλη ανισα, το κατω χειλος πιο παχυ απο το επανω.
Οι ακρες του στοματος τραβηγμενες σε μια λεπτη ειρωνεια. Ενιωσε πως μετα
απο τοσο καιρο μπορουσε να αφησει την ζωη της στα χερια καποιου αλλου...
-Καλημερα σας, τι κανετε καλη μου; της ειπε καθως ηταν μπροστα της ευθυς
και μεγαλος σαν ενας πευκος. -Πολυ καλα, σας ευχαριστω, απαντησε και εβαλε
τα χερια επανω απο τα ματια της να μπορει να δει πιο καθαρα την μορφη του
καθως την τυφλωνε ο ηλιος. Κοιταξε τα χερια της και το μπλε τετραδιο
αφημενο στα ποδια της. -Γραφετε; γραφετε σιγουρα καιρο. -Πως το καταλαβατε;
εκανε εκεινη απορημενη. -Πως γραφετε καιρο; -Ναι, αυτο ακριβως.
-Ω, αγαπητη μου, φαινεται πως ξερετε να παρατηρειτε γυρω σας βαθια τα
πραγματα. Ακομη εχετε κεινη την εξυπναδα στα ματια που δεν εχουν οι
συνηθισμενοι ανθρωποι, αυτο που εχουν κεινοι που ζωγραφιζουν και γραφουν.
-Α, μαλιστα, εκανε εκεινη και χαμηλωσε τα ματια καθως αγρια αρχιζε να χτυπα
η καρδια της. Πρωτη φορα της συνεβαινε αυτο στα τριαντα της χρονια.
-Πειτε μου, θελετε να παμε εναν μικρο περιπατο, να βρουμε ενα σημειο
που δεν θα κουραζονται τα ματια μας απο τον ανελεητο ηλιο;
-Ασφαλως, εκανε κεινη και πεταχτηκε πανω με την ελαφραδα που εχει ενα ζαρκαδι.
Καθως περπατουσαν μυριζαν ηδη ο ενας τον αλλο. Μια γλυκια σιωπη τυλιγε
το μεταξι της αναμεσα τους. ΔεΝ χορταινε τον βηματισμο του, τοση αρχοντια
και φινετσα ισως να μην ειχε ξαναδει σε εναν αντρα. -Ερχεστε καιρο εδω;
την ρωτησε ακουμπωντας ποτε ποτε το κορμι της με το δικο του. Ισα ισα οσο
χρειαζοταν για να νιωσει την καρδια της να φτερουγησει σαν πουλι.
-Δεν θυμαμαι, πρεπει να ναι καιρος, εσεις; -Ουτε κι εγω, δεν δινω σημασια
στον χρονο με αποτελεσμα να ξεχνω την χρονικη λεπτομερεια. Εχω πεταξει
εδω και καιρο το ρολοι. Εσεις φορατε ρολοι; ρωτησε κι επιασε το αριστερο της
χερι φυλακιζοντας το στην μεγαλη του χουφτα. Κι επειτα αρχισε να φιλα
ενα ενα τα δαχτυλα με την λεπτοτητα που διαθετει ενα φτερο απο παγονι.
-Ουτε εγω φοραω, ειπε εκεινη και συρματινες δονησεις συγκινησης
πηρουνιαζαν το κορμι της. -Ξερετε σας ξεχωρισα απο μακρια, δεν εχετε
καμμια σχεση με αυτους που συχναζουν εδω. -Δηλαδη; τι εχουν οι αλλοι;
-Μμμ..ειναι ανθρωποι γκριζοι, δεν μου προκαλουν κανενα ενδιαφερον. Ειναι
αχρωμοι και αοσμοι. -ΝΑΙ, εχετε δικαιο, συμφωνω απολυτα μαζι σας. Με τι
ασχολειστε αληθεια;Και πως ειναι το ονομα σας; -Ειμαι μουσικος, πιανιστας.
Αυτην την εποχη ξεκουραζω τα χερια μου και προσπαθω να ανσυνταξω την σκεψη
μου σε ενα εργο που το αρχισα πριν δυο χρονια. Ξερετε περασαν τα δαχτυλα
μου μια περιοδο αγχους. Θα ξερετε ασφαλως πως υπαρχει αυτο σαν κατασταση
στους πιανιστες, ετσι δεν ειναι; -Οχι, δεν το ηξερα. Μα δεν μου ειπατε
το ονομα σας... -Ας αφησουμε τα ονοματα και τον χρονο εξω απο εμας
αγαπητη μου. Εχουμε πιο σημαντικη αποστολη να επιτελεσουμε. ΔΕν βοηθουν
τα ονοματα σε αυτο. -αΠΟΣΤΟΛΗ; τι ειδους αποστολη; -Να γνωριστουμε βαθια,
υπαρχει κατι πιο ωραιο απο αυτο; -Πως τα καταφερνετε και μονο ασφαλως
και συμφωνω να λεω αντι για απαντηση; τον ρωτησε και σταματησε να περπατα.
Τον κοιταξε καταματα. -Ειναι που το μυαλο μας συμφωνει, αυτο μοναχα.
Αληθεια ποσο σπανιο να συμφωνουν οι ανθρωποι! περνουν χρονια μαζι
πιστευοντας πως συμφωνουν και μετα μεσα σε ενα λεπτο ανακαλυπτουν πως ποτε
δεν συμφωνουσαν πραγματικα. Απλα μοιραζονταν τον χρονο τους. Οπως εκαναν
τοσα χρονια η μητερα κι ο πατερας μου.. Αληθεια δεν σας θλιβει αυτη η
διαπιστωση; -Απολυτα με θλιβει, ναι, γι αυτο κι εγω εδω και χρονια
δεν θελω παρα μονο την παρεα με τον εαυτο μου. Δεν χρειαζομαι να μοιραζομαι
τον χρονο μου. -Υποθετω ομως πως αυτο το κενο το καλυπτετε γραφοντας ε;
οπως κι εγω το καλυπτω με το πιανο μου. -Ναι, φυσικα. ΜΑ θεε μου, μου
ρουφηξατε τις λεξεις, εχει συμπηκνωθει το λεξιλογιο μου ξαφνικα.
Την επιασε αγκαζε. -Θα μπορουσα να μιλαω εγω για εσας κι εσεις να παιζετε
στο πιανο αντι για μενα. Ετσι δεν θα γνωριζαμε απολυτα μονο ο ενας τον αλλο
αλλα θα γινομασταν ενα. Παντα ηθελα να το κανω αυτο με μια γυναικα.
-Ειναι υπεροχο αυτο που λετε. Αληθεια, ποσο καιρο παιζετε πιανο;
-Μα απο μικρο παιδι. Η μητερα μου ειχε μεγαλη αγαπη με την μουσικη, αυτη με
εβαλε στον κοσμο της μουσικης και παντα με ενθαρρυνε. Μονο ο πατερας ειχε
παντοτε αντιρρησεις. -Και τις εχει ακομη; -Οχι πια, απο την στιγμη που
εδωσα ενα μεγαλο κονσερτο στην Βιεννη σταματησε. Βεβαια κι εγω απο τοτε
σταματησα να σχολουμαι μαζι του. -Ειναι λιγο λυπηρο αυτο, να μην
καταλαβαινουν οι γονεις τους ποθους των παιδιων τους. -Ναι φυσικα. Μα δεν
μπορουν να γινουν ολοι γονεις....ειχε μια λυπη μεσα στα λογια του που εκεινη
το ενιωσε αμεσως. Εφτασαν στην συστοιχια των πευκων. Ο αερας ξαφνικα δροσισε
με την αυρα του τα προσωπα τους και οι πεσμενες βελονες τους αρωματισαν
λεπτα την ατμοσφαιρα. Καθισαν κατω απο τον ισκιο ενος μεγαλου δεντρου. Για
ωρα δεν μιλουσαν, ακουγαν απλα την ανασα ο ενας του αλλου προπσαθωντας και
οι δυο να μην κανουν κατι που θα διαταραξει την ομορφια της στιγμης. Πρωτος
μιλησε αυτος. -Νιωθω πως σας ξερω, πως σας ηξερα πριν σας δω, το βρισκετε
παραξενο; -Το βρισκω συγκλονιστικο. Εγω σας εβλεπα να ερχεστε κοντα μου και
νομιζα πως σας εχω ξαναδει καπου σε μια περασμενη μου ζωη... -Ειναι υπεροχο
αυτο, και τι εικονες σας ηρθαν; ειχατε καποια εικονα, η απλα ειχατε την αισθηση;
-Να, ηταν σαν να ειχατε επιζησει μονο εσεις απο καποια μαχη και σαν να
εισασταν βασιλιας. ΜπΟΡΟΥΣΑ ΝΑ ΔΩ τους πεσμενους στρατιωτες διπλα στα ποδια σας..
Τοτε ο αντρας αρχισε να κλαιει. Εντελως ξαφνικα. ΕΒΑΛΕ ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΤΟΥ ΣΤΑ
ΧΕΡΙΑ ΤΟΥ κι αρχισε να κλαιει. Στην αρχη ηταν ενα σιγανο κλαμα. Μετα πηρε να
γινεται θρηνος. Τρανταζοταν ολο του το σωμα. Κλαμματα και κραυγες ασχηματιστες.
Η γυναικα τον αγκαλιασε φωναζοντας του να σταματησει. -Σας παρακαλω,
σταματειστε, φωναζε. Δεν μπορω να βλεπω τους αλλους να κλαινε , ποσο μαλλον εσας.
Μου σπαραζετε την καρδια. Του επιασε τα χερια και τα φιλαγε με λυσσα.
Αυτος ομως ουρλιαζε πια. Μεσα απο τις αναθρες κραυγες μπορεσε να καταλαβει πως
αυτη η εικονα τον βασανιζε απο μικρο. Πως εβλεπε απο παιδι να ειναι βασιλιας
και να περπατα σε μια πεδιαδα πλημμυρισμενη αιμα με χιλιαδες στρατιωτες
πεσμενους στα ποδια του. Ακομη ελεγε πως εφταιγε αυτος, αυτος δεν υπολογισε
σωστα και ηταν η αιτια να χαθουν τοσες ζωες... Η γυναικα εκλαιγε μαζι του
γεματη συγκινηση. Δεν μπορουσε να ελεγξει την τοση συγκινηση...
Ειχε συγκλονιστει απο αυτο που τους συνεβαινε. Πιαστηκαν κατω απο το δεντρο
αγκαλια και εγιναν σαν ενα ομικρον. Μεγαλος σπαραγμος. Θρηνος δυνατος σαν
βουνο που μολις μετακινηθηκε. Ματια πληγιασμενα λες και χιλιαδες πευκοβελονες
τρυπουσαν το ασπρο των ματιων τους. Κι ενας μεγαλος πονος στον λαιμο.
Και στο στηθος. Κι ενα μαυρο συννεφο να τους εμποδιζει να δουν τα προσωπα τους..
Δεν ειδαν πισω τους την γυναικα και τον αντρα να πλησιαζουν τρεχοντας..
Φορουσαν ασπρα ρουχα. -Υποτροπιασε ο πιανιστας, φωναζε η γυναικα. -Ναι, τρεχα
εσυ να φωναξεις τον καθηγητη, Φυγεεεεε, της φωναξε καθως ηταν ηδη κοντα
στο πεσμενο ζευγαρι. Εβαλε τα χερια του επανω στους ωμους του τρυφερα.
-Ελα, ηρεμησε παμε επανω στο δωματιο σου, του ειπε γλυκα. Κι ο πιανιστας λες
και μαλακωσε στην στιγμη. -Θα ρθει και αυτη μαζι μου; ρωτησε με μια φωνουλα
παιδικη σχεδον. -θα ρθει, ναι, σηκω τωρα και σταματα να κλαις.Αντε σηκω!
Κι οι ανθρωποι σηκωθηκαν και περπατησαν στον νοσοκομο διπλα.
ΓΕΜΑΤΟΙ ΠΛΗΓΕς αορατες. Αυτες ειναι οι δυσκολες και οι αγιατρευτες, οι
αορατες πληγες. Ο καθηγητης επανω ειδοποιηθηκε απο την νοσοκομα. Εδωσε εντολη
να ετοιμασουν το δωματιο για το ηλεκτροσοκ. Ο πιανιστας επρεπε να κανει
ηλεκτροσοκ.. Η αλλη θα ξαναμπαινε παλι στο κλειστο δωματιο για καιρο.
Θα της αλλαζε τα φαρμακα. Αναθεματισε την ωρα που διαλεξε αυτην την δουλεια,
ξαφνικα ενιωσε τοσο κουρασμενος.. Τοσο κουρασμενος... -
Πόπη Συνοδινού